Τα γεύματα στα αεροπορικά ταξίδια δε χρειάστηκαν την πανδημία του κορωνοϊού για να περάσουν σε μία εποχή που όλα είναι τυλιγμένο σε πλαστικό και προμαγειρεμένα. Όλα αυτά είναι μια πραγματικότητα εδώ και πολλά χρόνια.
Σε πολύωρες διεθνείς πτήσεις η ερώτηση της αεροσυνοδού αν ο επιβάτης προτιμά «κοτόπουλο ή ψάρι» παίρνει συχνά μια αδιάφορη απάντηση. Και αυτό γιατί σε κάθε περίπτωση ο επιβάτης θα πάρει ένα μικρό γεύμα τυλιγμένο σε πλαστική συσκευασία. Μία θλιβερή σαλάτα, μια πιτούλα, συνήθως σκληρή και άγευστη, ένα απογοητευτικό κυρίως γεύμα που θα μπορούσε να είναι και κοτόπουλο και ψάρι. Το επιδόρπιο συνήθως συμπληρώνει την εμπειρία. Για τα γεύματα σε εγχώριες πτήσεις δεν αξίζει καν να γίνει κουβέντα.
Και όμως, υπήρξε εποχή που ο κόσμος των πτήσεων της πολυτέλειας που είδαμε στη σειρά Mad Men ήταν μία πραγματικότητα -έστω και πιο περιορισμένη- ακόμη και για τους επιβάτες της οικονομικής θέσης. Τότε που το γεύμα στο αεροπλάνο αποτελούσε βασικό κομμάτι της αεροπορικής εμπειρίας.
Φανταστείτε να σας ρωτούν αν προτιμάτε το χαβιάρι Μπελούγκα ή καπνιστό Σολομό Σκωτίας για ορεκτικό. Ή ίσως Tournedos Rossini (έναν θρυλικό συνδυασμό φιλέ μινιόν, φουά γκρα και μαύρης τρούφας). Και μήπως θα θέλατε μετά το γεύμα κάποιο πούρο ή τσιγάρα πολυτελείας;
Τη χρυσή εποχή των αεροπορικών πτήσεων, το φαγητό στο αεροπλάνο ήταν σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο σε σχέση με σήμερα. Ακόμα και στην οικονομική θέση.
Η Αν Σουίνι μπορεί να τα επιβεβαιώσει όλα αυτά. Εργάστηκε ως αεροσυνοδός στην Pan Am, την εταιρεία σύμβολο της εποχής της, από το 1964 έως το 1975. «Όλες οι πτήσεις της Pan Am ήταν διεθνείς. Η Pan Am ταξίδευε σε όλες τις ηπείρους πλην της Ανταρκτικής. Αγάπησα το Μαρόκο. Άλλοι αγαπημένοι προορισμοί ήταν το Λονδίνο, ήταν η βάση μου για έξι χρόνια, η Βηρυτός, η Ταϊτή, το Παρίσι, η Μπανγκόκ, το Χονγκ Κονγκ, η άλλη μου βάση», λέει στο CNN.
Από τις διηγήσεις τις Σουίνι και άλλων αεροσυνοδών και πιλότων της εποχής γίνεται σαφές το πόσο βασικό κομμάτι της αεροπορικής εμπειρίας ήταν το φαγητό. Και απαιτόυσε πραγματικές μαγειρικές δεξιότητες «Περίπου το 70% της εκπαίδευσης μας, η οποία διαρκούσε 5 εβδομάδες, είχε να κάνει με το φαγητό και το service. Δεν βγάζαμε απλά ένα προμαγειρεμένο γεύμα από ένα ντουλάπι. Όποια είχε αναλάβει την κουζίνα για την πρώτη θέση έπρεπε να μαγειρέψει ατομικά ορεκτικά και γεύματα, όπως ροσμπίφ. Επίσης, ετοιμάζαμε αυγά για το πρωινό. Μία από τις χειρότερες δουλειές που μπορούσαν να σου τύχουν ήταν να πρέπει να φτιάχνεις ομελέτες ενώ ήσουν στην οικονομική θέση».
Όπως είναι λογικό, όσοι ταξίδευαν στην business ή στην πρώτη θέση είχαν τη δυνατότητα να γευτούν ακόμα καλύτερες γαστριμαργικές δημιουργίες, πολλές φορές το catering ήταν δουλειά θρυλικών εστιατορίων. Όμως ακόμα και τα γεύματα της οικονομικής θέσης κάνουν τους σημερινούς επιβάτες να ζηλέψουν. Η Σουίνι θυμάται πως έχει σερβίρει περίπου 120 φορές σε ένα γεμάτο Boeing 707 ορεκτικά με λαχανικά και κρέας και ένα κυρίως πιάτο που μπορούσε να είναι φιλετάκια στρογκάνοφ, μοσχάρι μπουργκινιόν ή σολομός.
Η Σουίνι ταξίδεψε και με τις ειδικές πτήσεις που διοργάνωσε η Pan Am για την αμερικανική κυβέρνηση και τα στρατεύματα που υπηρετούσαν στο Βιετνάμ. Εκεί το γεύμα ήταν πάντα μπριζόλα, πατάτες, λαχανικά, παγωτό. Δεν ήταν το ίδιο αριστοκρατικό, αλλά ήταν νόστιμο και σίγουρα εκτιμούνταν από τους επιβάτες.
Άλλα πιάτα που σέρβιραν στο παρελθόν μεγάλες αεροπορικές εταιρείες δε θα φαίνονταν παράταιρα σήμερα στο μενού ενός εστιατορίου επιπέδου αστεριού Michelin. Η αυστραλιανή εταιρεία Qantas που γιόρτασε τα 100 της χρόνια πέρυσι, παρουσίασε σε μία ειδική έκδοση όλα τα μενού της από τη δεκαετία του 1930 έως σήμερα. Σε αυτήν περιλαμβάνονται συνταγές με φιλέτα, πέστροφα και επιδόρπια από επώνυμα ζαχαροπλαστεία.
«Την δεκαετία του 1950 και του 1960 τα διεθνή αεροπορικά ταξίδια ήταν ακριβά και αυτό αντικατοπτρίζεται και στα αεροπορικά μενού. Πολλά περίτεχνα γεύματα περιγράφονται στα γαλλικά», λέει ο Ντέιβιντ Κρότι, επιμελητής της έκθεσης Qantas Heritage Collection. Tη δεκαετία του 1970 τα πράγματα έγιναν πιο χαλαρά. Οι πτήσεις έγιναν πιο προσιτές σε όλους με τον ερχομό του Boeing 747. Το να ταξιδέψεις από το Λονδίνο στο Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας με την Qantas σήμαινε στάσεις σε Ρώμη, Βομβάη, Χονγκ Κονγκ και Μελβούρνη, με μία εκπληκτική ποικιλία φαγητού και ποτού να σερβίρονται κατά τη διάρκεια της διαδρομής.
Το «Φουα γκρα Αλσατίας πάνω σε κρούστα ζύμης μαζί με κομμάτια πάπιας» μπορεί να ακούγεται ελκυστικό, ίσως και υπερβολικό. Πάντως, ήταν μόνο ένα από τα τέσσερα ορεκτικά που σερβίρονταν μόνο στο ένα σκέλος της πτήσης. Τα ορεκτικά , σύμφωνα με τον κατάλογο, θα μπορούσαν να είναι «στήθος φασιανού μέσα σε sour cream» ή «μοσχαρίσια παϊδάκια με γλώσσα βοδινού και αμύγδαλα». Και η αυστραλιανή εταιρεία δεν ήταν η μόνη που έδινε γκουρμέ διάσταση στο αεροπορικό ταξίδι.
Τη δεκαετία του 1960 η Alaska Airlines καθιέρωσε την υπηρεσία «Χρυσό Σαμοβάρι» προκειμένου να τιμήσει «τη ρωσική κληρονομιά της Αλάσκας». Αυτό σήμαινε πως τον επιβάτη στο ταξίδι υποδέχονταν αεροσυνοδοί με ανάλογη ενδυμασία. Όσο οι αεροσυνοδοί σέρβιραν τα ποτά από το σαμοβάρι ακούγονταν ρώσικη μπαλαλάικα. Το ποτό που σερβίρονταν ήταν το Χρυσή Τρόικα του Μπολσόι, ένας συνδυασμός καφέ, βότκας και λικέρ. Φυσικά, ένα ρώσικο μενού θα περιελάμβανε χαβιάρι, όπως και μοσχάρι Ορλόφ και άλλα γευστικά πιάτα. Η υπηρεσία υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής και συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια.
Kαι η American Airlines προσέφερε απολαυστικά γεύματα. Το Μενού Royal Coachman περιελάμβανε μοσχάρι, σοταρισμένα στήθη κοτόπουλου, τάρτα φρούτων και φυσικά καφέ.
Ενώ η Singapore Airlines πέρα από το προφανώς ροσμπίφ και την ποικιλία ορεκτικών καθιέρωσε για τους επιβάτες της πρώτης θέσης ένα «συμπόσιο στους αιθέρες». Εκεί οι επιλογές για το κυρίως πιάτο περιελάμβαναν καραβίδες ή μοσχάρι Ουέλινγκτον με σάλτσα από κρασί Μαδέιρα και μαύρη τρούφα. Και σαν ποτό άφθονη Αγκοστούρα. Όσοι ταξίδευαν από το Λος Άντζελες στο Τόκιο και από εκεί στη Σιγκαπούρη μπορούσαν να απολαύσουν αστακό ή φιλέτο μοσχαριού.
Η Σουίνι, η πρώην αεροσυνοδός της Pan Am, εστιάζει στη μεγάλη ποικιλία που υπήρχε. Υπήρχαν χορτοφαγικά γεύματα για Ινδούς επιβάτες, χωρίς αλάτι για διαβητικούς, κοσέρ.
Κάτι που σίγουρα δεν της λείπει καθόλου ήταν το κάπνισμα μέσα στο αεροπλάνο. «Εγώ δεν κάπνιζα ποτέ, όμως όπως και άλλες γυναίκες που συμμετείχαν σε μία έρευνα της ιατρικής σχολής τους Νταρτμουθ, είχα συνέπειες στην υγεία μου ως παθητική καπνίστρια. Άλλωστε πολλές εταιρείες προσέφεραν πακέτα τσιγάρων ή πούρα για τους επιβάτες της πρώτης θέσης. Τα μέλη του πληρώματος συνήθιζαν μετά το ταξίδι να καπνίζουν τα τσιγάρα που περίσσεψαν ή να τα χρησιμοποιούν ως φιλοδωρήματα στα ξενοδοχεία που μέναμε» θυμάται η Σούινι.
Ένας άλλος κόσμος που υπό συνθήκες πανδημίας (και όλο και μεγαλύτερου περιορισμού του καπνίσματος) μοιάζει σχεδόν αδύνατον να επιστρέψει.