Τα ΚΤΕΛ έχουν συνδεθεί με την έλλειψη άλλου τρόπου για να ταξιδέψουμε. Και όμως, θα μπορούσαν να είναι η πρώτη μας επιλογή για μια περιπλάνηση στα σπλάχνα της περιφέρειας, που είναι γεμάτη παραγνωρισμένες ομορφιές και χάρες.
Η ιστορία, η μεγάλη ιστορία, είναι η μήτρα όλων των μικρών ιστοριών των δικών μας ιστοριών που έχουν το γνήσιο ενδιαφέρον, μες στην ανωνυμία των πρωταγωνιστών τους. Λίγη ιστορία, λοιπόν, για αρχή.
Έχουμε 1896 και ετοιμάζεται να υποδεχθεί τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε, ένα υπεραστικό λεωφορείο ξεκινά από την Αθήνα και φθάνει στη Θήβα, εκτελώντας το πρώτο καταγεγραμμένο δρομολόγιο του επονομαζόμενου, μελλοντικά, ΚΤΕΛ στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Με την εφεύρεση του κινητήρα εσωτερικής καύσης κάνουν την εμφάνιση τους τα πρώτα οχήματα 5 έως 7 θέσεων στις αρχές του 1910 και τα πρώτα πρακτορεία άρχισαν να λειτουργούν. Μετά τις εποχές της άμαξας και των ζώων, αλλά και των ποδιών, ως μέσων μεταφοράς, η εμπειρία των μηχανοκίνητων οχημάτων φαινόταν στους ανθρώπους μαγική και σπουδαία. Τα πρώτα οχήματα (Lincoln-Ford,Overland, Deutz και Willys) δεν διέθεταν, βεβαίως, υδραυλικά τιμόνια και σαζμάν.
Τα λάστιχα έσκαγαν, οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι δύσβατοι γεμάτοι λακκούβες και οι συνθήκες δύσκολες. Οι οδηγοί θεωρούνταν πραγματικοί ήρωες και αποτελούσαν και άτυπους μεταφορείς πραγμάτων, σπάζοντας τις αποστάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους: εκτελούσαν, συχνά, παραγγελίες για ψώνια, φάρμακα, εφημερίδες από την πόλη. Καμιά φορά, τύχαινε, σύμφωνα με μαρτυρίες, να ξεγεννήσουν και καμία έγκυο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, δημιουργήθηκαν οι Κοινές Διευθύνσεις Αστικών και Υπεραστικών Λεωφορείων, μια πρώτη ουσιαστική προσπάθεια οργάνωσης των επιβατικών συγκοινωνιών.
Η λήξη του πολέμου βρήκε τα λεωφορεία ως το μοναδικό μέσο μεταφοράς, λόγω της καταστροφής του σιδηροδρομικού δικτύου. Το 1952 συστηθήκαν με τον νόμο 2119 τα Κοινά Ταμεία Εισπράξεων Λεωφορείων (ΚΤΕΛ), ένα για κάθε νομό και νησί. Το 1968, με απόφαση του τότε Υπουργού Συγκοινωνιών, έγινε η συγχώνευση όλων των ΚΤΕΛ σε 8 οργανισμούς ΚΤΕΥΛ, αλλά το 1973 επανέρχεται το προηγούμενο καθεστώς. Το 2003, τα ΚΤΕΛ όλης της χώρας έρχονται αντιμέτωπα με μια μεγάλη πρόκληση, τη μετατροπή τους σε ανώνυμες εταιρείες. Σήμερα, περισσότερα από 3.500 λεωφορεία κυκλοφορούν ανά την Ελλάδα και εξυπηρετούν χιλιάδες ανθρώπους, με τρόπο σύγχρονο και άνετο. Οι εποχές των χαλασμένων air condition και των καθυστερημένων λεωφορείων ανήκουν στο παρελθόν.
Και μαζί με αυτά, και μερικές καλτ αναμνήσεις, όπως η συνύπαρξη ανθρώπων που δεν είχαν ξαναβγεί ποτέ από τα στενά πλαίσια των χωριών τους, που πρωτοσυναντιόνταν και αλληλοεπηρεάζονταν όχι χωρίς ευτράπελα. Με τα δέματά τους, τα φαγητά τους, τις ιδιαίτερες συνθήκες υγιεινής τους. Ιστορίες που αποτυπώθηκαν στον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά και στην ύστερη εποχή των βιντεοταινιών. Τα πράγματα δεν είναι πλέον, με τα ΚΤΕΛ, βγαλμένα από το σύμπαν του Σταύρου Τσιώλη και της μεταπολεμικής Ελλάδας με την συγκεχυμένη ταυτότητα και αισθητική της. Σήμερα, στην πραγματικότητα -ελέω της αύξησης των διοδίων και του κόστους της βενζίνης- συμφέρει πολύ το ταξίδι με το ΚΤΕΛ. Είναι πάνω κάτω τα ίδια λεφτά, χωρίς το άγχος του αυτοκινήτου, και χωρίς την ανεξαρτησία που σου παρέχει, φυσικά.
Αν δεν σε έχει πάρει ο ύπνος σε παράθυρο ΚΤΕΛ και αν δεν έχεις ξυπνήσει από Αντώνη Ρέμο που σιγοπαίζει μαυλιστικά από το ραδιόφωνο του οδηγού, δεν έχεις ζήσει ταξίδι στην ελληνική επαρχία. Στάσεις στα μικρότερα χωριά, με ανέβα -κατέβα τρομερών προσώπων. Μια φορά, σε ένα ΚΤΕΛ στην Μεσσηνία γνώρισα μια γυναίκα, γύρω στα 70, καλοστεκούμενη, η οποία μου εξομολογήθηκε τα περιουσιακά της άγχη, μου έμαθε πώς μπολιάζει τα δέντρα, μου εκμυστηρεύτηκε μια συνταγή για γλυκό νεραντζάκι και, στο τέλος, μού έδωσε και το τηλέφωνό της, για να πάω στο σπίτι της όποτε θέλω. Δεν την πήρα ποτέ. Την έχασα για πάντα. Αυτό είναι το νόημα των συναντήσεων στα ΚΤΕΛ. Μια φορά άλλη, μοιράστηκα ένα ταξίδι μου από την Καλαμάτα στην Αθήνα με έναν νεαρό, με τον οποίο φλερτάραμε ελαφρώς. Γνωριστήκαμε καθώς οι ρόδες του ΚΤΕΛ κατάπιναν υπομονετικά τα χιλιόμετρα που μας χώριζαν από την μεγάλη πόλη. Κανείς μας δεν ζήτησε από τον άλλον στοιχεία, τηλέφωνα, social και τα λοιπά, χαθήκαμε. Δύο χρόνια μετά, συναντηθήκαμε ξανά τυχαία, πού αλλού; Στην Καλαμάτα. Εκείνος περιπτεράς κι εγώ αγόραζα τα λευκά μου καρέλια μες στην όμορφη κασετίνα τους. «Είσαι η Γεωργία, η δημοσιογράφος; Από το ΚΤΕΛ;», «Ναι, εγώ είμαι! Σε θυμάμαι! Τι κάνεις;» Γλύκες.
Αυτές είναι οι μικρές ιστορίες που σας λέω ότι χωρούν μες στην Μεγάλη Ιστορία και τη νοηματοδοτούν. Αυτές οι μικρές, οι πολύτιμες, οι καταδικασμένες να μην καταγραφούν ποτέ πουθενά και να λησμονηθούν δια παντός. Στα ΚΤΕΛ ακούμε μουσική στα ακουστικά μας, μελαγχολούμε με την παντοδυναμία του δρόμου που καλπάζει έξω από τα παράθυρα μεθυσμένος, στα ΚΤΕΛ τηλεφωνιόμαστε με εκείνους που αφήσαμε πίσω και με αυτούς που μας περιμένουν όταν φθάσουμε, στα ΚΤΕΛ ακούμε ο ένας τις αναπνοές του άλλου, καμιά φορά κοιμόμαστε πάνω στον ώμο ενός παντελώς ξένου ανθρώπου, ως δια μαγείας αφηνόμαστε και εμπιστευόμαστε, τι να μας κάνει ένας ταλαίπωρος συνεπιβάτης, στο κάτω κάτω. Νιώθουμε μια ιδιότυπη αίσθηση ελευθερίας και ασφάλειας μαζί. Καμιά φορά, επιχειρούμε να ανοίξουμε βιβλίο, λες κι είμαστε σε κανένα καράβι.
Και ναι τα ΚΤΕΛ είναι τα καράβια της ασφάλτου και κάνουν κι εκείνες τις θλιβερές, ποιητικές στάσεις στα μεγάλα μαγαζιά με καφέ, σάμαλι, ραβανί, σάντουιτς, σουβενίρ, τουαλέτες και στενοχωρημένες σφολιάτες που περιμένουν ψημένες από μέρες να χορτάσουν τους πεινασμένους ταξιδιώτες. Πάντα με συγκινούν αυτά τα μέρη, κάποτε είναι και κανονικά εστιατόρια, με παλιά, φθαρμένα λινά τραπεζομάντηλα που θυμούνται ενδοξότερους χρόνους, όταν ολόκληρες οικογένειες κατέβαιναν από το ΚΤΕΛ για να φάνε πίτσα και ροζμπίφ κι όχι να πάρουν βιαστικά κι αμίλητα έναν ακόμα φρέντο εσπρέσο.
Πάντοτε, φροντίζω να παρατηρώ. Φροντίζω να ζω πρώτα μέσα από το βλέμμα, να επιχειρώ ενδοσκόπηση. Κανένα ταξίδι δεν σε πάει πουθενά και, αντιθέτως, άνθρωποι που μένουν για δεκαετίες στην ίδια αυλή, μπορεί, μέσω της ψυχής και της μνήμης τους, να έχουν ταξιδέψει πιο μακριά και πιο συναρπαστικά από κάθε πολυταξιδεμένο πλάνητα που πάει κάπου, χωρίς να δει, να αγγίξει, να γευτεί, να συγκινηθεί. Το ΚΤΕΛ είναι ένα συγκινησιακό μέσο περιπλάνησης, μια άριστη ευκαιρία να μεταλάβεις όλες τις ευεργετικές ουσίες του ταξιδιού. Οικονομικά, με την ψευδαίσθηση του περιπλανώμενου. Κι από το ένα χωριό, πας με λίγα ευρώ στο άλλο. Με ένα σακίδιο, ίσως και το κατοικίδιό μας, πάντοτε στην ειδική τσάντα μεταφοράς του. Με τα βιβλία μας, τις μουσικές μας και, αν είμαστε πολύ τυχεροί, τα τάπερ της μαμάς ή του αγαπημένου μας.
Όλα είναι δρόμος. Κι εμείς, ποιήματα αδέσποτα. Γιατί όχι;
Σας αφήνω, αντί υστερόγραφου, αυτή την συγκινητική και όμορφη ταινία μικρού μήκους για το Υπεραστικό ΚΤΕΛ Μαγνησίας. Οι άνθρωποι συναντώνται και επικοινωνούν στα πιο απίθανα μέρη και με τους πιο απρόβλεπτους τρόπους. Τα ΚΤΕΛ είναι τετράδια άγραφα κι εμείς, μαζί με τις αποσκευές μας, τα γράμματα, οι λέξεις κι οι ιστορίες που γεμίζουν τις σελίδες τους:
Διαβάστε ακόμα:
Long weekend στον Βόλο, έναν αυθεντικό τόπο
3 ανοιξιάτικα road trips από την Αθήνα, 3 playlists για το δρόμο
Βόλος-Λάρισα-Κοζάνη: Long weekend μεταξύ Θεσσαλίας και Μακεδονίας