Φεύγοντας μετά από ένα μήνα παραμονής στο νησί κατάλαβα ότι δεν θέλω να ζήσω ξανά την τρέλα του φετινού καλοκαιριού αλλά μόνο κάποιες ηδονικές βουτιές
Μπήκα στο καράβι της επιστροφής από Μύκονο την Δευτέρα 2 Αυγούστου του σωτήριου έτους 2021, ανακουφισμένος που σε τρεις ώρες θα κατέβαινα σε έναν Πειραιά που «έβραζε» από τον καύσωνα.
Ένας φίλος μου έλεγε να κάτσω δυο μέρες ακόμη, να μην γυρίσω στην Αθήνα των 46 βαθμών Κελσίου αλλά εγώ όπου φύγει-φύγει.
Ναι, ήμουν ανακουφισμένος που έφευγα από ένα νησί στο οποίο οι ρυθμοί πλέον είναι εξοντωτικοί, όλοι όσοι εργάζονται τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ και γενικώς κυριάρχησε φέτος η λέξη «τρέλα».
Για να εξηγούμαστε, λατρεύω τη Μύκονο και ενίοτε λατρεύω και την τρέλα· πηγαίνω στο νησί από τότε που ήμουν μαθητής στο Λύκειο, αλλά φέτος η κατάσταση ήταν απερίγραπτη σε ό,τι κι αν ήθελες να κάνεις, ξεκινώντας από το κυκλοφοριακό.
Με δρόμους-για τους οποίους δεν φημίζεται- που καθημερινά είχαν ουρές χιλιομέτρων και οι περιφερειακοί θύμιζαν Ποσειδώνος φρακαρισμένη Σάββατο βράδυ, με τα αυτοκίνητα να πηγαίνουν σημειωτόν σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Κάτι μάλλον λογικό από την στιγμή που πάνω σε αυτό τον ξερό βράχο του Αιγαίου υπήρχαν 160.000 τουρίστες και περίπου 50.000 εργαζόμενοι που καθημερινά έπρεπε να μετακινηθούν.
Κάποια στιγμή «έπιασα» τον εαυτό μου να μετράει βαν, μπλοκαρισμένος στο roundabaout του περιφερειακού για μισή ώρα και σταμάτησα στα εβδομήντα.
Ήταν μια τρελή σεζόν η φετινή για τους Μυκονιάτες που είδαν το νησί να «βουλιάζει» από τις αρχές Ιουλίου όταν στα διάσημα sea side beach restaurants, δεν είχες καμία τύχη χωρίς κράτηση.
Ήταν τέτοιος ο όγκος της δουλειάς που οι υπεύθυνοι σε κάποια από αυτά δεν προλάβαιναν να απαντούν σε εκατοντάδες email που δέχονταν από το εξωτερικό για κρατήσεις.
Οι τρελοί ρυθμοί σε παίρνανε μαζί τους, είτε είχες πάει για δουλειά όπως εγώ, είτε για διακοπές όπως οι χιλιάδες αφιονισμένοι στην πλειοψηφία τους επισκέπτες νησί.
Ένα νησί που δεν είναι πια για τους Έλληνες, οι οποίοι επέδραμαν μόνο το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος όταν «αναστέναξαν» τα σουβλατζίδικα που προσφέρουν το πιο φθηνό φαγητό που μπορεί κανείς να απολαύσει στην Μύκονο.
Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι εγχώριοι celebrities -o Θεός να τους κάνει- που περιέφεραν τους εαυτούς τους στα Ματογιάννια μπας και τους βγάλουν καμιά φωτογραφία.
Είδα κάποιες από τις ωραιότερες γυναίκες που έχω αντικρύσει να κυκλοφορούν με την περίφημη τσάντα του οίκου Dior που ξεπούλησε, Άραβες να παρτάρουν χωρίς αύριο και τις πανάκριβες Clase Azul τεκίλες να ανοίγονται σαν να ήταν νεράκι του Θεού.
Στη Μύκονο βλέπεις πλέον τα πάντα, ακούς για λογαριασμούς χιλιάδων ευρώ και δεν απορείς, ενώ πολλά διάσημα στέκια «δίπλωναν» και «τρίπλωναν» τραπέζια.
Οι τζίροι; Τρελοί και συζητιούνται πολύ αυτές τις μέρες που η σεζόν αρχίζει να οδεύει προς το τέλος της και οι ρυθμοί έχουν πέσει αισθητά.
Μέχρι τις 10 Οκτώβρη οι πιο πολλές παραλίες θα κλείσουν, η Μύκονος θα βυθιστεί στη ραστώνη και τα Ματογιάννια θα ερημώσουν από τις ορδές των τουριστών.
Λόγω δουλειάς πήγα σε όλα τα μεγάλα και διάσημα παραλιακά στέκια, που έσφυζαν από κόσμο διψασμένο για ξέφρενη διασκέδαση και πάρτι μέχρι το άλλο πρωί.
Όμως οι δύο πιο χαλαρές βουτιές που έκανα ήταν η πρώτη στην Κάπαρη, μια ανοργάνωτη παραλία που πάνε συνήθως οι εργαζόμενοι και η δεύτερη στον Φωκό μια μέρα με λαδιά.
Δεν είχε πολύ κόσμο, ούτε ξαπλώστρες, ούτε ομπρέλες, ούτε μουσικές να βαράνε στα αυτιά σου. Με πήρε εύκολα ο ύπνος μετά την τρίτη βουτιά.
Όταν ξύπνησα ήμουν μόνο εγώ, η πετσέτα μου στην άμμο, και ο ήλιος που λαμπύριζε στα κρυστάλλινα νερά αργά το απόγευμα θυμίζοντάς μου ότι ζούμε στην πιο ωραία χώρα του κόσμου.