Ξεκίνησαν το 2018, με έδρα το χωριό Καλέντζι των Ιωαννίνων και με μια φιλοσοφία που συνοψίζεται στο μότο «σχεδιάζουμε παγκόσμια, κατασκευάζουμε τοπικά». Έχουν ήδη να επιδείξουν αξιοθαύμαστη δράση, δημιουργώντας εργαλεία για μικρής κλίμακας αγρότες, κτηνοτρόφους και μελισσοκόμους, την τεχνολογία των οποίων (δηλαδή τα σχέδια και τη γνώση για την κατασκευή) διαμοιράζουν έπειτα ελεύθερα.
Επιδιώκοντας να μάθουμε περισσότερα, μιλήσαμε με τον συντονιστή της κοινότητας Αλέκο Πανταζή, ο οποίος μας εξήγησε ότι οι Τζουμέικερς προήλθαν αρχικά από τη δραστηριότητα της ερευνητικής κολεκτίβας P2P Lab (https://www.p2plab.gr/el/), που ασχολείται με την πολιτική οικονομία των ανοιχτών τεχνολογιών και των κοινών. «Για 2-3 χρόνια στέλναμε προτάσεις για τη χρηματοδότηση της δημιουργίας μιας τέτοιας κοινότητας, αλλά απορρίπτονταν», μας είπε. «Μέχρι που καταφέραμε και πήραμε χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Ιnterreg. Χάρη σε αυτό αγοράσαμε τον απαραίτητο εξοπλισμό ώστε να στηθεί το εργαστήρι των Τζουμέικερς. Ο Δήμος Βορείων Τζουμέρκων μας παραχώρησε έπειτα τον χώρο στο Καλέντζι, ενώ μας πληρώνει επίσης το ρεύμα και το ίντερνετ».
Η δράση των Τζουμέικερς είναι θεμελιωμένη σε ένα κράμα καινούριων και παλιών ιδεών. Ο Αλέκος μας θύμισε ότι κάποτε ήταν πολύ συνηθισμένο και στα ελληνικά χωριά «να χτίζουν όλοι μαζί το σπίτι ενός νεόνυμφου ζεύγους ή να αξιοποιούν συλλογικά τις χορτολιβαδικές εκτάσεις όπου έβοσκαν τα ζώα τους», στη βάση μιας νοοτροπίας διαφορετικής από αυτή που επικρατεί στις μέρες μας: ο φυσικός πόρος δεν διαχειριζόταν από το κράτος ή από κάποιον ιδιώτη, μα από την ίδια την κοινότητα.
Ο σύγχρονος κόσμος, πάλι, είχε να συνεισφέρει το παράδειγμα της γαλλικής κολεκτίβας L’ Atelier Paysan –που, ως παλιότερη, έπαιξε ρόλο προτύπου για την κοινότητα των Τζουμέικερς– αλλά και την εμπειρία των ψηφιακών κοινών, π.χ. της Wikipedia ή του λειτουργικού συστήματος Linux. Τα εγχειρήματα και τα αντίστοιχα προϊόντα τους, δηλαδή, δεν κατασκευάστηκαν για λογαριασμό κάποιας εταιρείας που κατέχει την πατέντα, αλλά από μια κοινότητα η οποία τα συνδημιούργησε, τα συνδιαχειρίζεται και τα διανέμει ελεύθερα. Και είναι σημαντικό ότι δεν μιλάμε για κάτι μειονοτικό, όπως τόνισε ο Αλέκος: «το 60% ή και παραπάνω των σημερινών δομών του ίντερνετ τρέχει πάνω σε ψηφιακά κοινά». Ωστόσο μας εξήγησε ότι η ιδέα συνένωσης των ψηφιακών και φυσικών κοινών παραμένει κάτι αρκετά καινούριο όσον αφορά το υπάρχον καθεστώς, γι’ αυτό και οι Τζουμέικερς δεν έχουν σαφή νομική μορφή.
Πώς αντέδρασε όμως η τοπική κοινωνία; Όπως μάθαμε, τα πράγματα είχαν δύο όψεις. Από τη μία «οι πληθυσμοί στα ορεινά το έχουν στο αίμα τους να μαστορέψουν, να φτιάξουν μια πατέντα με τη λαϊκή έννοια του όρου –διαφορετικά δεν επιβιώνεις κιόλας σε ένα τέτοιο περιβάλλον– και έτσι αμέσως κατάλαβαν το όραμα και την πρόταση του εργαστηρίου και συμμετείχαν ενεργά». Από την άλλη πρόκειται για κοινωνίες με κλειστό χαρακτήρα, οι οποίες, με το δίκιο τους, έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Έτσι, «ήρθαν κάποιοι άνθρωποι που στήριξαν την κοινότητα παθιασμένα και με συνέπεια, αλλά υπήρξαν και μικροανταγωνισμοί και ορισμένες κακές γλώσσες».
Οι Τζουμέικερς, πάντως, φρόντισαν να αλλάξουν εξαρχής τον τρόπο προσέγγισης στην υλοποίηση του προγράμματος. «Συνήθως η παρουσίαση των προγραμμάτων που λαμβάνουν ευρωπαϊκή χρηματοδότηση γίνεται σε πολυτελή ξενοδοχεία, με αναλόγως πολυτελή catering», είπε ο Αλέκος. «Εμείς, όμως, πήγαμε σε ένα τοπικό καταφύγιο, δώσαμε 200 ευρώ για να φτιάξει ο άνθρωπος εκεί τσάγια, τοπικές πίτες και καφέδες και δεν κάναμε στομφώδεις ανακοινώσεις. Έτσι, ο κόσμος που ήρθε εκεί βίωσε κάτι διαφορετικό». Το ξεκίνημα έγινε έπειτα με έναν πυρήνα περίπου 20 ατόμων, που πλέον έχει τριπλασιαστεί σε μέγεθος, με κόσμο να έρχεται στα εργαστήρια ακόμα και από την Πάτρα ή από την Καστοριά και με την ψηφιακή κοινότητα (Facebook γκρουπ) να αριθμεί 1.700 μέλη.
Ο απολογισμός των πρώτων 4 ετών είναι λίαν ενθαρρυντικός, αν συνυπολογίσουμε και τα σοβαρά εμπόδια που όρθωσε η τρέχουσα πανδημία. Οι Τζουμέικερς κατασκεύασαν και κατέγραψαν 13 εργαλεία (π.χ. σκαπτικό χειρός, μετακινούμενο κοτέτσι, ηλιακός ξηραντήρας) και είδαν ότι ως έναν βαθμό ανταποκρίθηκαν στις τοπικές ανάγκες: «δύο ή τρία φάνηκαν αρκετά χρήσιμα, κάποια άλλα όχι και τόσο. Έχουμε δρόμο ακόμα, οπωσδήποτε το όραμά μας είναι πολύ μεγαλύτερο», παραδέχεται ο Αλέκος. Το τελευταίο τους δημιούργημα, πάντως –ένα ανοξείδωτο τριβείο αρωματικών φυτών– βραβεύτηκε και διεθνώς μέσα στο 2021. Παράλληλα, πρόσφερε κι ένα γλαφυρό παράδειγμα για το πώς δουλεύουν στην πράξη από τη στιγμή που κάποιος τους απευθυνθεί, είτε μέσω της επίσημης ιστοσελίδας τους (www.tzoumakers.gr), είτε μέσω του γκρουπ που διατηρούν στο Facebook (https://www.facebook.com/groups/430246720759962).
Το μήνυμα για πρόταση κατασκευής ενός εργαλείου φτάνει λοιπόν στους τρεις υπεύθυνους του εργαστηρίου, από τους οποίους ο ένας πρέπει να προέρχεται από το P2P Lab. Αυτοί αναλαμβάνουν να ανακοινώσουν το αίτημα στην κοινότητα, ώστε να φανεί αν υπάρχει ενδιαφέρον από κάποιο μέλος που έχει την απαιτούμενη τεχνική δεξιότητα. Στην περίπτωση του τριβείου, ας πούμε, αποστολείς ήταν δύο παραγωγοί ρίγανης, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να επενδύσουν 12.000 ευρώ για να αγοράσουν ένα τέτοιο εργαλείο. Στη συνέχεια έγινε ανοιχτό κάλεσμα και στήθηκε μια ομάδα που άρχισε να συζητά για το θέμα μέσω ίντερνετ. Μετά τη συλλογή γνώσης και προτάσεων, προγραμματίστηκαν 2-3 συναντήσεις στο εργαστήρι, ώστε να αρχίσει ο σχεδιασμός, σε επαφή και με τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς. Ακολούθησε η παραγγελία των υλικών και η διαδικασία της κατασκευής, η οποία ήταν επίσης ανοιχτή και διήρκησε περίπου 3 μήνες.
Αλλά πώς εντάσσονται τέτοιου είδους εργαλεία και ιδέες στον όλο διάλογο των τελευταίων ετών γύρω από τη λεγόμενη «έξυπνη γεωργία»; Κατά τη γνώμη των Τζουμέικερς υπάρχει μεν βάση σε όσα ισχυρίζεται η τελευταία, όμως εάν δεν συμβαδίσει με μια κουλτούρα ανοικτότητας σαν κι αυτή που προτείνουν, τότε οι λύσεις έξυπνης γεωργίας δύσκολα θα καταφέρουν να μειώσουν την υποβάθμιση των εδαφών και θα δημιουργήσουν επιπλέον εξαρτήσεις των γεωργών: «η εστίαση γίνεται στο πώς θα βελτιωθεί το υπάρχον μοντέλο συμβατικής γεωργίας βιομηχανικής κλίμακας, το οποίο έχει όμως εξαρχής πρόβλημα, αφού πάλι θα ψεκάζεις και θα ρίχνεις λιπάσματα, απλά λιγότερο». Δημιουργείται δε ένα επιπλέον σημαντικό ζήτημα, γιατί ο γεωργός θα πρέπει να ακολουθεί τυφλά όσα του λένε ο γεωπόνος και ο προγραμματιστής των αισθητήρων, δίχως να έχει έλεγχο της καλλιέργειας και των δεδομένων του ή έστω μια ελάχιστη αντίληψη του τι συμβαίνει. Σε μια εποχή, όπως επιχειρηματολογεί ο Αλέκος, στην οποία κινούμαστε προς την αντίθετη κατεύθυνση, συζητώντας λ.χ. πολύ για την τύχη των δεδομένων μας στη Google ή στο Facebook.
Οι Τζουμέικερς έχουν όμως απαντήσεις και για όσα περιγράφουμε λέγοντας ότι “δεν τα φτιάχνουν όπως παλιά” –η επιστημονική ορολογία είναι “σχεδιασμένη βραχυβιότητα”. «Από αυτό ακριβώς το σημείο ξετυλίγουμε το αφήγημά μας», τονίζει ο Αλέκος, εξηγώντας ότι σε μέρη με ορεινό ανάγλυφο και μικροϊδιοκτησία, όπως τα Τζουμέρκα, οι γεωργοί αναγκάζονται να αγοράζουν πανάκριβα και μεγάλα εργαλεία, σχεδιασμένα για διαφορετικής κλίμακας καλλιέργειες, «προσπαθώντας έπειτα να προσαρμόσουν αυτές σε εκείνα, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίστροφο». Το πρόβλημα μεγεθύνεται κατόπιν λόγω της σχεδιασμένης βραχυβιότητας, μα και των όσων επικρατούν ως προς την επισκευασιμότητα: «πολλά εργαλεία είναι έτσι φτιαγμένα ώστε ο χρήστης να μη μπορεί να τα ανοίξει για να τα μαστορέψει». Σε αντιδιαστολή, τα εργαλεία των Τζουμέικερς συνήθως «κοστίζουν το 1/3 ή το 1/5 της τιμής των βιομηχανικών, αντέχουν περισσότερο και είναι επισκευάσιμα».
Έστω κι αν τέτοιες κοινότητες δεν είναι ακόμα σε θέση να συγκρίνονται με τις ώριμες και ανεπτυγμένες βιομηχανίες γεωργικών μηχανημάτων, οι Τζουμέικερς μας καλούν να σκεφτούμε διαφορετικά και ίσως κρατούν στα χέρια τους μία ψηφίδα από το πώς θα είναι το μέλλον μας. Στο κάτω-κάτω, η πρότασή τους δεν είναι αυστηρά οικονομική, μα και ευρύτερα κοινωνική, ακόμα και πολιτισμική. «Δεν γίνεται να μιλάμε για κυκλική οικονομία εφόσον δεν ξέρεις αν το υλικό που θέλεις βρίσκεται στην αποθήκη δίπλα σου, πριν αποφασίσεις να το παραγγείλεις από την Κίνα», λέει χαρακτηριστικά ο Αλέκος. «Ως Τζουμέικερς θεωρούμε ότι τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας (η κλιματική αλλαγή, οι πατέντες των εμβολίων κ.ά.) δεν μπορούν να λυθούν πίσω από κλειστούς τοίχους και ότι το μοντέλο των κοινών και της ανοικτής γνώσης μπορεί να μας βοηθήσει να λύσουμε τα πολύπλοκα και δυσθεώρητα προβλήματα της εποχής μας».
Το άμεσο μέλλον, στο μεταξύ, υπόσχεται ακόμα περισσότερη εξωστρέφεια. «Πλέον έχουμε ένα μεγαλύτερο ευρωπαϊκό πρόγραμμα», μας αποκαλύπτει ο Αλέκος, «στα πλαίσια του οποίου αρχίσαμε να στήνουμε ένα αντίστοιχο συνεργατικό εργαστήρι (Nyamdrel Zo’Sa) στο βασίλειο του Μπουτάν, στα Ιμαλάια –μέρος που έχει μόνο βιολογικές καλλιέργειες. Προσπαθώντας να δούμε τη δυναμική τέτοιων διασυνδεδεμένων χώρων, στα πλαίσια πάντα της φιλοσοφίας “Σχεδιάζουμε παγκόσμια, κατασκευάζουμε τοπικά”».