Γύρω στους 70 μόνιμους κατοίκους έχει η Βοβούσα, το ομορφότερο ίσως από τα βλάχικα χωριά του ανατολικού Ζαγορίου. Αριθμός που ακούγεται μικρός, μα είναι σχεδόν δεκαπλάσιος από εκείνον του γειτονικού Περιβολιού, ας πούμε. Το οποίο, αν και μεγαλύτερο σε έκταση και πιο οργανωμένο (ειδικά το καλοκαίρι), χάνει κόσμο από τον Οκτώβρη κι έπειτα, ελέω της κατάβασης των βοσκών στις ζεστότερες κοιλάδες της Θεσσαλίας.
Λογικό, βέβαια, γιατί το Περιβόλι είναι βοσκοχώρι χτισμένο σε υψόμετρο 1.300 μέτρων και τα πρόβατα δεν αντέχουν τη ζαγορίτικη παγωνιά, παρά μόνο μετά τον ήπιο Μάιο. Από αυτά τα πρόβατα, πάντως, προμηθεύεται κρέας και γάλα ο Στέφανος στη Βοβούσα. Ο οποίος έχει τη μόνη ταβέρνα του χωριού που μένει ανοιχτή τον χειμώνα, δίπλα ακριβώς στην πέτρινη γέφυρα που υψώνεται πάνω από τον Αώο ποταμό, παντρεύοντας τη Δυτική Μακεδονία με την Ήπειρο. Τρεις τόνους γάλα πήρε τον Μάιο, μας λέει, καθώς δοκιμάζουμε τη γνήσια χωριάτικη φέτα του, ελαφρά ποτισμένη με ελαιόλαδο και ρίγανη. Δεν είναι μονάχα για τους επισκέπτες του καλοκαιριού -η Βοβούσα είναι ιδανικό ορμητήριο για hiking-, αλλά και όσους ντόπιους ξεχειμωνιάζουν εκεί χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να παράγουν δικά τους γαλακτοκομικά. Εδώ είναι η χαρά του πρόβειου γάλατος.
Στην ταβέρνα του Στέφανου δοκιμάζουμε και σπιτική τυροκαυτερή-δυναμίτη, με τη δική του πράσινη πιπεριά να τσιμπάει τόσο-όσο (ξέχνα τις άκακες τυροσαλάτες της πόλης, όσες σερβίρονται ως δήθεν καυτερές), καθώς και τζατζίκι από γιαούρτι παραγωγής του, που θα το φάμε μαζί με ζουμερή, τέλεια σταθμισμένη στη φωτιά μοσχαρίσια μπριζόλα γάλακτος, συνοδεία βελούδινης πατάτας, σιγοτηγανισμένης στο ελαιόλαδο (ε, ναι, δική του κι αυτή). Μια άλλη μέρα μας έψησε και ντόπια παϊδάκια προβατίσια, που ταλαιπωρούσαμε ώρα στα δάχτυλα εν είδη φυσαρμόνικας. Κρίμα μονάχα που δεν προλάβαμε τη φασολάδα της γυναίκας του, καθώς την είχε καταβροχθίσει νωρίς το μεσημέρι –καζάνι ολόκληρο– ένα γκρουπ Ισραηλινών τουριστών.
Γιαούρτι δικό της φτιάχνει και η κυρία Φωτεινή, ιδιοκτήτρια του Παραδοσιακού Ξενώνα του χωριού. Τον Οκτώβρη, βέβαια, δεν περισσεύει, οπότε ό,τι έχει μείνει από αυτό το χρησιμοποιεί για τη ζυμαρόπιτα που απολαμβάνουμε τα πρωινά με τον καφέ μας, μπροστά στο αναμμένο τζάκι της τραπεζαρίας. Μια απλή, μα τόσο νόστιμη πίτα –με νερό, αλεύρι, αβγά, γιαούρτι και φέτα ή «κάσα» (τυρί στα βλάχικα)– η οποία φορτώνει τις μπαταρίες σου για τη μέρα που έπεται.
Απλός είναι και ο ξενώνας που τρέχει εδώ και 20 χρόνια με τον άντρα της, τον ντόπιο κύριο Βίκτωρα (η ίδια κατάγεται από Γιάννενα και ορεινή Ναυπακτία), στη δυτική όχθη του Αώου. Περιποιημένος και καθαρός (η Βαγγελίτσα από το Περιβόλι φροντίζει δεόντως γι’ αυτό, καθημερινά), με όλες τις παροχές, wi-fi συμπεριλαμβανομένου. Και προπαντός ζεστός, με τη θέρμανση να κρίνεται απαραίτητη εδώ από νωρίς το φθινόπωρο, γιατί, ακόμα και 15 βαθμούς να έχει τη μέρα, μπορεί να βουτήξει μέχρι και 10 βαθμούς σαν βραδιάζει. Ο κύριος Βίκτωρας, παλικάρι στα 80 του, διαβεβαιώνει κι εμάς και τον εαυτό του πως είναι πανέτοιμος για τη χιονισμένη απομόνωση: η αποθήκη είναι φουλ στο καυσόξυλο για άλλον έναν δύσκολο χειμώνα και ο ξυλολέβητας, που στέλνει και το καυτό νερό στις σωληνώσεις, δουλεύει ρολόι.
Μαζί με τον τουρισμό, βασική απασχόληση των κατοίκων είναι η υλοτομία. Το μαυρόπευκο, σήμα κατατεθέν της ντόπιας χλωρίδας, απλώνεται όσο παίρνει το μάτι, όχι μόνο σε έκταση αλλά και σε ύψος. Οι τεράστιες σκουρογκρί συστάδες των κορμών, που μπορεί να ξεπερνούν τα 40 μέτρα, θυμίζουν αρχαιοπρεπείς κολώνες, φρουρώντας θαρρείς δρόμους και οικισμούς. Κομμένους κορμούς –αλλά όχι ακόμα αποφλοιωμένους, αυτή την εποχή– συναντάς σε πλατώματα των δασικών αρτηριών κι εκεί επικυρώνεις το ύψος. Καθόλου τυχαία, αρκετοί ετοιμάζονται για δρομολόγηση στη ΔΕΗ, ώστε να χρησιμεύσουν ως στύλοι.
Κτηνοτρόφους πολλούς δεν έχει το χωριό λόγω θέσης, οπότε όσες οικογένειες έχουν ζωντανά τα εκτρέφουν πρωτίστως για τις δικές τους ανάγκες. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συναντάς ενίοτε στον δρόμο και γελάδια –συχνά καταμεσής της ασφάλτου. Σε κοιτάνε λίγο, αγαλμάτινα και με κενό βλέμμα, ενώ με το που τα πλησιάζεις αργά με το αμάξι αρχίζουν να κουνιούνται προς την άκρη. Στα διάφορα οδοιπορικά συναντήσαμε επίσης λαγούς (κυρίως τη νύχτα) και σαλαμάνδρες (οι μαύρες σαύρες με τα κίτρινα πουά, συνήθως βγαίνουν βόλτα μετά τη βροχή), αλλά δυστυχώς καμία καφέ αρκούδα, έστω από απόσταση. Ο κύριος Βίκτωρας, ο οποίος έχει δει αρκετές κατά καιρούς, μας είπε πως σπάνια κατεβαίνουν, κυρίως τα χαράματα ή αργά το απόγευμα. Και γενικά φοβούνται τον άνθρωπο, εκτός κι αν δεις κάποιο μικρό τους, οπότε καλύτερα να αλλάξεις κατεύθυνση, με ψυχραιμία και χωρίς πανικό.
Όπως και να έχει, στη Βοβούσα δεν ξεχνάς ποτέ ότι βρίσκεσαι μέσα στη Βάλια Κάλντα (Ζεστή Κοιλάδα), στον Εθνικό Δρυμό της Πίνδου. Σου το θυμίζουν μόνιμα η χλωρίδα και η πανίδα, μαζί με τη βοή των γάργαρων νερών του Αώου (εξ ου και η «Βοούσα», λένε, αν και το όνομα του χωριού κατάγεται μέσω παραφθορών από το λατινογενές vivosa, που σημαίνει ορμητικός, ζωντανός) και την ομίχλη, η οποία σκεπάζει το χωριό κάθε που βρέχει. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή με το αμάξι, μέρα-νύχτα, ακόμα και με αναμμένα τα φώτα. Περίπατο σωστό μόλις την Τετάρτη το μεσημέρι καταφέραμε να κάνουμε, κι ας είχαμε φθάσει από Δευτέρα: έβρεξε εκείνο το βράδυ, οπότε την επομένη η πάχνη ήταν για τα καλά στρωμένη παντού. Απαράμιλλο το «αλπικό» θέαμα, φυσικά, με τις κόκκινες σκεπές των σπιτιών και το πράσινο της γύρω βλάστησης να παλεύουν να ξεχωρίσουν μέσα στην απέραντη άχνα.
Τετάρτη πρωί, λοιπόν, ήταν που είδαμε και πατήσαμε την ονειρεμένη τοξωτή γέφυρα και τη διασχίσαμε με «στάσεις», ώστε να απολαύσουμε και να απαθανατίσουμε τη θέα του Αώου εκατέρωθεν. Σχεδόν δύο αιώνες ζωής μετρά αυτή η «πύλη», κάποτε η μοναδική για όσους ταξιδιώτες κατευθύνονταν είτε προς ανατολάς, είτε προς τα Γρεβενά: χτίστηκε στα 1748, με χορηγία του Αλέξη Μίσιου από το Μονοδένδρι. Υπάρχουν άλλες δύο γέφυρες εδώ, η μικρότερη (άγνωστης καταγωγής κι επίσης πέτρινη) Λα Πουντίκα λίγο πριν την είσοδο στο χωριό, και λίγο μετά η σύγχρονη, σιδερένια, που συνιστά και το μόνο πέρασμα από τη μία όχθη στην άλλη με μεταφορικό μέσο.
Ανεβήκαμε βέβαια και στην πέτρινη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, με το εντυπωσιακό καμπαναριό στην ανατολική πλευρά, η οποία, σύμφωνα με τον κύριο Βίκτωρα, χτίστηκε περί τα μέσα του 15ου αιώνα, αλλά πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς λίγο πριν φύγουν από το χωριό στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ανακαινίστηκε έπειτα, το 1974). Όπως και σε εκείνη του Αγίου Γεωργίου (1814), το μόνο οίκημα που διασώθηκε άθικτο από την οργή των κατοχικών δυνάμεων (μαζί με άλλα τέσσερα όλα κι όλα σπίτια από τα 84 τότε), άρα και από τα ελάχιστα νεότερα αρχαιολογικά μνημεία της περιοχής.
Λογικό, λοιπόν, στη βόλτα σου, δίπλα στις κεραμοσκεπές, να βλέπεις και μπόλικο κοκκινωπό ελενίτ. Μπορεί η Βοβούσα να χρονολογείται ως συγκροτημένος οικισμός από τον 16ο αιώνα, με περιόδους μεγάλης ακμής λόγω εμπορίου και ξυλείας (ως αυτοδιοικούμενη επί Οθωμανών τον 18ο αιώνα, αλλά και μετεπαναστατικά, στα μέσα του 19ου αιώνα) που διακόπτονταν από εκτεταμένες ληστρικές επιδρομές και πρόσκαιρη ερήμωση, αλλά χτίστηκε σχεδόν από την αρχή μετά το 1950.
Έτσι και το σχολείο του χωριού, ακριβώς δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου: (σχεδόν) μονοθέσιο. Είχαν μάθημα όταν περάσαμε οι δύο δασκάλες, η μία με ένα παιδάκι στο νηπιαγωγείο, η άλλη με άλλο ένα στο δημοτικό. Δύο μαθητές. Πάλι καλά, μας λέει ο Στέφανος, που έχει τα τέσσερα παιδιά του με τη σύζυγο στα Γιάννενα τον χειμώνα για το σχολείο και διανύει συχνά τα 150 χιλιόμετρα πηγαινέλα, ώστε να τους βλέπει και να παίρνει προμήθειες για το μαγαζί. Μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν είχε κανέναν, απλώς δεν λειτουργούσε.
Μεσημεριάζει, πλέον. Ο καιρός είναι καλός κι ο ουρανός απλώνεται ανοιχτός, πάνω από τα δέντρα και τις βουνοκορφές. Καιρός να ετοιμαστούμε για την εκδρομή που λέγαμε με τον Νικόλα, τον φωτογράφο, προς δυσμάς, στα χωριά του κεντρικού Ζαγορίου, στο ηπειρώτικο κομμάτι. Ένα μπουφανάκι για παν ενδεχόμενο, καφέδες-πακέτο από τον Στέφανο και φύγαμε. Αυτή, όμως, είναι μια άλλη ιστορία, την οποία θα αφηγηθούμε προσεχώς.
Διαβάστε ακόμα:
Σκάλα Βραδέτου: Το αλλόκοτο πέτρινο μονοπάτι στο Ζαγόρι με τα 1.100 σκαλοπάτια
Ελαφότοπος: Ένα πανέμορφο low profile Ζαγοροχώρι τόσο παραμυθένιο, όσο το όνομά του
Κατσανοχώρια: Τα «ήσυχα» χωριά της βόρειας Πίνδου – Απέναντι από τα διάσημα Ζαγοροχώρια