Μπορεί ένα τόσο δα ψαράκι, που Κύριος οίδε πως βρέθηκε να κολυμπά στο αδιάκοπο γαλάζιο ή το χρυσοπόρφυρο, αναλόγως τη θέση του ήλιου, να χαρακτηρίζει μια απέραντη ακτογραμμή που σφύζει από ζωή και ομορφιά; Βεβαίως, εν πολλοίς, η καταγραφή των ταξιδιωτικών αναμνήσεων στο είναι μας, είναι προσωπική υπόθεση, αλλά για εμάς, το στρωμένο επάνω στο γρασίδι τραπεζάκι με τσίπουρο και τηγανιτή αθερίνα της Τριχωνίδας στο Ντογρί, με τα ταχύπλοα να σέρνουν τους επιδέξιους σκιέρ ανάμεσα στα «παράθυρα» των αιωνόβιων κορμών, είναι η πιο αντιπροσωπευτική εικόνα του πνεύματος του ταξιδιού στο Πέλαγος της Αιτωλίας.
Η Τριχωνίδα δίνει, όντως, την αίσθηση του πελάγους, και, φυσικά, πρώτοι την είχαν οι ίδιοι οι αυτόχθονες, από εκείνους το ακούσαμε, καθώς έλεγαν «κινώ για το Πέλαγος». Κι όχι απλώς δίνει την αίσθηση της πλατιάς θάλασσας, αλλά και των μυστηρίων των σκοτεινών νερών και της γοητείας της ακτογραμμής, που, επί πλέον, εδώ είναι και κατάφυτη με πορτοκαλεώνες και άλση πλατανιών που φθάνουν μέχρι τα γλυκά νερά. Ένα από τα μυστήρια του Πελάγους – το πιο μικρό ίσως – είναι τα θυρίγγια, όπως τα αποκαλούν οι ιθαγενείς, η αθερίνα της Τριχωνίδας όπως την ξέραμε πριν πάμε εκεί. Αλλά, ας πιάσουμε το τοπίο και τα μυστικά της λίμνης από την αρχή.
«(…) Και από τους βράχους της Κλεισούρας, κάστρα σαν κυκλώπεια / πέρασα στα νερόχαρα του Αλάμπεη τα γιοφύρια (…)», ανάμεσα στις λίμνες Λυσιμαχία και Τριχωνίδα, τραγουδά ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημά του «Βραχώρι», τίτλος ο οποίος παραπέμπει στην παλαιά ονομασία του Αγρινίου. Εντυπωσιακή εισαγωγή, όντως, στον παραλίμνιο δρόμο που λες και σε κάθε στροφή του αποκαλύπτει και μια πτυχή του πολιτισμού της Τριχωνίδας και της γοητείας του Πελάγους στην αγκαλιά του Παναιτωλικού, του Αράκυνθου και των άλλων ψηλών βουνών.
Την ανάσα της λίμνης τη νιώσαμε αισθαντική και μυρωμένη από την πρώτη φορά που την πλησιάσαμε και πιάσαμε την αρχή του δρόμου που διατρέχει την ακρολιμνιά, από το Παναιτώλιο. Τα τοπία, αν και απολύτως φυσιοκρατικά, προσομοιάζουν με το έργο τέχνης. Γίνονται προσωπικά τοπία, καθώς λειτουργούν επάνω σου μέσα από τη δική σου ματιά και ιδεολογική σκευή. Πόσο μάλλον αν πρόκειται για γενέθλια τοπία, όπως αυτά που ανέλαβε να μας μυήσει ο ζωγράφος Απόστολος Χαντζαράς που μεγάλωσε στην επόμενη πολίχνη, το Καινούργιο. Σε ένα σημείωμα που μας ενεχυρίασε, τότε, κάτω από τον τίτλο «Η θάλασσά μας», έγραφε μεταξύ των άλλων: «Οι καλαμιές, τα πουλιά, οι γεροπλάτανοι, θεατές στο θεατρικό που στήθηκε. Γιατί η σκηνή υπάρχει εκεί μέσα, βυθισμένη, ξέχωρη από τον επάνω κόσμο. Με πρωταγωνιστές ψάρια, νερόφιδα, την πολιτεία, το τέρας, που μόνο οι ψαράδες είδαν σε ξάστερο ουρανό. Η συμφωνία έκλεισε. Αυτά να μας λένε τα μυστικά τους και εμείς να τα κρατάμε…».
Ο τόπος γεννά καλλιτέχνες. Ο σπουδαίος γλύπτης Χρήστος Καπράλος ήταν από το Παναιτώλιο. Και τώρα, τη τρίτη φορά που προσεγγίζαμε τη λίμνη, οδεύουμε για το σπίτι και εργαστήριο του γλύπτη Βασίλη Παπασάικα, που ζει τον περισσότερο χρόνο του και δημιουργεί στο Καινούργιο. Γεμίζει η ματιά μας από τις εικόνες της λίμνης κάτω, αλλά και από το φιλόξενο τραπέζι που στρώθηκε, απέριττος ύμνος στη γεύση της εντοπιότητας, που συμπυκνώνεται στο λουκάνικο.
Αυτή η χαρακτηριστική γεύση φαίνεται αμέσως στην βιτρίνα του Καινούργιου, στον κεντρικό δρόμο με τα πολλά κρεοπωλεία, όπου στεγνώνουν πολλά μέτρα λουκάνικα. Ένας από τους μαΐστορες αυτής της τέχνης, ο Βαγγέλης Κατσούπης, μας εκμυστηρεύεται τα μυστικά της. Αποβραδίς κόβουν το χοιρινό κρέας με αρκετό λίπος κιμά και το βάζουν στη σκάφη μαζί με μπόλικο κόκκινο κρασί που το «πίνει» όλο. Καρυκεύουν με μαύρο πιπέρι, αρωματίζουν με πορτοκάλι και εμπλουτίζουν τη γεύση με πράσο. Την επομένη γεμίζουν τα έντερα και τα κρεμούν για να στεγνώσουν.
Τα λουκάνικα χρειάζονται κρασί και όταν παρασκευάζονται και όταν τρώγονται. Κι εδώ στο Καινούργιο βράζει στα βαρέλια στο κελάρι του Κτήματος Θεστία εξαιρετικό κόκκινο κρασί, και όχι μόνο, από αμπέλια που τρυγούν και ενσωματώνουν στα σταφύλια την αύρα της λίμνης, καθώς οι αμπελώνες επάνω στους μαλακούς λόφους στο Μετόχι, έχουν στραμμένο το πρόσωπό τους προς τα εκεί και το φλεγόμενο ηλιοβασίλεμα. Κάτω στο οινοποιείο με τα ελάφια να πλησιάζουν θαρρετά τους επισκέπτες, και ακόμη πιο κάτω, στο υπόγειο κελάρι, στα δρύινα βαρέλια, το Θεστία Merlot προπαρασκευάζεται δεκαέξι μήνες για να ταιριάξει με τα ψητά κρέατα, τις μεγάλες αγάπες, ιθαγενείς, αγάπες.
Βέβαια, το όνομα του κτήματος και του κρασιού, έρχονται από τα βάθη της αρχαίας ιστορίας στις όχθες της λίμνης. Από την πλατεία του Καινούργιου οδεύεις προς την ακρόπολη των Θεστιέων, όχι μόνο για να ψαύσεις τα κατάλοιπα της Ιστορίας, αλλά και για να απολαύσεις την υπέροχη θέα της Τριχωνίδας από την κορυφή του απότομου βράχου, όπου, τώρα, υπάρχει το μοναστήρι του Βλοχού, απίθανη βίγλα για τη θέα της ασάλευτης μέσα στην άχλη του μεσημεριού εικόνα της λίμνης.
Ο παραλίμνιος δρόμος, μετά το Καινούργιο, συναντά την Τραγάνα, την Παραβόλα, την Παντάνασσα, και φθάνει στο Ντουγρί, ένα από τα πλέον ειδυλλιακά διαμορφωμένα σημεία της όχθης, στην σκιά των αιωνόβιων πλατάνων. Ο δρόμος έχει και τα μυστικά του. Ένα κρυμμένο και ένα φανερό. Το φανερό είναι η απόδραση μετά την Παραβόλα προς Νερομάνα και Καλλιθέα μέχρι τον Προυσό της Ευρυτανίας και το μοναστήρι της σεβάσμιας Προυσιώτισσας, για συλλογή απίθανων ενσταντανέ της λίμνης αλλά και δυνατών ορεινών εικόνων με κορφές, ελατοδάση, γάργαρα νερά κάτω από το θόλο των ψηλών πλατάνων. Στη Νερομάνα τρεις καταρράκτες δίνουν στο χωριό τον ήχο και τη δροσιά του νερού που πέφτει από ψηλά. Το κωδικοποιημένο μυστικό βρίσκεται στο Θέρμο, μέσα στα ερείπια που του ιερού λίκνου των Αιτωλών όπου πλανάται μέσα στη σιωπή η ιδέα της Αιτωλικής Συμπολιτείας, της τελειότερης ίσως ομοσπονδίας πόλεων που δημιούργησαν οι Έλληνες τον 3ο αι. π.Χ., η οποία στηριζόταν στη δημοκρατία, στην ισονομία και στην ισοπολιτεία, θεμελιώδεις αρχές, πάντα επίκαιρες.
Στο Ντογρί, στο σιδερένιο τραπεζάκι επάνω στο περιποιημένο γρασίδι, συνδυάζονται το τσίπουρο με γλυκάνισο και τα τηγανιτά θυρίγγια, αυτός ο θαλασσινός επισκέπτης που με κάποιον ανεξήγητο τρόπο διακτινίστηκε, σε άγνωστη γεωλογική εποχή, από το πέλαγος του Ιονίου στο πέλαγος της Αιτωλίας και έμεινε και εγκλιματίστηκε στο γλυκό νερό, μόνο εδώ στην Τριχωνίδα, και έγινε η πλέον χαρακτηριστική γεύση της. Την αθερίνα την αλεύρωναν με δικό τους αλεύρι από τους νερόμυλους, τα περνούσαν δέκα-δέκα στο ριγανόξυλο και τα τηγάνιζαν έτσι μια αρμαθιά. Στη Μυρτιά είναι αραγμένο ακόμη το θαλασσινό τρεχαντήρι με το οποίο ψαρεύουν με πυροφάνι την αθερίνα. Και είναι αυτή μια από τις ξεχωριστές εικόνες της λίμνης, το λιόγερμα μέσα από το χρυσαφί «παράθυρο» των δένδρων ή το βράδυ με τις φωτεινές χαρακιές του πυροφανιού, να λικνίζονται στα ήρεμα νερά.
Είπαμε ότι συντροφεύαμε την τηγανιτή αθερίνα με τσίπουρο με γλυκάνισο, αλλά, εμάς, μας ξεσήκωνε η σκέψη ότι θα ήταν εξίσου, ίσως και περισσότερο το γηγενές λευκό κρασί Πέτρινο Χωριό που παράγει με πάθος η οικογένεια Παπαθανασόπουλου από σταφύλια Μαλαγουζιάς – η οποία έχει ιδιαίτερες σχέσεις με την Αιτωλοακαρνανία – και Sauvignon Blanc. Το κρασί αυτό, όπως και το κόκκινο από τις κοσμοπολίτικες ποικιλίες Merlot και Syrah, μας είχαν εντυπωθεί στο νου, μαζί με τις φανταστικές εικόνες του ηλιοβασιλέματος στη λίμνη, στο Πετροχώρι, σε ένα γεύμα με όλα τα γευστικά καλούδια της περιοχής, όπως γίδα βραστή, πίτες και πολλά άλλα. Και κάθε φορά που έφταναν στα χείλη μας αυτά τα κρασιά, έρχονταν στο νου μας η ατμόσφαιρα της Τριχωνίδας και οι εικόνες της αυθεντικής ζωής που κυλά στο Πετροχώρι.
Ο Νίκος Γ. Μαστροπαύλος είναι δημοσιογράφος, δημιουργός της eudemonia.gr, ιστοσελίδας αφιερωμένης στον πολιτισμό των καθημερινών απολαύσεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Διαβάστε ακόμα:
Λίμνη Βεγορίτιδα: Η αφετηρία μιας διαδρομής σε πανέμορφα χειμερινά τοπία
Η «λίμνη των Κύκνων» ζωντανεύει στην Έδεσσα
Aνάπτυξη ήπιων μορφών τουρισμού στη μεγαλύτερη και βαθύτερη λίμνη της Ελλάδας