Οι παραλίες του ενέπνευσαν ποιητές κι έγιναν τόπος παραθερισμού βασιλιάδων, αλλά και γυρισμάτων για κοσμαγάπητες ελληνικές ταινίες σαν το «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» (1955) και «Τα Κόκκινα Φανάρια» (1963), τα οποία διαγωνίστηκαν στις Κάνες της εποχής για τη διεθνή αίγλη του Χρυσού Φοίνικα.
Ο λόγος βέβαια για το Ξυλόκαστρο: την παραθαλάσσια κωμόπολη της Κορινθίας που εξακολουθεί να προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες κάθε καλοκαίρι, παραμένοντας ένας από τους πιο κοσμοπολίτικους προορισμούς σε όλη την Πελοπόννησο. Πρόκειται δε για φήμη πολύ παλιά αφού στα 1919 –όταν οι διακοπές στη θάλασσα βρίσκονταν στα σπάργανα, όσον αφορά την Ελλάδα– ήταν εδώ όπου κρίθηκε επισήμως ότι έπρεπε να οδηγούνται οι διακεκριμένοι επισκέπτες από το εξωτερικό, ώστε να τους παρέχεται θερινή διαμονή. Γυρίζοντας έπειτα στις χώρες τους περιέγραφαν συχνά το Ξυλόκαστρο ως «ανθούπολη», εντυπωσιασμένοι από τα πολλά του λουλούδια.
Το σύγχρονο Ξυλόκαστρο είναι μια κωμόπολη με 5.500 χιλιάδες κατοίκους, εύκολα προσβάσιμη από την Αθήνα, από την οποία απέχει περίπου 1,5 ώρα με το αυτοκίνητο –μάλιστα, υπάρχει και τακτική σύνδεση μέσω ΚΤΕΛ. Άνετα έρχεται ασφαλώς κάποιος και μέσω Πάτρας, από την οποία η απόσταση είναι λίγο μικρότερη.
Το Ξυλόκαστρο έχει ιστορία που κρατά ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια, καθώς στη σημερινή τοποθεσία «Γιαρένη» βρισκόταν το λιμάνι των Αριστοναυτών, το οποίο άνηκε στην (ορεινή) Πελλήνη· κράτος που σύμφωνα με τον Όμηρο πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Η Πελλήνη άντεξε ως το 396 μ.Χ., όταν καταστράφηκε από τους Γότθους, αλλά το λιμάνι της φαίνεται να επέζησε, καθώς στα χρόνια της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο χτίστηκε ένας ξύλινος στρατώνας-παρατηρητήριο για να το εποπτεύει, πάνω ακριβώς από τη σύγχρονη κωμόπολη. Λόγω λοιπόν της παρουσίας του τελευταίου, οι ντόπιοι είπαν την περιοχή Ξυλόκαστρο. Και παρά το γεγονός ότι κατά τον 18ο αιώνα ξέρουμε ότι λεγόταν Οξώκαμπος, είναι αυτή που τελικά επικράτησε.
Το αρχικό Ξυλόκαστρο ήταν οικισμός με λίγα σπίτια, αποθήκες κι ένα πελώριο πευκοδάσος. Τμήμα του τελευταίου αποψιλώθηκε για καλλιέργειες, με αποτέλεσμα κατά τον 19ο αιώνα να επεκταθεί το αρχικό χωριό, γενόμενο κέντρο παραγωγής κορινθιακής σταφίδας. Το 1906 στις παραλίες του εμφανίστηκαν οι πρώτοι γυμνιστές στην Ελλάδα, ενώ μετά το 1919 –όταν ορίστηκε ως τόπος παραθερισμού διακεκριμένων ξένων επισκεπτών, όπως είδαμε– αναπτύχθηκε σε λουτρόπολη.
Έκτοτε μπήκε σε σταθερή τροχιά τουριστικής ανάπτυξης: το 1932 ιδρύθηκε περίπτερο του Ε.Ο.Τ., ενώ από το 1954 ως το 1966 λειτούργησαν εδώ οι κατασκηνώσεις Τυπάλδου, προσελκύοντας πολλούς επισκέπτες από το εξωτερικό. Καταλύτης της σημερινής, ακόμα πιο κοσμοπολίτικης εικόνας ήταν η οριστική λύση του χρόνιου προβλήματος ύδρευσης της κωμόπολης κατά τη δεκαετία του 1970, αλλά και η στοχευμένη ανάπλαση που έλαβε χώρα κατά τα τέλη του 20ού αιώνα.
Πού να μείνετε
Καθώς το Ξυλόκαστρο είναι ένας από τους παλαιότερους τόπους της Ελλάδας που οργανώθηκαν τουριστικά, υπάρχει πληθώρα επιλογών διαμονής, για κάθε γούστο και προϋπολογισμό. Οι παρακάτω προτάσεις, λοιπόν, δεν είναι παρά ενδεικτικές.
Το ξενοδοχείο «Κυανή Ακτή» έχει το μεγάλο προνόμιο να βρίσκεται μόλις 8 μέτρα από την περίφημη παραλία του Πευκιά. Το «The Gardens Gallery Hotel» παρέχει έναν από τους καλύτερους συνδυασμούς ποιότητας και τιμής. Εξαιρετική ευκαιρία για όσους αναζητούν χαλάρωση και άνεση είναι το εξειδικευμένο κατάλυμα «Le Convivial» –όπου, χαρακτηριστικά, δεν υπάρχουν τηλεοράσεις– ενώ καλές επιλογές διαμονής προσφέρουν επίσης το «Daphne’s Club Hotel Apartments» με τα φωτεινά δωμάτια και το μικρό, οικογενειακό ξενοδοχείο «Miramare», ακριβώς απέναντι από τον Πευκιά.
Πού θα κάτσετε για καφέ και ποτό
Σε μια ενδεικτική περιδιάβαση των άφθονων επιλογών που προσφέρει το Ξυλόκαστρο, δημοφιλές στέκι ανάμεσα στους ντόπιους είναι το «Del Viento», ειδικά όσο κρατάει η θερινή περίοδος. Πολύ καλό καφέ πάνω στην παραλιακή προσφέρει ωστόσο και το «Destino», το οποίο προτιμάται και το βράδυ για τα κοκτέιλ του.
Το «Baybeez» βρίσκεται προς τα όρια του Ξυλοκάστρου με τη Συκιά και θεωρείται ανάμεσα στα κορυφαία beach bars. Στο οικογενειακό καφενείο «Πευκιάς» στην πλατεία Ηρώων θα πάτε για ούζο, τσίπουρο, παγωμένη μπύρα και μεζέδες. Το «Bandit’s Roost & Bittersweet» έχει κόσμο τόσο το μεσημέρι, όσο και τα βράδια. Για καθαρά βραδινή έξοδο, τέλος, όσοι αγαπούν τη λαϊκή διασκέδαση προτιμούν το «Black Code».
Πού θα φάτε
Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα ξενοδοχεία και τα καφέ-μπαρ, το κοσμοπολίτικο Ξυλόκαστρο έχει πολλές καλές επιλογές και για φαγητό, καθιστώντας έτσι την όποια πρόταση ενδεικτική. Σίγουρα, πάντως, αξίζει να περάσετε από την όμορφη ψαροταβέρνα «Πατούρας», που κρατάει από το 1979 και πλέον τη διαχειρίζεται η δεύτερη γενιά.
Σε ωραία παράκτια θέση εδρεύει και το «Ναυαρίνο», το οποίο έχει σταθερή πελατεία εδώ και χρόνια, που το τιμά τόσο για τα θαλασσινά, όσο και για την πορτοκαλόπιτα και τη σπιτική βυσσινάδα (όταν είναι διαθέσιμα). Πάνω στον Κορινθιακό βρίσκεται και το «Ακρωτήρι», όπου συστήνεται να δοκιμάσετε μακαρονάδα με θαλασσινά και μεζέ ρεγγοσαλάτα. Στο «Μουράγιο», πάλι, θα δοκιμάσετε μια πολύ φημισμένη σαρδέλα, ενώ στο «Rouvera» θα συνδυάσετε καλή κουζίνα με εξαιρετική θέα.
Καλό φαγητό θα βρείτε και στο «Revelin», δίπλα στον Πευκιά, το οποίο πήρε τη θέση του επί σειρά ετών Τουριστικού Περίπτερου Ξυλοκάστρου. Αν και ορισμένοι κάτοικοι αντέδρασαν στη μετονομασία –με βάση τη σημασία του τελευταίου για την τοπική ιστορία– δεν υπάρχει αμφιβολία για την ποιότητα των νόστιμων πιάτων (π.χ. παπαρδέλες κηπουρού με αυθεντική ιταλική παρμεζάνα, πατατοσαλάτα με πέστροφα) και των χειροποίητων γλυκών.
3 πράγματα που αξίζει να κάνετε, αν βρεθείτε στο Ξυλόκαστρο
Ασφαλώς, το Ξυλόκαστρο είναι φημισμένο για τον κοσμοπολίτικο αέρα του και για την παραλία του Πευκιά με το μοναδικό πευκοδάσος δίπλα ακριβώς στα νερά του Κορινθιακού κόλπου, το οποίο προσελκύει χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο. Ο προσεκτικός επισκέπτης, ωστόσο, θα ανακαλύψει ότι υπάρχουν και κάποια επιπλέον πράγματα να δει στην κωμόπολη, ενώ οι κάτοικοί της παλεύουν εδώ και χρόνια ώστε να αναδειχθούν και μερικοί ακόμα χώροι που συνδέονται με το σημαντικό ιστορικό παρελθόν. Πρωταγωνιστικό ρόλο ανάμεσά τους έχουν λ.χ. οι Αποθήκες Φραντζή, στο παραλιακό μέτωπο.
Συνδυάστε πεζοπορία και κολύμπι στη φημισμένη παραλία του Πευκιά
Υπόλειμμα του ακόμα πιο επιβλητικού πευκοδάσους που βρισκόταν στην περιοχή πριν την Επανάσταση του 1821, ο σημερινός Πευκιάς εκτείνεται σε 243,5 στρέμματα μεταξύ της παλαιάς εθνικής οδού και του Κορινθιακού κόλπου, διατρέχοντας ένα εντυπωσιακό μήκος 1.760 μέτρων δίπλα στην ομώνυμη παραλία.
Ο Πευκιάς γοήτευσε και ενέπνευσε σπουδαίους ποιητές σαν τον Κώστα Καρυωτάκη (τον αποκαλούσε «πράσινο ακρογυάλι της πατρίδας») και τον Άγγελο Σικελιανό, ενώ υπήρξε και τοποθεσία όπου γυρίστηκαν σκηνές των διάσημων ελληνικών ταινιών που αναφέρθηκαν και πιο πριν –άλλωστε ο Βασίλης Γεωργιάδης που σκηνοθέτησε τα «Κόκκινα Φανάρια» ήταν Ξυλοκαστρίτης.
Ο Πευκιάς είναι χαρακτηρισμένος ως αναδασωτέος ήδη από το 1926. Το 1974 αναβαθμίστηκε σε αισθητικό δάσος με ειδικό προεδρικό διάταγμα, ενώ αναγνωρίστηκε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο το 1994 (σύμβαση της Βαρκελώνης), γενόμενος μία από τις 9 προστατευμένες περιοχές της χώρας μας. Άλλωστε στο υφάλμυρο έδαφος του δάσους έχουν μετρηθεί 83 διαφορετικά είδη φυτών. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει βέβαια το κοινό πεύκο, υπάρχουν όμως και φοινικικά πουρνάρια, κέδροι, αλμυρίκια, μυρτιές, αγριοκάλαμα και αρκουδόβατα.
Εντός του Πευκιά έχουν χαραχτεί μονοπάτια, τα οποία είναι ιδανικά για πεζοπορίες τις ώρες που ο θερινός ήλιος δεν βρίσκεται ψηλά. Όλα, ασφαλώς, καταλήγουν με διάφορους τρόπους στη θάλασσα. Τα νερά είναι πεντακάθαρα (βραβεύονται σταθερά με γαλάζια σημαία), ενώ η παραλία αποτελείται από βότσαλα.
Περάστε από τον Άγιο Βλάσιο
Χτισμένη το 1910, η εκκλησία του Αγίου Βλασίου στην κεντρική πλατεία του Ξυλοκάστρου αποτελεί τον επιβλητικό μητροπολιτικό ναό της κωμόπολης, καθώς ο Βλάσιος θεωρείται ως προστάτης άγιός της. Θεμελιώθηκε πάνω στα υπολείμματα προγενέστερου ναΐσκου αφιερωμένου στον Βλάσιο, τον οποίον είχε χτίσει η επιφανής οικογένεια Νοταρά μετά την επιτυχημένη έκβαση της Επανάστασης του 1821.
Ο ναός είναι μεγαλοπρεπής και θυμίζει τη Μητρόπολη Αθηνών, με τη διαφορά βέβαια ότι από τις ανοιχτές του θύρες μπορεί κανείς να διακρίνει τον Κορινθιακό, αφού βρίσκεται κοντά στο παραλιακό μέτωπο. Άλλα εντυπωσιακά στοιχεία είναι ο ψηλός, οχτάπλευρος τρούλος, τα δύο επιβλητικά κωδωνοστάσια, αλλά και το μαρμάρινο τέμπλο που φιλοτέχνησε ο περίφημος γλύπτης Νικόλαος Περαντινός. Η εικόνα του Αγίου Βλασίου στο εσωτερικό έχει χρονολογηθεί στα 1879 και θεωρείται έργο του Αθανάσιου Σιγάλα.
Θαυμάστε τη βυζαντινή αίγλη του Άγιου Γεράσιμου του Νοταρά
Η εκκλησία του Άγιου Γεράσιμου του Νοταρά βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του Ξυλοκάστρου και είναι πολύ παλιά. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε χτίστηκε, σίγουρα πάντως είναι παλιότερη της επιγραφής 1622 που έχει εντοπιστεί σε μαρμάρινη πλάκα της εισόδου. Ο κυρίως ναός έχει οικοδομηθεί σαν μονόκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη.
Στο υπέρθυρο της πύλης υπάρχει ψηφιδωτό αντίγραφο εικόνας του σπουδαίου Φώτη Κόντογλου με τον Άγιο Γεράσιμο (το αυθεντικό έργο βρίσκεται στη Ρόδο). Η τράπεζα του ιερού ακολουθεί βυζαντινά πρότυπα, ενώ ανάλογη τεχνοτροπία διακρίνει και το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι. Ένα ακόμα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εκκλησίας είναι ότι σε άνοιγμα στον τοίχο του προαυλίου διασώζονται τα οστά της οικογένειας Νοταρά.
Οι Νοταράδες ήταν οικογένεια με δεσπόζουσα θέση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που ανέδειξε πολλούς άγιους και πατριάρχες, αλλά και την Άννα Νοταρά, η οποία –έστω και άτυπα– υπήρξε εκπρόσωπος της ελληνικής παροικίας της Βενετίας, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Τον 16ο αιώνα η οικογένεια μετεγκαταστάθηκε στην Κορινθία, παίζοντας σημαίνοντα ρόλο στην ευρύτερη περιοχή του Ξυλοκάστρου και των Τρικάλων.
Διαβάστε ακόμα:
Αρχαία Φενεός: Γαλαζοπράσινα νερά, ταβερνάκια και μοναδικό γλυκό τριαντάφυλλο, 2 ώρες από την Αθήνα
Αποστολή στα Τρίκαλα Κορινθίας – Ορεινός παράδεισος 150 χλμ μακριά από την Αθήνα
5+1 ταβέρνες στα Τρίκαλα Κορινθίας με εξαιρετικό, παραδοσιακό φαγητό