Aνεβήκαμε στο Πήλιο για να διαπιστώσουμε, με μεγάλη χαρά, ότι παρά τη μεγάλη δοκιμασία που πέρασε το βουνό, μαζί με τις άλλες περιοχές της Θεσσαλίας, τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, έχει επανέλθει και ήδη εδώ και πολλές εβδομάδες, υποδέχεται τους επισκέπτες του με τη γνωστή ζεστή φιλοξενία του. Έχει μάλιστα αρχίσει να μπαίνει και σε εορταστική διάθεση. Τα μαγαζιά έχουν φορέσει τα καλά τους, τα δέντρα στολίστηκαν και πολλά πολλά λαμπιόνια ζεσταίνουν δρομάκια και αίθουσες.
Η περιήγησή μας στα χωριά του Πηλίου ξεκινά από την Μακρινίτσα, όσο ανεβαίνουμε ο Αντώνης Αλτίνης, ο οδηγός μας, αστυνομικός που μετά από 27 χρόνια στην υπηρεσία αποφάσισε να ανοίξει δικό του ταξιδιωτικό γραφείο, όσο μας πηγαινοφέρνει μας δίνει πληροφορίες. Για τα χωριά, για το βουνό και τη φύση, για τις ανάγκες του τόπου, για τα πλεονεκτήματα και τους λόγους που λατρεύει το Πήλιο, εξάλλου και ο ίδιος είναι γέννημα θρέμμα του Κισσού, ενώ κάθε τόσο σταματά για να βγάλουμε τις απαραίτητες φωτογραφίες καθώς το βουνό έχει ντυθεί το χρυσοκίτρινο χρώμα του φθινοπώρου.
Στη Μακρινίτσα, μας υποδέχεται ο Αλέξανδρος Μπαϊράμης, ο Πρόεδρος Επαγγελματιών του χωριού, ένας νέος άνθρωπος που έμεινε στον τόπο του και δημιούργησε τη δική του επιχείρηση με αρωματικά φυτά και αιθέρια έλαια. Περπατάμε το μεγάλο καλντερίμι με τα μαγαζάκια με τα σουβενίρ και τους πάγκους με τα κάστανα και τα καρύδια, το οποίο μας βγάζει στην πλατεία με τα τεράστια πλατάνια και τη μεγάλη βρύση. Από εδώ η θέα είναι πανέμορφη ακόμα και τη νύχτα που τα φώτα του Βόλου φαίνονται σαν χιλιάδες μικρές πυγολαμπίδες. Καθίσαμε στο καφέ «Σύζευξης Θεών» για ένα ζεστό τσάι συζητώντας με τον Αλέξανδρο για το πόση προσωπική δουλειά έβαλαν οι ντόπιοι για να γίνει το χωριό όπως πριν, για την ιστορία του και την ομορφιά του.
Φεύγουμε για την Πορταριά, αφήνουμε τα πράγματά μας στο «Portaria Hotel» και κατηφορίζουμε περπατώντας στην πλατεία. Το κρύο είναι τσουχτερό αλλά μετά από τόσους μήνες ζέστη είναι εξαιρετικά αναζωογονητικό ενώ τα στολισμένα σπίτια εδώ πάνω βγάζουν νόημα σε αντίθεση με την Αθήνα που το θερμόμετρο χτυπάει 20άρια. Φθάνουμε στο πολύ ατμοσφαιρικό εστιατόριο «Κρίτσα», και με χαρά βλέπουμε το τζάκι αναμμένο και δίπλα του στρωμένο το τραπέζι μας. Τα πιάτα με πηλιορείτικα φαγητά φθάνουν το ένα μετά το άλλο. Τσιτσίραυλα, γίγαντες με κάστανα, γίδα πρασοσέλινο, λαχανοντολμάδες, αυγά με γιαχνιστά χόρτα και πολλά ακόμα, στο ποτήρι μας κρασί από ντόπιους παραγωγούς και στην κουβέντα φυσικά το Πήλιο.
Το πρωί απολαμβάνουμε το πρωινό μας στο ξενοδοχείο με την υπέροχη θέα του Παγασητικού ενώ λίγο αργότερα κάνουμε μια στάση στο πολύ cozy καφέ «Αγορά» το τζάκι καίει και εδώ. Παραγγέλνουμε καφέ για το δρόμο και μπαίνουμε στον πειρασμό να δοκιμάσουμε τη μηλόπιτα με παγωτό. Από εκεί ανεβαίνουμε για τα Χάνια μέσα σε ένα δάσος οξιών που τώρα το φθινόπωρο το χρυσοκίτρινο χρώμα των φύλλων τους χαρίζει στο τοπίο μια απίθανη ομορφιά.
Η επίσκεψή μας στο Πήλιο έγινε έπειτα από πρόσκληση του Επιμελητηρίου και της Ένωσης Ξενοδόχων Μαγνησίας. Αν δεν έχετε επισκεφθεί το Πήλιο το φθινόπωρο, ήρθε η ώρα να το κάνετε για να απολαύσετε αυτό το πάπλωμα από πορτοκαλοκίτρινους χρωματισμούς.
Χαιρετάμε τα Χάνια και μέσω του χιονοδρομικού ξεκινάμε για τον Κισσό, όπου μας περιμένει ο παπά Μιχάλης στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Ο παπά Μιχάλης έχει σπουδάσει μηχανικός, έχει κάνει ένα μεταπτυχιακό και σκέφτεται να κάνει και διδακτορικό σε σχέση πάντα με το αντικείμενό του. Είναι από αυτούς τους σπάνιους ιερείς που μπορείς να τον ακούς για ώρες να σου μιλά, χωρίς δογματισμούς, για τη θρησκεία. Μας μιλά για την ιστορία της εκκλησίας που ξεκινά από το 1650 και για τις πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες του φημισμένου ζωγράφου Ιωάννη Παγώνη.
Δεν καθόμαστε πολύ όμως γιατί μας περιμένει η Τσαγκαράδα, ανεβαίνουμε στο «12months Resort» για να συναντήσουμε τον πρόεδρο της Ένωσης Ξενοδόχων Μαγνησίας κ. Γιώργο Ζαφείρη και τον κ. Νίκο Μελή της Hike Away, που μας μιλούν για τις περαιτέρω προοπτικές ανάπτυξης, τις δυνατότητες για δραστηριότητες στη φύση και την κατάσταση των μονοπατιών, πίνοντας τσίπουρο και απολαμβάνοντας τη θέα, στο Αιγαίο αυτή τη φορά. Αν και ακόμα όπως είναι φυσικό δεν έχει γίνει επιθεώρηση όλων των μονοπατιών το σίγουρο είναι πως το μονοπάτι «Τσαγκαράδα – Νταμούχαρη – Άη Γιάννης» όπως και το μονοπάτι των καταρρακτών από Χάνια προς Μακρυρράχη δεν έχουν κάποιο πρόβλημα και περπατιούνται κανονικά. Έχει αρχίσει και σουρουπώνει πλέον και από εκεί φεύγουμε για το Βόλο γιατί μας περιμένει στρωμένο τραπέζι στο τσιπουράδικο «25αρι» στον Άγιο Κωνσταντίνο. Εδώ, όσο παραγγέλνουμε τσίπουρο τόσο τα πιατάκια με τα μεζεδάκια καταφθάνουν. Ποτισμένοι και ταϊσμένοι φτάνουμε στο ξενοδοχείο «Νεφέλη» στην καρδιά του Βόλου για βαθύ ύπνο στα αφράτα στρώματα.
Την τελευταία μέρα ξεκινάμε για το Φεστιβάλ Φιρικιού στη Βυζίτσα. Ωστόσο, κάνουμε μια στάση στις Πινακάτες. Εδώ, μια στάση λεωφορείου έχει μετατραπεί σε δανειστική βιβλιοθήκη η οποία διαθέτει και αγγλικούς τίτλους παρακαλώ. Ακριβώς από κάτω, βρίσκεται η μικρή αλλά πολύ ατμοσφαιρική πλατεία που αρκεί ένας μεγάλος πλάτανος για να της δώσει σκιά.
Κατεβαίνοντας τα σκαλιά στα αριστερά βρίσκεται η πέτρινη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ενώ στα δεξιά απλώνεται η μικρή πλατεία με τα μαγαζάκια γύρω γύρω, καφέ και ταβερνάκια. Σε ένα σημείο θα δείτε και την υπέροχη μαρμάρινη βρύση δώρο Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Συνεχίζουμε τη διαδρομή μας περνώντας από τον Άγιο Γεώργιο Νηλείας όπου εδώ τα σπίτια είναι λες και κρέμονται στην απότομη πλαγιά του χωριού και η θέα όπως καταλαβαίνετε είναι συγκλονιστική.
Φθάνουμε στη Βυζίτσα όπου έχει ήδη μαζευτεί πολύς κόσμος έξω από τον Αγροτουριστικό Συνεταιρισμό Γυναικών «Εσπερίδες». Ακριβώς από πίσω, μέσα σε ένα χώρο τα τραπέζια έχουν γεμίσει με λογιών λογιών μηλόπιτες από τη Βυζίτσα και τα γύρω χωριά, οι οποίες περιμένουν να διαγωνιστούν και η μυρωδιά από τα μήλα, τη ζάχαρη και την κανέλα σου φέρνει μια γλυκιά ζαλάδα και θέλεις να φας λίγο από όλες. Ανεβαίνουμε και στη μεγάλη πλατεία που έχει φυσικά και αυτή υπέροχη θέα σε χωριό και θάλασσα. Με το πρώτο βήμα, μας καλωσορίζει η μυρωδιά από την ψησταριά της ταβέρνας, ένα κοκορέτσι είναι σχεδόν έτοιμο, δίπλα του σιγοψήνεται ένα χοιρινό κοντοσούβλι και παραδίπλα ένα μοσχαρίσιο. Αντιστεκόμαστε, με μεγάλη δυσκολία θα έλεγα, και καθόμαστε σε ένα μικρό καφέ για έναν παραδοσιακό διπλό ελληνικό. Απολαμβάνουμε τη θέα και συζητάμε για το πόσο γρήγορα η περιοχή επούλωσε τις πληγές της μετά την πλημμύρα, πώς οι ντόπιοι με προσωπική δουλειά, μάζεψαν τον τόπο τους και είναι έτοιμοι για να φιλοξενήσουν τον κόσμο όπως πριν. Έχει πάει όμως ήδη μεσημέρι και στις Μηλιές μας περιμένει τραπέζι.
Οι Μηλιές απέχουν ελάχιστα από τη Βυζίτσα και σε πέντε λεπτά έχουμε ήδη μπει στην εκκλησία των Παμμέγιστων Ταξιαρχών με την εξαιρετική ακουστική. Ένας ηλικιωμένος κύριος κάθεται αριστερά στον προθάλαμο του ναού και δίνει στον κόσμο όλες τις πληροφορίες, όπως ότι έχει κτιστεί πριν το 1741 και είναι τρίκλιτη Βασιλική με 12 κρυφούς τρούλους και χωρίς καμπαναριό, ώστε να μην παραπέμπει σε ναό λόγω των Οθωμανών. Η αγιογράφηση έχει γίνει από Αγιορείτη μοναχό ο οποίος χρειάστηκε 33 χρόνια για να την ολοκληρώσει και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, από ξύλο φλαμουριάς, είναι επιχρυσωμένο και σμιλεμένο από Ηπειρώτες τεχνίτες. Αυτό όμως που κάνει το ναό ξεχωριστό είναι η μοναδική ακουστική του η οποία οφείλεται σε 48 ανάποδα πιθάρια στους τρούλους καθώς και σε ένα πηγάδι στο κέντρο του ναού. Μάλιστα, το 2000, διοργανώθηκε και φεστιβάλ Μπαχ με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού. Αφήνουμε την εκκλησία και πάμε παραδίπλα, στην ταβέρνα «Συμπόσιο» για γίδα βραστή, χοιρινό πρασοσέλινο και ζουμερά μπιφτεκάκια με κόκκινη σάλτσα, ό,τι έπρεπε για μια κρύα μέρα.
Στο δρόμο της επιστροφής σκεφτόμουν ότι τίποτα δεν θυμίζει τις εικόνες του Σεπτέμβρη, παρά μόνο κάνα δυο σημεία, όπου ο δρόμος στενεύει αλλά εξυπηρετεί κανονικότατα ακόμα και τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ.
Διαβάστε ακόμα:
Κεντρικό Πήλιο: Χωριά που μαγεύουν τους επισκέπτες τους όλο τον χρόνο
3 γραφικά χωριά του Πηλίου για τον Νοέμβριο – Απόδραση σε τρεις εμβληματικούς οικισμούς της Ελλάδας
10 γευστικές στάσεις στο Κεντρικό Πήλιο: Πού θα δοκιμάσετε τα ξεχωριστά πιάτα της τοπικής κουζίνας