Τυχαίνει να βγαίνουν στους δρόμους σε μια εντυπωσιακή παρέλαση την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα, αλλά, με κανέναν τρόπο, δεν είναι καρναβάλι.
Οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες ή αλλιώς το παράστημα, η λεβεντιά, η ανδρεία, η τιμή, η πίστη, η αποστολή, οι αξίες, οι ευχές, η παράδοση, ο σεβασμός, η συντροφικότητα, το ξεφάντωμα, είναι δρώμενο που εκτυλίσσεται αθέατο ολοχρονίς μέσα στα σπίτια και στις ψυχές των ανθρώπων που μοιράζονται κοινή πολιτισμική ταυτότητα, μια ιστορία που τη λένε ψιθυριστά, εν πολλοίς, από μέσα τους.
Είναι μια αυθεντική έκρηξη παραδοσιακών αξιών που επέκεινα της γραφικότητας, διαγράφεται μια επίκαιρη κοσμοθεώρηση, ικανή να εμπνεύσει και το μέλλον. Οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες της Νάουσας δεν φορούν μάσκα, αλλά «πρόσωπο», έχουν πρόσωπο και προσωπικότητα, που αρκεί να το αντικρύσεις μια φορά, για να μην το ξεχάσεις ποτέ.
Η δράση κυλά και χτυπά ρυθμικά και με ένταση στις αρτηρίες της πόλης, ως αυθεντική έκφραση των μύχιων της, μια έκρηξη της καθαρής ζωής της, σαν τα κρυστάλλινα νερά της Αράπιτσας ή το χιόνι στην κορυφή Τρία Πέντε Πηγάδια του Βερμίου ή το Ξινόμαυρο κρασί, που σε κάνει να αναδακρυώνεις. Τόσο βαθιά αγγίζουν την ψυχή σου η σπαρακτική κραυγή του ζουρνά και ο τόσο πειστικός ο αποχαιρετισμός του Γιανίτσαρου στους δικούς του, που θαρρείς ότι, όντως, το κορδελάκι που ανεμίζει δεμένο στο μεσαίο δάκτυλο, είναι σύμβολο τιμημένου θανάτου για υψηλά ιδανικά, όπως η ελευθερία της πατρίδας, και όχι, απλώς, ένα «αξεσουάρ» για τον λεβέντικο χορό με τις πάλες έξω από τη θήκη στην πλατεία του Δημαρχείου, κάτω από το χαρακτηριστικό ρολόι.
Ανυποψίαστος για όλα αυτά, έπιασα το «μάσιμο» του πιο μεγάλου μπουλουκιού από την αρχή του. Κατέβαινα από την επικράτεια της Αράπιτσας, το πάρκο του Αγίου Νικολάου, προς το κέντρο της πόλης, για να πάω στο κονάκι που θα έντυναν τον Γιανίτσαρο. Όμως οι πραγματικοί Γιανίτσαροι είχαν ήδη ασημοστολιστεί και είχαν φορέσει τον περίτεχνο «πρόσωπο» από πολύ νωρίς, αξημέρωτα. Τους έντυσε με μεγάλη υπομονή και επιμονή ο μύστης, ένας παλαίμαχος Γιανίτσαρος, και περιμένουν να περάσει ο αρχηγός για να τους καλέσει να ενταχθούν στο μπουλούκι του. Πράγματι άκουσα την παρακλητική μουσική του ζουρνά που έπαιζε ο Βαγγέλης Ψαθάς, μια ολόκληρη μελωδική ιστορία η οικογένειά του, και τον προσκλητικό ήχο του νταουλιού.
Ο αρχηγός είχε μαζέψει ήδη δυο Γιανίτσαρους και οι τρεις μαζί, κρατημένοι χέρι-χέρι, προσκαλούσαν τινάζοντας τα ασημοφορτωμένα στήθη τους και κάνοντας τα χαρακτηριστικά επιτόπια πηδήματα εν ήδη χαιρετισμού, τον τέταρτο, που είχε ήδη εμφανιστεί στο μπαλκόνι, να σπεύσει. Ο νέος Γιανίτσαρος έπαιρνε το δυναμικό μήνυμα, κατέβαινε, έκανε τον σταυρό του, αποχαιρετούσε τους γονείς του και έφευγε μαζί με το μπουλούκι που άρχισε να σχηματίζεται. Υποτίθεται ότι έφευγε για πόλεμο και το κορδελάκι που ανέμιζε δεμένο στο χέρι του μπορεί να ήταν και για θάνατο. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε τα κεράσματα να βγουν, οι καθιερωμένοι «βόρειοι» ντολμάδες και τα ποτηράκια του τσίπουρου.
Το «μάσιμο» είναι ταυτοχρόνως και τελετή μύησης. Στο μπουλούκι προστίθενται συνεχώς και μικροί, δόκιμοι, Γιανίτσαροι, και μπαίνουν μπροστά. Δεν φορούν από την αρχή «πρόσωπο» και έχουν ακάλυπτο το κεφάλι τους. Έχουν, όμως, όλα τα άλλα εξαρτήματα και τα φυσικά του ώριμου Γιανίτσαρου, την στολή, τα ασημικά, την πάλα, και βέβαια περίσσιο ενθουσιασμό και υπερηφάνια.
Έτσι, από σπίτι σε σπίτι το μπουλούκι μεγάλωνε, και όταν μεγαλόπρεπα εμφανίστηκε στην πλατεία του Δημαρχείου, είχε φτάσει τους σαράντα και τους πενήντα νοματέους. Ο αρχηγός τους ανεβαίνει και ζητά από τον Δήμαρχο την άδεια να βγάλουν τις πάλες από τις θήκες και να χορέψουν με γυμνά σπαθιά έναν απίθανο χορό. Όταν την πάρει εμφανίζεται μαζί με τον Δήμαρχο στο παράθυρο και δίνει το σύνθημα.
Παίζοντας πατινάδες και χορεύοντας οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες ακολουθούν συγκεκριμένες διαδρομές μέσα στη Νάουσα, μέχρι τη γειτονιά που μπορούν να βγάλουν τον «πρόσωπο», τη χαρακτηριστική μάσκα, και να δείξουν το πρόσωπό τους. Την επομένη, την Καθαρά Δευτέρα, θα βγουν πάλι στους δρόμους, αλλά χωρίς «πρόσωπο». Μέσα στα πέντε μπουλούκια που μαζεύονται σε όλη τη Νάουσα, υπάρχουν και δυο-τρεις Μπούλες, άνδρες με εντυπωσιακή γυναικεία στολή, οι μόνοι που βάζουν μετάνοιες και παίρνουν φιλοδωρήματα, ενώ οι Γιανίτσαροι δεν προσκυνούν ποτέ, μόνο γέρνουν το σώμα προς τα πίσω.
Η ήσυχη ψυχή της πόλης γυρίζει στη θέση της. Οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες, το συλλογικό δρώμενο με τις διονυσιακές και ιστορικές καταβολές που συγκλονίζει την πόλη, έπαψαν μετά την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής να κάνουν πατινάδες, να χτυπούν τις πάλες και να χορεύουν στα τρίστρατα με ή χωρίς «πρόσωπο». Ο πρόσωπος, το ζωνάρι ταράμπουλο, τα βαριά _ περίπου 25 κιλά _ ασημικά, το «γκιουρντάνι», η καρφίτσα, τα ασήμια της φουστανέλας θα μπουν στο πατρογονικό σεντούκι και θα βγουν του χρόνου την Αποκριά. Ο ζουρνάς του Βαγγέλη Ψαθά του νεότερου _ που συνοδεύει μπουλούκια από 12 χρόνων _ δεν λαλεί τον λυπητερό σκοπό για το «μάσιμο» των Γιανίτσαρων ή την παραλλαγή του Θούριου του Ρήγα που χορεύουν όταν φεύγουν από την πλατεία του Δημαρχείου, αλλά τραγούδια του τελετουργικού της παρέας που κάπου συναντώνται με την πιο δυναμική μουσική των χάλκινων πνευστών, κοινή φωνή όλων των Βαλκανίων.
Μια γλυκιά ηρεμία απλώνεται επάνω από τις παλαιές γειτονιές της πόλης και τις μικρές πλατείες με τις βρύσες με πηγαίο νερό και τάσι για να πίνουν οι επισκέπτες και τους γύρω λόφους όπου τα πρώτα δειλά φυλλαράκια κάνουν την εμφάνισή τους στα γυμνά κλαδιά. Ο χυμός των σταφυλιών, και ειδικά του περίφημου Ξινόμαυρου της Νάουσας, αναπαύεται στα βαρέλια για να πάρει δύναμη και να γίνει, όταν σε τρία-πέντε χρόνια ενηλικιωθεί, το κρασί με το σφριγηλό σώμα που δίνει τη γεύση του στην πόλη και ταιριάζει όσο κανένα με τα παραδοσιακά φαγητά της, τη στάμνα, τη μελιτζανόπιτα, τη μάντζα, καθώς και το σκληρό και αλμυρό τυρί μπάτσο.
Φαντάζουν διαφορετικά, αλλά, κατά βάθος, οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες καθαγιάζουν με το πνεύμα τους όλες τις εκφάνσεις της ζωής και του τοπίου της Νάουσας, ακόμη και όταν έχουν τις στολές τους καταχωνιασμένες στο βάθος του παλιού σεντουκιού.
Ο Νίκος Γ. Μαστροπαύλος είναι δημοσιογράφος, δημιουργός της eudemonia.gr, ιστοσελίδας αφιερωμένης στον πολιτισμό των καθημερινών απολαύσεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Διαβάστε ακόμα:
Απόκριες και Καθαρά Δευτέρα στη Νάξο -Τα παραδοσιακά πιάτα και τα έθιμα
Ο Γέρος, η Κορέλα, ο Φράγκος: Oι Απόκριες στην Σκύρο είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία