Η Σαμαρκάνδη είναι μια πόλη όαση με ονειρική ατμόσφαιρα, ανατολίτικη ομορφιά και συναρπαστική πλούσια ιστορία. Το «μαργαριτάρι της Ανατολής» όπως την αποκάλεσαν συγκαταλέγεται στις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου και ευδοκίμησε χάρη στην στρατηγική θέση της. Κομβικός σταθμός πάνω στον κεντρικό «Δρόμο του μεταξιού», υπήρξε για κάποιες περιόδους η μεγαλύτερη πόλη της Κεντρικής Ασίας. Πρωτεύουσα της αρχαίας Σογδιανής αλλά και της μεγάλης Τιμουριδικής Αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από την Τουρκία έως την Κίνα, γνώρισε δόξες και σιωπές σε διάφορες χρονικές περιόδους, πέρασε από το σπαθί και τη φωτιά, κατακτήθηκε, ισοπεδώθηκε, έσβησε αλλά ξαναγεννήθηκε, έλαμψε και μεγαλούργησε. Η πόλη ηλικίας 2750 ετών περιλαμβάνεται από το 2001 στον κατάλογο με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Είναι η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη του Ουζμπεκιστάν και βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της χώρας, πολύ κοντά στα σύνορα με το Τατζικιστάν.
Ο μεταξένιος μύθος της απλώνεται σήμερα πάνω από τα σκεπαστά παζάρια της, αγγίζει με δέος τις λαμπερές φαγιάνσες και τους θόλους με τα ουράνια χρώματα και παρασύρει τον ταξιδιώτη σε μια συναρπαστική περιπλάνηση. Σε αυτή την περιπλάνηση δεν θα συναντήσεις παλάτια, κάστρα και πύργους. Αυτά ισοπεδώθηκαν από τις ορδές των Μογγόλων. Διασώθηκαν όμως μεγαλόπρεπα τζαμιά, μιναρέδες, μεντρεσέδες και μαυσωλεία, που βαραίνει πάνω τους η σιωπή των αιώνων.
Η «Εύφορη πόλη»
Είμαστε στην Υπερωξιανή, μόλις αφήσαμε πίσω μας τη Σαχριζάμπ, την γενέτειρα του Ταμερλάνου κι αρχίσαμε να ανηφορίζουμε. Παρέα με ακακίες, μουριές, ανθισμένες κερασιές και ροδακινιές. Πίσω από τις γήινες καμπύλες του Ζαραφσόν, στην κοιλάδα του ομώνυμου ποταμού μας περιμένει η Σαμαρκάνδη. Η «εύφορη πόλη» που μας περιέγραψε ο Μάρκο Πόλο με τους απέραντους κήπους, τους αμέτρητους θησαυρούς γνώσης και τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες του κόσμου, καθώς από τον 8ο αιώνα είχαν μάθει από τους Κινέζους αιχμαλώτους πώς να κατασκευάζουν το χαρτί. Η αγαπημένη του Τιμούρ, η εκλεκτή οδαλίσκη του μεγάλου εμίρη. Η Μαρακάνδα του Αλέξανδρου και γενέτειρα της συζύγου του Ρωξάνης. Λέγεται πως όταν την κατέκτησε το 329 π.Χ. ο Μακεδόνας στρατηλάτης περπατώντας στους δρόμους της εκστασιασμένος αναφώνησε: «Οτιδήποτε είχα ακούσει για τη Μαρακάνδα είναι τελικά αλήθεια, με εξαίρεση το γεγονός, ότι τελικά είναι πιο όμορφη από ότι την είχα φανταστεί».
Στην πλατεία Ρετζιστάν
Ο «χρυσός δρόμος» μας οδηγεί στην πλατεία Ρετζιστάν, στην καρδιά της πόλης, έναν τόπο μυστηριακό, λες και ξεπήδησε από ανατολίτικο παραμύθι. Μεγαλοπρεπές μεντρεσές (ιερατική σχολή) με τα τζαμιά και τους μιναρέδες τους να υψώνονται στις τρεις πλευρές της άλλοτε «αμμώδους πλατείας». Το βλέμμα μου γλιστρά πάνω στα γιγαντιαία τόξα που στεφανώνουν τις πανύψηλες πύλες, στους λεπτεπίλεπτους μιναρέδες, στα πολύχρωμα πλακίδια με τα περίτεχνα σχέδια και τις καλλιγραφημένες επιγραφές στους τοίχους και στους εξαίσιους τιρκουάζ θόλους που λαμπυρίζουν κάτω από το φως της ημέρας σε μια συγχορδία ουράνιων αποχρώσεων φαγιάνσας. Η ζώσα ιστορία της Ανατολής είναι εδώ παρούσα, ακούω τις φωνές των αιώνων. Όχι μόνη, αλλά παρέα με αμέτρητους επισκέπτες που κοιτάζουν εκστατικοί το υπαίθριο αυτό μουσείο με τα αριστουργηματικά κτίρια-εκθέματα.
Αρκεί και μόνο αυτό το θέαμα για να δικαιώσει μια άλλη λόγια φωνή: «Η Σαμαρκάνδη είναι το πιο όμορφο πρόσωπο που έστρεψε ποτέ η Γη προς την μεριά του Ήλιου» (Αμίρ Μααλούφ, «Σαμαρκάνδη»). Τα κτίρια, παρά την ηλικία τους διατηρούνται σχεδόν ανέπαφα, τουλάχιστον οπτικά και αισθητικά, προφανώς με τις απαραίτητες κατά καιρούς αναστηλώσεις και αποκαταστάσεις. Ο μεντρεσές του Ούλουγκ Μπεγκ, του αστρονόμου κι εγγονού του Τιμούρ, στη δυτική πλευρά της πλατείας, είναι ο παλαιότερος. Οικοδομήθηκε το 1420, η κύρια όψη του είναι καλυμμένη με υπέροχα ψηφιδωτά σχέδια και η ψηλή πύλη του διακοσμημένη με αστρικά μοτίβα. Περίπου 100 σπουδαστές διδάσκονταν εδώ αστρονομία, επιστήμες, φιλοσοφία και θεολογία. Ο μεντρεσές του Σερ-Ντορ στα ανατολικά ολοκληρώθηκε το 1636 από τον Σαβανίδη εμίρη Γιαλανγκτούς κι αποτελεί στην πραγματικότητα ομοίωμα του μεντρεσέ του Ούλουγκ Μπεγκ. Κι εδώ ψηλή πύλη όπου απεικονίζονται λιοντάρια με χαίτες να γρατζουνίζουν ανθρωπόμορφα ελάφια, τιρκουάζ λαμπεροί θόλοι, μιναρέδες και μια αυλή που περιβάλλεται από δωμάτια σε δύο επίπεδα.
Οι τοίχοι του είναι καλυμμένοι με μαρμάρινα σκαλιστά φατνώματα και διακοσμητικά μωσαϊκά. Μεταξύ των δύο μεντρεσέδων στη βόρεια πλευρά της πλατείας, στέκεται ο μεντρεσές Τίλια Κάρι, ο «χρυσοστολισμένος». Αν και είναι πολύ νεώτερος, ολοκληρώθηκε το 1660, μαγεύει με την λάμψη και την αρμονία του. Σε αντίθεση με τους άλλους δύο, δεν διαθέτει μιναρέδες, αλλά δύο μικρούς πύργους με τιρκουάζ τρούλους. Ο μεντρεσές διέθετε και τζαμί στη δυτική πλευρά της εσωτερικής αυλής. Το εσωτερικό του τρούλου του καλύπτεται από εκπληκτικά επιχρυσωμένα αραβουργήματα πάνω σε πεπιεσμένο χαρτί. Αυτά τα διακοσμητικά μοτίβα έδωσαν και την ονομασία στον μεντρεσέ, καθώς Τίλια Κάρι (Tillya Kari) σημαίνει επιχρυσωμένα. Σήμερα, οι τρείς μεντρεσέδες φιλοξενούν αρχαιολογικά και λαογραφικά μουσεία, μαζί με τουριστικά μικρομάγαζα που καταλαμβάνουν ακόμη και τους εσωτερικούς χώρους. Θα επιστρέψουμε στην πλατεία το βράδυ κι εκεί κάτω από το φως οι αέρινες σκιές θα μας παρασύρουν σε μια συναρπαστική ανάταση.
Το Τζαμί Μπιμπί Χανούμ
Πίσω από τον μεντρεσέ Σερ-Ντορ ξεκινά ο μεγάλος πεζόδρομος που ενώνει την πλατεία Ρετζιστάν με το τζαμί Μπιμπί Χανούμ και την αγορά Σιόμπ της πόλης. Φέρει το όνομα του Ισλάμ Καρίμοφ, του γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ουζμπεκιστάν που κυβέρνησε τη χώρα στην μετασοβιετική εποχή από το 1991 έως το θάνατό του το 2016. Στην κορυφή του πεζόδρομου δεσπόζει το χάλκινο άγαλμά του. Κι εκεί όπου τελειώνει ο πεζόδρομος υψώνεται το μεγάλο τζαμί της Μπιμπί Χανούμ, της αγαπημένης συζύγου του Ταμερλάνου. Τον 15ο αιώνα ήταν ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή τζαμιά στον ισλαμικό κόσμο. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1399 μετά από την νικηφόρα εκστρατεία του Τιμούρ στην Ινδία και ολοκληρώθηκε το 1404. Για την ανέγερση και την διακόσμηση του εργάστηκαν οι καλύτεροι αρχιτέκτονες, τεχνίτες, κτίστες και καλλιτέχνες από την Σαμαρκάνδη και τις κατακτημένες χώρες. Σύμφωνα με ένα θρύλο που περιβάλλει το τζαμί, χτίστηκε από την σύζυγο του Ταμερλάνου ενώ ό ίδιος βρισκόταν σε εκστρατεία. Λέγεται δε πως ο αρχιτέκτονας την ερωτεύτηκε και καθυστερούσε να ολοκληρώσει το έργο μόνο και μόνο για να πάρει ένα φιλί. Το φιλί τελικά δόθηκε, αλλά το σημάδι που άφησε εξόργισε τον Τιμούρ, ο οποίος διέταξε τον θάνατο του αρχιτέκτονα και την τιμωρία της άπιστης.
Ο θρύλος παρόλα αυτά δεν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά στοιχεία της εποχής. Το σημερινό τζαμί έχει ανακατασκευαστεί, καθώς είχε υποστεί σοβαρές ζημιές και μεγάλο τμήμα του είχε καταρρεύσει από σεισμούς. Το οικοδόμημα αποτελείται συνολικά από τέσσερα κτίρια, το μεγάλο τζαμί, δύο μικρότερα τζαμιά και την αψίδα εισόδου ύψους 35 μέτρων. Η ανατολική πύλη είναι καλυμμένη με μάρμαρο, η εσωτερική αυλή είναι ορθογώνια και περιβάλλεται από μια τοξωτή κατασκευή, ενώ στις γωνίες της υψώνονται 4 μιναρέδες ύψους 50 μέτρων. Το μεγάλο τζαμί στεφανώνεται με ένα τύμπανο καλυμμένο με επιγραφές και ένα τεράστιο τιρκουάζ τρούλο. Στην αυλή του ξεχωρίζει το μεγάλο μαρμάρινο αναλόγιο, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το κοράνι για τη δημόσια προσευχή της Παρασκευής. Η Μπιμπί Χανούμ αναπαύεται στο μαυσωλείο απέναντι από το τζαμί.
Ο Τάφος του Ζώντος Βασιλέως
Μπορεί μια νεκρόπολη να εκπέμπει φως; Κι όμως όλα εδώ στη Νεκρόπολη Σαχ-ι-Ζίντα στην πλαγιά της Αφροσιάμπ, είναι τόσο φωτεινά και λαμπερά σαν να ανοίγει εμπρός σου μια πύλη για τον Παράδεισο. Αμέτρητες ουράνιες αποχρώσεις, λαμπεροί τιρκουάζ θόλοι, μωσαϊκά από φαγιάνς και κεραμιδένια μωσαϊκά με ευχές και επιγραφές, πολύχρωμα μοτίβα και σχέδια με χρυσές αναλογίες, άστρα, ροζέτες και σταλακτίτες. Οι πιστοί προσεύχονται κι εμείς κινούμαστε ανάμεσά τους διακριτικά για να μην τους διακόψουμε. Η νεκρόπολη καθαγιάστηκε με τον τάφο του Κουσάμ Ιμπν Αμπάς, εξαδέλφου του προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη στη Σαμαρκάνδη. Άρχισε να διαμορφώνεται στα τέλη του 9ου αιώνα και πήρε το όνομα Shahi- Zinta ο «Τάφος του Ζώντος Βασιλέως», που ήταν το ψευδώνυμο του Αμπάς. Η εντυπωσιακή πύλη της εισόδου χτίστηκε από τον Ούλουγκ Μπεγκ το 1435. Περιλαμβάνει 20 μαυσωλεία που εκτείνονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Στην κορυφή του στενού δρόμου της νεκρόπολης βρίσκονται τα μαυσωλεία των συγγενών του Τιμούρ. Ανάμεσά τους το μαυσωλείο της συζύγου του Tuman Aka είναι διακοσμημένο με πολύχρωμα μωσαϊκά και στους τοίχους απεικονίζονται ζωγραφιές με άνθη και μίσχους. Ο θόλος του παραπέμπει σε ουρανό γεμάτο με χρυσά αστέρια.
Το Μαυσωλείο του Ταμερλάνου
Αν και είχε επιλέξει την Σαχριζάμπς, την γενέτειρά του, ως τον τόπο της τελευταίας του κατοικίας, μια σφοδρή κακοκαιρία εμπόδισε τη μεταφορά της σωρού κι έτσι ο Τιμούρ έμεινε εδώ στη Σαμαρκάνδη και ετάφη στο μαυσωλείο Γκουρ-Ε-Αμίρ, το οποίο είχε χτίσει ο ίδιος για τον αγαπημένο του εγγονό και κυβερνήτη Μωχάμεντ Σουλτάν το 1404. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα δείγματα της μεσαιωνικής ανατολίτικης αρχιτεκτονικής κι από τα πιο σημαντικά μνημεία της περιόδου της δυναστείας των Τιμουριδών. Το μαυσωλείο εντυπωσιάζει με την αρμονικότητα των αναλογιών του. Ο τρούλος του υψώνεται στα 34 μέτρα κι είναι καλυμμένος με σμαραγδί, μπλε και γαλάζια επικάλυψη κεραμικών με ποικίλα διακοσμητικά μοτίβα. Στο εσωτερικό η μαρμαρογλυπτική, οι χρυσές διακοσμήσεις με φύλλα χρυσού και άλλα σπάνια πετρώματα προσδίδουν στο μαυσωλείο μια ιδιαίτερη πολυτέλεια. Κάτω από τον τρούλο βρίσκεται το κενοτάφιο του Τιμούρ, ένας μονόλιθος από πράσινο σκούρο νεφρίτη, των δύο γιων του Σαχ Ρούχ και Μιράν Σαχ και των εγγονών του Μοχάμεντ Σουλτάν και Ούλουγκ Μπεγκ. Οι πιστοί προσκυνούν τα κενοτάφια, ενώ οι πραγματικοί τάφοι βρίσκονται σε μια κρύπτη κάτω από το δάπεδο του μαυσωλείου, σύμφωνα με τις παλιές συνήθειες των Μογγόλων.
Κι ενώ ο τρομερός Ταμερλάνος κείτεται εδώ ανήμπορος πλέον να διαπράξει άλλους φρικώδεις αποκεφαλισμούς και σφαγές στις πόλεις που κατακτούσε, οι ντόπιοι επικαλούμενοι τον μύθο με την «κατάρα» του, κάνουν λόγο για συμφορές και δεινά που υπέστησαν όσοι διατάραξαν τον αιώνιο ύπνο του. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ο Ναδίρ Σαχ, ο οποίος μόλις μετέφερε την επιτύμβια πλάκα του στο Ιράν πέθανε ξαφνικά ο γιός του. Η πλάκα επεστράφη, ωστόσο όταν το 1941 διαταράχτηκαν και πάλι τα λείψανα με το άνοιγμα του τάφου από τους Σοβιετικούς, ακολούθησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Το Αστεροσκοπείο του Ούλουγκ Μπεγκ
Στα βορειοανατολικά της πόλης, στον καταπράσινο λόφο Kukhak βρίσκεται το αστεροσκοπείο του Ούλουγκ Μπεγκ με τον πέτρινο εξάντα. Χτίστηκε το 1428, ήταν από τα μεγαλύτερα και πιο όμορφα κτίρια στην κεντρική Ασία και το ύψος του έφθανε τους τρεις ορόφους. Είχε τον εξάντα του σκαμμένο στη γη και μπορούσε να μετρήσει, χωρίς τηλεσκόπιο, τις θέσεις των αστέρων στον ουρανό σχεδόν με ακρίβεια. Η ακτίνα του έφθανε τα 36 μέτρα. Ο Ούλουγκ Μπεγκ χρησιμοποιώντας αυτό το όργανο ολοκλήρωσε το 1437 τον κατάλογο των 994 αστέρων, που θεωρείται ο μεγαλύτερος αστρικός κατάλογος ανάμεσα σε αυτούς του Πτολεμαίου και του Μπράχε.
Ο μεγάλος αστρονόμος και μαθηματικός έχοντας κληρονομήσει την εξουσία από τον παππού του Τιμούρ, προσπάθησε να συνδυάσει τα βασιλικά του καθήκοντα με τις επιστημονικές ανησυχίες και δραστηριότητες. Η δραστηριότητά του αυτή τον κατέστησε εχθρό του κλήρου και κάποια στιγμή το κεφάλι του κρεμάστηκε στην πλατεία. Μετά από τον τραγικό θάνατό του, το κτίριο καταστράφηκε. Το 1915 χτίστηκε ένας θόλος για να σκεπάσει ό τι απέμεινε. Στο μουσείο το οποίο ανεγέρθηκε τα μετέπειτα χρόνια απέναντι από τον εξάντα, εκτίθενται αστρονομικά μέσα και εργαλεία της εποχής, χάρτες συμπαντικοί, κατάλογος με 1012 αστέρες, αναπαραστάσεις του αστεροσκοπείου κι άλλα θαυμαστά που προσελκύουν το ενδιαφέρον ακόμα και σε μη γνώστες.
Η Αφρασιάμπ
Στην κορυφή του λόφου της Αφρασιάμπ, στον αρχαιολογικό χώρο, τα ίχνη της αρχαίας πρωτεύουσας της Σογδιανής είναι ελάχιστα. Παρόλα αυτά αισθάνεσαι την ιστορία της να ζωντανεύει σε κάθε σου βήμα. Από εδώ έχεις άπλετη θέα στην πόλη, όπως και από το τζαμί Hazrat-Hyzr που εποπτεύει το ιστορικό κέντρο, το Μπιμπί Χανούμ και την αρχαία αγορά από την πλαγιά του λόφου. Δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο στο ιστορικό μουσείο της Αφρασιάμπ, μια αίθουσα είναι αφιερωμένη στην περίοδο κατάκτησης της πόλης από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ανάμεσα στα εκθέματα περιλαμβάνονται αναπαραστάσεις από την πολιορκία της πόλης, καθώς και πολλά νομίσματα, όπλα, κεραμικά σκεύη, κομμάτια από πέτρες και ξύλινους τοίχους. Τα πιο ενδιαφέροντα εκθέματα του μουσείου είναι οι τοιχογραφίες του 7ου αιώνα από το βασιλικό παλάτι στα χρόνια της ακμής της Σογδιανής περιόδου.
Η Αρχαία Αγορά
Η αγορά Σιόμπ ανοίγει τις πύλες της νωρίς το πρωί όταν τα αστέρια είναι ακόμα ορατά στον ουρανό. Λειτουργεί από την εποχή του «Δρόμου του Μεταξιού» και οι πάγκοι της είναι γεμάτοι με όλα τα χρώματα και τα αρώματα της Ανατολής. Υφάσματα, είδη λαϊκής τέχνης και διακοσμητικά, κεραμικά, αλλά και κάθε λογής προϊόντα λαχανικά, φρούτα, μπαχαρικά, τυριά, γλυκά, ακόμη και τουρσιά ή άλλα πρόχειρα φαγητά για τους εργαζόμενους και τους πελάτες. Ανάμεσα σε όλα αυτά ξεχωρίζουν οι πάγκοι με το τοπικό ψωμί Σαμαρκάνδης που φημίζεται για τη νοστιμάδα του.
Σαχριζάμπς, η γενέτειρα του Ταμερλάνου
Ογδόντα χιλιόμετρα νότια της Σαμαρκάνδης βρίσκεται η Σαχριζάμπς, η γενέτειρα του Ταμερλάνου. Εδώ σταθήκαμε με δέος απέναντι από τα ερείπια του Ακ Σαράι (Λευκό Παλάτι). Πρόκειται για το θερινό ανάκτορο του Τιμούρ που ξεκίνησε να χτίζεται το 1380 και ολοκληρώθηκε μετά από 24 χρόνια. Σήμερα, σώζονται μόνον τμήματα των γιγάντιων πυλών του που φθάνουν σε ύψος τα 36 μέτρα. Το 2000 το Ακ Σαράι ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Μέσα στο καταπράσινο πάρκο, στο ιστορικό κέντρο της πόλης βρίσκονται επίσης θαυμαστά ισλαμικά μνημεία, όπως το συγκρότημα Dor -ut Τiovall με το μαυσωλείο του Σούφι πνευματικού πατέρα του Ταμερλάνου και το τζαμί Kok Gumbaz με τον λαμπερό τιρκουάζ θόλο. Εδώ, βρίσκεται και ο τάφος που προόριζε ο Τιμούρ για τον εαυτό του, στον οποίο όμως τελικά έχουν ταφεί δύο από τους γιους του.
Τασκένδη, η πρωτεύουσα
Τασκένδη 21 Μαρτίου. Η χώρα γιορτάζει το Ναβρούζ -μια πανάρχαια γιορτή που συμβολίζει τη νέα ζωή και την αναγέννηση- και ο κόσμος έχει ξεχυθεί στα πάρκα και τις πλατείες. Μέσα σε μεγάλα καζάνια ψήνεται το παραδοσιακό γλυκό Σουμαγιάκ. Παραδίπλα ακροβάτες, μάγοι, παλαιστές και ισορροπιστές δίνουν την δική τους παράσταση. Η Τασκένδη με 2,5 εκατ. κατοίκους είναι μια μεγάλη σύγχρονη πόλη, με μοντέρνα κτίρια, ανοιχτές λεωφόρους, αλέες, καταπράσινα πάρκα και μεγάλες πλατείες. Σε τίποτα δεν θυμίζει την μικρή πλίνθινη πόλη που υποδέχθηκε και αγκάλιασε τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες του εμφυλίου. Αρχικά έφθασαν εδώ περίπου 12.000 πρόσφυγες που κατανεμήθηκαν σε 17 συνοικίες και εντάχθηκαν στην παραγωγική διαδικασία.
Αργότερα, προστέθηκαν περίπου 4000 παιδιά, τα οποία ενώθηκαν με τις οικογένειές τους. Ο επαναπατρισμός των πολιτικών προσφύγων ξεκίνησε το 1975 ύστερα από την πτώση της δικτατορίας και συνεχίστηκε τις δεκαετίες του 1980 και 1990. Σήμερα στην Τασκένδη ζουν μόνον μερικές εκατοντάδες πρόσφυγες που δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν. Μέλη των οικογενειών αυτών συναντήσαμε στην Ελληνική Κοινότητα, η οποία παραμένει ακόμα ζωντανή, χάρη στο δραστήριο πρόεδρο Κώστα Πολίτη. Μας καλωσόρισαν με ελληνική μουσική και τραγούδια, τα παιδιά χόρεψαν συρτάκι και μας συγκίνησαν.
Η Τασκένδη ιδρύθηκε μεταξύ 5ου και 3ου αιώνα π.Χ. και περιήλθε υπό την επιρροή του Ισλάμ τον 8ο αιώνα μ.Χ. Το 1918 έγινε πρωτεύουσα της Αυτόνομης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Τουρκεστάν. Το 1930 με την αλλαγή των συνόρων, η πόλη συμπεριλήφθηκε εντός της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν, παίρνοντας τον τίτλο της πρωτεύουσας από την Σαμαρκάνδη. Ανάμεσα στα αξιοθέατα της πόλης είναι το ισλαμικό αρχιτεκτονικό συγκρότημα Khazrat Imam, με την βιβλιοθήκη-μουσείο Moyie Mubarek, όπου φυλάσσεται το κοράνι Οσμάν του 7ου αιώνα. Πρόκειται για ένα τεράστιο τόμο 357 σελίδων από δέρμα ελαφιού, γραμμένο στα κωφικά με μελάνι προερχόμενο από κάψιμο κεριού. Η φωτογράφηση στο χώρο απαγορεύεται.
Στο κέντρο η μεγάλη Πλατεία Ανεξαρτησίας πλαισιώνεται από κυβερνητικά κτίρια. Στο πάρκο της ξεχωρίζει το τεράστιο μνημείο με τα ονόματα των πεσόντων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το άγαλμα της μητέρας με την άσβεστο φλόγα. Η πόλη διαθέτει πολλά μουσεία και μια πλούσια και πολύχρωμη αγορά με ένα τεράστιο θόλο. Ανάμεσα στα προϊόντα το τοπικό ψωμί, αλλά και τα καζάνια με το παραδοσιακό φαγητό ρύζι πλοφ. Εντυπωσιακές είναι οι διακοσμήσεις στους σταθμούς του Μετρό, ένας από αυτούς φέρει το όνομα του ποδοσφαιριστή Βασίλη Χατζηπαναγή, του «Μαραντόνα» του Ουζμπεκιστάν που γεννήθηκε στην Τασκένδη από πατέρα Έλληνα πολιτικό πρόσφυγα.
Καταλήγουμε στην πλατεία Τιμούρ, όπου δεσπόζει το έφιππο άγαλμα του Ταμερλάνου. Πίσω από το άγαλμα υψώνεται το σοβιετικής κατασκευής ξενοδοχείο «Ουζμπεκιστάν». Ο Τιμούρ δείχνει τον πεζόδρομο Sayilgokh, τον επονομαζόμενο «Μπρόντγουεϊ». Εδώ, μέσα στο πράσινο και τα λουλουδένια παρτέρια πολλοί απολαμβάνουν τον καφέ ή το τσάι τους, ενώ δίπλα υπαίθριοι καλλιτέχνες εκθέτουν τα έργα τους. Η βραδιά θα κλείσει με την παρακολούθηση της όπερας «Παλιάτσοι» στο κρατικό θέατρο της Τασκένδης Άλισερ Ναβόι.
Διαβάστε ακόμα:
Ουζμπεκιστάν: Ταξίδι ζωής στην καρδιά του Δρόμου του Μεταξιού