Το Τατζικιστάν είναι μια μικρή ορεινή χώρα στα βάθη της Ανατολής, με πανάρχαια κατοίκηση. Μια χώρα περίκλειστη, κυκλωμένη από θεϊκά βουνά, με αιθέριες αλπικές λίμνες και κορυφές που αγγίζουν τα σύννεφα. Ο φυσικός της πλούτος και η γεωπολιτική θέση της την κατέστησαν επί αιώνες πεδίο πολιτικών συγκρούσεων. Κατάφερε ωστόσο, παρά τις μεγάλες απώλειες, να παραμείνει αυθεντική, ίσως η πιο αυθεντική χώρα της Κεντρικής Ασίας και να κρατήσει άθικτες τις λαϊκές παραδόσεις της. Οι ορεινοί όγκοι της, με τις παγωμένες κορυφές των Παμίρ, τις δεύτερες υψηλότερες στον κόσμο, τα Τιέν Σαν και την οροσειρά Φαν, καλύπτουν το 92% της έκτασης της χώρας. Τμήματα των οροσειρών της έχουν ενταχθεί στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Στο «μπαλκόνι» της Κεντρικής Ασίας δεν θα συναντήσετε πεδιάδες, παρά μόνο οροπέδια και στενές κοιλάδες. Πολλές μικρές πόλεις και χωριά βρίσκονται σε υψόμετρο άνω των 3000 μέτρων. Εκτεταμένο είναι και το δίκτυο των ποταμών και των διάσπαρτων πηγών και λιμνών που απαρτίζουν τα θεαματικά τοπία της και προσελκύουν τους λάτρεις της περιπέτειας. Πολλοί είναι αυτοί που επιλέγουν το Τατζικιστάν για να κάνουν πεζοπορία, να δοκιμάσουν τις αντοχές τους και να ζήσουν μια ξεχωριστή εμπειρία. Ωστόσο, η περιοχή προσφέρεται και για όσους δεν έχουν εξοπλισμό και δεξιότητες, αρκεί να ακολουθήσουν τον δρόμο που οδηγεί στα βουνά. Δεν είναι τέλειος, έχει τη σκόνη του, τις χαρακιές του και τις λακκούβες του, αλλά ο δρόμος αυτός μπορεί να σε πάει ακόμα ψηλότερα από όσο μπορείς να φαντάζεσαι.
Πατήσαμε τη γη του Τατζικιστάν μέσα από το συνοριακό πέρασμα της Κοιλάδας Ζαραφσάν, μόλις λίγα χιλιόμετρα απόσταση από την Σαμαρκάνδη στο Ουζμπεκιστάν. Προορισμός μας οι αρχαίοι οικισμοί Σαράζμ και Παντζακέντ και η μεγαλούπολη Χουτζάντ. Μια ιστορική πόλη της Σογδιανής, όπου ο Αλέξανδρος ίδρυσε το 329 π.Χ. την πιο απομακρυσμένη από τις Αλεξάνδρειες, την «Αλεξάνδρεια την Εσχάτη».
Η ιστορία
Το Τατζικιστάν έχει καταγεγραμμένη παρουσία ανθρώπινων πολιτισμών από την 4η χιλιετία π.Χ. Το Αρχαιολογικό Σύμπλεγμα Βακτρίας- Μαργιανής (πρωτοελληνιστικός πολιτισμός στην κεντρική Ασία) χρονολογείται από την εποχή του χαλκού (3η-2η χιλιετία π.Χ.). Παρών ήταν σύμφωνα με τους αρχαιολόγους και ο πολιτισμός Αντρόνοβο, ο οποίος αναπτύχθηκε στην Κεντρική Ασία την 2η χιλιετία π.Χ. Η ιστορία της περιοχής ξεκινά τουλάχιστον από το 500 π.Χ., όταν ένα μεγάλο μέρος του σημερινού Τατζικιστάν ανήκε στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, ενώ μετά την κατάκτησή της από τον Μέγα Αλέξανδρο η περιοχή έγινε αρχικά μέρος της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας και αργότερα εντάχθηκε στο Ελληνικό Βασίλειο της Βακτριανής. Το Βόρειο Τατζικιστάν (οι πόλεις Χουτζάντ και Παντζακέντ) ήταν μέρος της Σογδιανής, η οποία κατελήφθη από τους Σκύθες και τους νομάδες Γιουετσί περίπου το 150 π.Χ.
Ο «Δρόμος του μεταξιού» περνούσε από τις περιοχές του σημερινού Τατζικιστάν και οι Σογδιανοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διευκόλυνση του εμπορίου και στην παραγωγή εμπορικών αγαθών (χαλιά, υαλικά, ξυλόγλυπτα). Μέχρι τον 4ο αιώνα, στην περιοχή είχαν επεκταθεί πολλές θρησκείες, όπως ο Βουδισμός, ο Χριστιανισμός, ο Ζωροαστρισμός και ο Μανιχαϊσμός. Στις αρχές του 8ου αιώνα οι Άραβες έφεραν το Ισλάμ στην περιοχή.
Σαράζμ και Παντζακέντ
Η σκέψη μου ανατρέχει στο παρελθόν, στην ιστορία της μικρής, αλλά πανάρχαιας αυτής χώρας καθώς περιδιαβαίνουμε τα απομεινάρια της αρχαίας Σαράζμ. Είμαστε οι μοναδικοί επισκέπτες του αρχαιολογικού χώρου, ο οποίος αν και προστατευόμενος από την UNESCO, μοιάζει να έχει αφεθεί στην τύχη του. Ο αρχαίος οικισμός, ένα από τα παλαιότερα αστικά κέντρα της Κεντρικής Ασίας, χρονολογείται από την 4η χιλιετία π.Χ. Στα ερείπια που απλώνονται μπροστά μας βλέπουμε ζωροαστρικούς ναούς της φωτιάς, δημόσια και οικιστικά κτήρια κι ένα ανακτορικό συγκρότημα 250 τετραγωνικών μέτρων, το οποίο δεν ήταν απλώς ένα παλάτι, αλλά κι ένας χώρος για λατρευτικές τελετές. Η αρχαιολογική σκαπάνη ανέδειξε επίσης κοσμήματα, πανοπλίες και πολλά αντικείμενα από χαλκό, μπρούτζο, μόλυβδο, ασήμι και χρυσό, καθώς το Σαράζμ ήταν αρχαίο κέντρο εξόρυξης μεταλλευμάτων.
Σε μικρή απόσταση από τη Σαράζμ, στις όχθες του ποταμού Ζαραφσάν συναντάμε την Παντζακέντ, μια μικρή, αλλά ακμάζουσα πόλη της Σογδιανής. Ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκε τον 8ο αιώνα μετά από την επέλαση των Αράβων. Στον αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται δίπλα στην σύγχρονη πόλη του Παντζακέντ, βλέπουμε τα θεμέλια σπιτιών και την Ακρόπολη με δύο ζωροαστρικούς ναούς.
Ενδιαφέροντα τα ευρήματα που βλέπουμε στο μικρό μουσείο δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο. Ωστόσο, τα περισσότερα και τα πιο σημαντικά ευρήματα και από τους δύο αρχαιολογικούς χώρους της Παντζακέντ και της Σαράζμ εκτίθενται στο Ιστορικό Μουσείο Ρουντάκι στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Το Μουσείο φέρει το όνομα του Ρουντάκι πατέρα της περσικής ποίησης, ο οποίος γεννήθηκε στην Παντζακέντ. Η Παντζακέντ με ένα πολύβουο παζάρι κάτω από τους πρόποδες των βουνών Φαν, συγκεντρώνει σήμερα περισσότερους από 52.000 κατοίκους.
Είμαστε στους πρόποδες της οροσειράς Φαν. Αυτά τα θεϊκά βουνά πώς να τα προσπεράσεις; Αφήνουμε πίσω μας την Παντζακέντ, λοξοδρομούμε δεξιά κι αρχίζουμε να ανηφορίζουμε. Προορισμός το σύμπλεγμα των Επτά Λιμνών, γνωστό και ως λίμνες Μαργκουζόρ.
Στις λίμνες Μαργκουζόρ
Το μικρό Van άφησε γρήγορα πίσω του την άσφαλτο κι άρχισε να κινείται στο χωματόδρομο. Θα διασχίσει μια φιδίσια διαδρομή με εδάφη σαθρά, σκαμμένα από τα ρυάκια, μήκους περίπου 14 χιλιομέτρων με συνεχείς στάσεις έως ότου φθάσει στην έκτη λίμνη την Μαργκουζόρ. Η προσέγγιση της Χαζορχασμά, της έβδομης και τελευταίας λίμνης, γίνεται με πεζοπορία.
Οι «Επτά Λίμνες», αυτό το μικρό θαύμα της φύσης, είναι παγετωνικές και κρυστάλλινες, αλλά το κυριότερο, είναι ζωντανές. Αλλάζουν συνεχώς χρώματα ανάλογα με τον καιρό, την θερμοκρασία, την ώρα, το φως και την ψυχική τους διάθεση. Ανεβαίνοντας την οροσειρά, απολαύσαμε όλα τα χρώματα. Από το βαθύ μπλε, έως το γαλάζιο, το τιρκουάζ, το βαθύ πράσινο, το γκρι και το μωβ. Όλα αυτά φυσικά χάρη στην υψηλή περιεκτικότητα του νερού σε μέταλλα (κυρίως ασβέστιο και νάτριο). Καθεμία από τις λίμνες βρίσκεται σε διαφορετικό υψόμετρο, με την πρώτη, την Νεζιγκόν, στα 1640 μέτρα και την έβδομη, την Χαζορχασμά, στα 2400 μέτρα. Η μεγαλύτερη σε έκταση είναι η Μαργκουζόρ, η έκτη λίμνη, εξ ου και το όλον σύμπλεγμα αποκαλείται λίμνες Μαργκουζόρ. Βρίσκεται σε ύψος 2140 μέτρα και το μήκος της φθάνει τα 2,7 χλμ. Στις ακτές της Μαργκουζόρ ανακαλύφθηκαν βραχογραφίες της Λίθινης Εποχής, ενώ κατά τον Μεσαίωνα εξορύσσονταν εδώ ημιπολύτιμοι ορυκτά. Σήμερα, ένα μικρός οικισμός κρέμεται στις πλαγιές, πάνω από τις όχθες της.
Οι λίμνες είναι πολύ παλιές, σχηματίστηκαν από πτώσεις βράχων και κατολισθήσεις που έφραξαν το στενό φαράγγι Σίνγκ με το πέρασμα των χρόνων. Στεκόμαστε στην Χουρντάκ, την πέμπτη και μικρότερη από τις επτά λίμνες. Το «Μικρό Μωρό» όπως μεταφράζεται στα τατζικικά βρίσκεται σε υψόμετρο 1870 μέτρων και απέχει 1,5 χλμ. από την Νοφίν, την τέταρτη λίμνη. Το χωριό Παντρούτ, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά ανάμεσα στις δύο λίμνες, κάποτε είχε έναν μικρό υδροηλεκτρικό σταθμό που παρείχε ηλεκτρική ενέργεια στις γύρω περιοχές. Η λίμνη Νοφίν είναι η μεγαλύτερη σε μήκος (το μήκος της ξεπερνά τα 2,7 χλμ.) βρίσκεται στο κέντρο του όλου συμπλέγματος και γι’ αυτό ίσως το όνομά της παραπέμπει σε ομφάλιο λώρο.
Σογιά δηλαδή «Σκιά» ονομάζεται η δεύτερη λίμνη καθώς βρίσκεται κάτω από την σκιά πανύψηλων βράχων τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Τετρακόσια μέτρα πάνω από τη Σογιά, συναντάμε την τρίτη λίμνη την Γκουσόρ που σημαίνει «Επαγρύπνηση». Η Γκουσόρ συνδέεται με τη Σογιά μέσω ενός δυνατού ρεύματος, περιβάλλεται και αυτή από απότομους βράχους, ενώ παλαιότερα στην περιοχή βρίσκονταν πολλά δηλητηριώδη φίδια. Αρκετοί είναι οι μικροί πλίνθινοι οικισμοί που σχηματίζονται πέριξ των λιμνών. Άλλοι σκαρφαλώνουν στις απότομες πλαγιές κι άλλοι σχηματίζονται κατά μήκος του ποταμού Σινγκ που διασχίζει την ομώνυμη κοιλάδα. Η ζωή εδώ κυλά ανάμεσα στους χωμάτινους δρόμους σαν να μην την αγγίζει ο χρόνος.
Οι χωρικοί καθώς πλησιάζουμε τους οικισμούς μας ρίχνουν κλεφτές ματιές, οι γυναίκες μας περιεργάζονται από μακριά και μόνο τα παιδιά μας πλησιάζουν. Μια σύντομη επίσκεψη σε ένα μικρό ξενώνα στο Νοφίν μας δίνει την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τις τοπικές γεύσεις, να βυθιστούμε στη τοπική ατμόσφαιρα και να γνωρίσουμε τον πρόεδρο Ιμομάλι Ραχμόν καθώς η φωτογραφία του καλύπτει έναν εξωτερικό τοίχο. Από την επομένη ο πρόεδρος του Τατζικιστάν, που κυβερνά την χώρα από το 1994, θα μας ακολουθεί σε κάθε μας βήμα, οι φωτογραφίες του κρέμονται παντού, ακόμα και στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Αργά το απόγευμα αφήνοντας πίσω μας τον ήλιο να βυθίζεται στην άγρια ομορφιά των Φαν, παίρνουμε το δρόμο για την Χουτζάντ.
Χουτζάντ: Αλεξάνδρεια η Εσχάτη
Φθάνουμε γύρω στα μεσάνυχτα στη Χουτζάντ και με το πρώτο φως της ημέρας αρχίζει η γνωριμία μας με την πόλη. Η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Τατζικιστάν, μετά την πρωτεύουσα Ντουσανμπέ, βρίσκεται στην είσοδο της κοιλάδας Φεργκάνα στην περιφέρεια της Σούγντ, την βορειότερη περιφέρεια της χώρας, κοντά στα σημερινά σύνορα του Ουζμπεκιστάν και του Κιργιστάν.
Ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο το 329 π.Χ. στη νότια όχθη του ποταμού Ιαξάρτη, σημερινού Συρ Ντάρια και ταυτίζεται με την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη. Η Αλεξάνδρεια η Εσχάτη, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, δεν ήταν η τελευταία πόλη που ίδρυσε ο Αλέξανδρος, ήταν όμως η πιο βορεινή, καθώς ο Ιαξάρτης ποταμός όριζε το βόρειο σύνορο της χώρας. Πέρα από το ποτάμι ήταν οι Σκύθες. Η πόλη είχε 6 χλμ. περίμετρο, χτίστηκε μέσα σε 20 ημέρες και παρέμεινε ελληνική σχεδόν για 500 χρόνια. Και όπως λέει ο Κωνσταντίνος Καβάφης: «Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς» («Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»).
Βρισκόμαστε στη νότια όχθη του Ιαξάρτη και πιστέψτε με, δεν χρειάζεται να είσαι βαθύς γνώστης και μελετητής της ιστορίας για να νιώσεις έστω μια κάποια συγκίνηση. Ιδιαίτερα όταν διαπιστώνεις ότι οι άνθρωποι εδώ τιμούν και σέβονται τα ιστορικά πρόσωπα. Και ειδικά τον Ισκαντέρ, όπως αποκαλούν τον Αλέξανδρο που μολονότι ήρθε ως κατακτητής, εκείνοι τον λάτρεψαν. Μια μεγάλη λίμνη κι ένας ποταμός στα υψίπεδα των Φαν, φέρουν το όνομα του Αλέξανδρου. Κι ένας ολόκληρος όροφος στο Αρχαιολογικό και Ιστορικό μουσείο της Χουτζάντ με μαρμάρινα ψηφιδωτά είναι αφιερωμένος στη ζωή και την εκστρατεία του.
Στο μουσείο, μας υποδέχονται με χαμόγελα όταν μαθαίνουν ότι είμαστε Έλληνες και δεν παραλείπουν να διανθίσουν τις αφηγήσεις τους με τους μύθους και θρύλους που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά για τον Μακεδόνα βασιλιά και στρατηλάτη. Μοιάζει απίστευτο, αλλά ίσως η εξήγηση να βρίσκεται σε αυτά που αναφέρει στο βιβλίο του «Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής» ο Πλούταρχος: «Αν εξέταζες την παιδεία, που επέβαλε ο Αλέξανδρος, θα έβλεπες ότι έμαθε στους Υρκανούς να παντρεύονται και στους Αραχώσιους να καλλιεργούν τη γη, πως έπεισε τους Σογδιανούς να τρέφουν τους γονείς τους και να μην τους σκοτώνουν, τους Πέρσες να σέβονται τις μητέρες τους, αλλά να μην τις παντρεύονται. Ω η θαυμαστή εκείνη φιλοσοφία του, μέσω της οποίας οι Ινδοί προσκυνούν τους ελληνικούς θεούς κι οι Σκύθες θάβουν τους νεκρούς και δεν τους τρώνε…Πιο ευτυχισμένοι, λοιπόν, είναι αυτοί που υποτάχθηκαν στον Αλέξανδρο από εκείνους που ξέφυγαν την εξουσία του, γιατί αυτών την άθλια ζωή κανείς δεν τη σταμάτησε, ενώ τους άλλους ο νικητής τους να ζουν ευτυχισμένοι τούς ανάγκασε». Η σύγχρονη πόλη έχει απλώσει γέφυρες πάνω στον ποταμό και σήμερα εκτείνεται πέραν της βορεινής αντίπερα όχθης. Ο Υαξάρτης που υπήρξε και πεδίο μαχών μεταξύ Μακεδόνων και Σκυθών, σήμερα κυλάει ήρεμος διασχίζοντας το κέντρο της.
Μία συνάντηση πρεσβευτών των χωρών της Κεντρικής Ασίας στις όχθες του Υαξάρτη και οι ετοιμασίες για τον γιορτασμό του Ναβρούζ που θα τιμήσει με την παρουσία του ο πρόεδρος της χώρας, δίνουν ένα ζωηρό τόνο στην καθημερινότητα της πόλης. Εμείς περνώντας ανάμεσα από λουλουδιασμένα πάρκα, βλέπουμε το Φρούριο Τιμούρ Μαλίκ καθώς και το άγαλμα και το Μαυσωλείο-κενοτάφιο του ποιητή Καμόλ Χουτζαντί που έχει ταφεί στην Ταυρίδα της Περσίας. Ο Τιμούρ Μαλίκ ήταν κυβερνήτης της Χουτζάντ και έμεινε στην ιστορία ως εθνικός ήρωας, μετά από την γενναία αν και ανεπιτυχή υπεράσπιση της πόλης το 1219-1220 κατά των επιδρομών των Μογγόλων.
Καταλήγουμε στην κεντρική πλατεία με τα τέμενος της Παρασκευής και το εντυπωσιακό Μαυσωλείο Σεΐχ Μουσλιχιντίν. Απέναντι από το Μουσλιχιντίν βρίσκεται η σκεπαστή αγορά Παντζσανμπέ, ένα από τα πιο πολύχρωμα αξιοθέατα της Χουτζάντ. Το εσωτερικό της εντυπωσιάζει με τη μοναδική αρχιτεκτονική και το σχεδιασμό που συνδυάζει σοβιετικά και ανατολίτικα στοιχεία. Η Παντζσανμπέ που σημαίνει «Αγορά της Πέμπτης» είναι μια από τις μεγαλύτερες στεγασμένες αγορές της Κεντρικής Ασίας.
Κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής περιόδου, η Χουτζάντ ήταν η πιο ανεπτυγμένη πόλη της χώρας και έφερε το όνομα Λενιναμπάντ. Ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν, ένα ακόμη ιστορικό πρόσωπο, μετά τον Αλέξανδρο και τον Τιμούρ Μαλίκ τιμάται σήμερα στην πόλη. Στη βόρεια όχθη του Συρ Ντάρια εντοπίσαμε ένα άγαλμά του ύψους 46 μέτρων. Ο πατέρας του ήταν Τατζίκος και ίσως ήταν κι αυτός ένας λόγος, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπου τα αγάλματα του Λένιν δεν καταστράφηκαν.
Αρχικά, με την Οκτωβριανή Επανάσταση η Χουτζάντ ήταν μέρος της Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Τουρκεστάν. Μετά από την διάλυσή της το 1924, έγινε μέρος της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν και το 1929, όταν το Τατζικιστάν, αναβαθμίστηκε σε Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, μεταφέρθηκε στη χώρα, ώστε να συμπληρωθεί το προβλεπόμενο πληθυσμιακό όριο. Σήμερα η πλειονότητα του πληθυσμού της είναι Τατζίκοι.
Ο συνολικός πληθυσμός του Τατζικιστάν ανέρχεται σε 9.500.000 κατοίκους, από τους οποίους το 70% είναι κάτω των 30 ετών. Οι κάτοικοι ομιλούν την Τατζίκικη γλώσσα που είναι μια διάλεκτος των Περσικών με κυριλλική γραφή και το 98% είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι. Η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Το 1992 κι ενώ είχε προηγηθεί ένα δημοψήφισμα με συντριπτικά ποσοστά υπέρ της παραμονής στην Σοβιετική Ένωση, η χώρα βυθίστηκε σε έναν πενταετή αιματηρό εμφύλιο. Από τον εμφύλιο έχασαν την ζωή τους 50.000 άνθρωποι και το 1/10 του πληθυσμού εγκατέλειψε τη χώρα. Με τον εμφύλιο η χώρα κατέρρευσε. Από το 1998 άρχισε η σταδιακή βελτίωση της οικονομίας , όμως με πολύ αργούς ρυθμούς. Σήμερα, η οικονομία της βασίζεται στην παραγωγή αλουμινίου, στην καλλιέργεια βαμβακιού και στα εμβάσματα από το εξωτερικό, ενώ το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα ανέρχεται στα 370 δολάρια, με συνέπεια το Τατζικιστάν να κατατάσσεται στις φτωχότερες χώρες του κόσμου.
Διαβάστε ακόμα:
Ουζμπεκιστάν: Ένα σαγηνευτικό ταξίδι στην Κεντρική Ασία
City Break στην Τιφλίδα: Εκεί που η Ευρώπη συναντιέται με την Ασία