Η αντηλιά με κάνει να κλείσω σφιχτά τα μάτια καθώς βγαίνω από το υπέροχα δροσερό υπόγειο της ζυθοποιίας «MIKôNU» στο εμπορικό συγκρότημα, επάνω στο δρόμο προς Άνω Μερά στη Μύκονο.
Tο απόλυτο λευκό στους τοίχους, στα στέγαστρα, στα πεζοδρόμια, στις σκάλες, είναι καθαρό, φωτογραφήσιμο, ωστόσο κάποιες φορές αρκετά έντονο. Έχω ξεκινήσει νωρίς από το ξενοδοχείο που βρίσκεται λίγο έξω από τη Χώρα, με σκοπό να διασχίσω αργά και, κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιουνίου και την άπνοια που τον συνοδεύει -ίσως λίγο βασανιστικά- τις περιοχές προς Άνω Μερά, Μάου, μέχρι το τέρμα, την παραλία στο Φωκό και την ταβέρνα εκεί που, εύχομαι, να με περιμένει.
Η επίσκεψη στη ζυθοποιία είναι μια συνήθεια για την οποία ανυπομονώ κάθε φορά, αφού, μετά από χρόνια, οι σχέσεις μου με τον Άγγελο Φερούς, τον Αλιόσα Καμπάνη αλλά και τους υπόλοιπους συνεργάτες και φίλους που έρχονται τακτικά, έχει «δέσει» σαν τις γεύσεις που φτιάχνουν εδώ. Ακούγεται σαν σχέση εκμετάλλευσης, αφού οι μπίρες τους είναι λατρευτικά νόστιμες, φρέσκιες και δροσερές. Αλλά δεν είναι. Λίγο ίσως.
Κανονίζω να έρθω ένα απόγευμα, έτσι ώστε οι βαθμοί του αλκοόλ να είναι πιο διαχειρίσιμοι και συνεχίζω στη διαδρομή μου.
Βιομηχανικού τύπου, αλλά πάντα με κυκλαδίτικες πινελιές, κτίρια, βρίσκονται και στις δυο πλευρές του δρόμου, αντιπροσωπείες, καταστήματα επίπλων, μεταφορικές εταιρίες, πρατήρια παγωτού, μία πίστα καρτ, κάποια ομοιόματα των Λεόντων της Δήλου, εργοτάξια, αποθήκες. Η κίνηση των φορτηγών είναι διαρκής, η οικονομική ζωή της Μυκόνου κινείται υπερταχύτατα, οι δουλειές πρέπει να γίνουν.
Και εγώ πρέπει να στρίψω.
Αριστερή στροφή, κατηφόρα, η Φτελιά μπροστά, μακρουλή, γαλαζοπράσινη και, όταν έχει αέρηδες (και συνήθως έχει), η χαρά των φίλων της ιστιοσανίδας αλλά και του αετού θαλάσσης. Τα χρώματα από τα πανιά στον ουρανό, σπάνε την «μονοτονία» του μόνιμου μπλε και δημιουργούν μια αίσθηση θαλάσσιου συνωστισμού. Παρακολουθώ για λίγο το συνεχές πέρα-δώθε των παιδιών με τα πανιά και κατευθύνομαι προς τη γωνία της παραλίας στα δεξιά, σε ένα από τα ομορφότερα beach bars που έχω επισκεφθεί ποτέ, το «alemagou».
Σχεδόν καμουφλαρισμένο με τα χρώματα και τα υλικά του φυσικού περιβάλλοντος, με μια αίσθηση προσεγμένης ανεμελιάς, με μυρωδιές και αρώματα από μεσογειακά πιάτα, με το μπαρ, υπέροχα διακοσμημένο να είναι έτοιμο να δημιουργήσει δροσερά καλούδια κάτω από τους ήχους της ταιριαστής μουσικής. Η ιστορία του «alemagou» είναι ποτισμένη με θρυλικά πάρτι σε υπέροχα ηλιοβασιλέματα. Με βυθισμένα τα πόδια στην παχιά άμμο, κοιτώντας τη θάλασσα με θέα τον Άγιο Σώστη απέναντι, πίνω τις τελευταίες γουλιές από το φρουτώδες κοκτέιλ μου και σκέφτομαι πως, αν δεν φύγω τώρα για το υπόλοιπο «ταξίδι» μου στο νησί, δε θα φύγω ποτέ.
Λίγο πριν την Άνω Μερά, η πινακίδα αριστερά δείχνει την κατεύθυνση προς Μάου και Φωκό, την ενδοχώρα της Μυκόνου, τους οικισμούς με ζωή αγροτική, κτηνοτροφία, μποστάνια και γλυκό νερό. Η καλή ασφάλτινη οδός κυλάει ανάμεσα στις ξερολιθιές που διαχωρίζουν τις περιουσίες των κατοίκων, αυτές τις περίτεχνες πέτρινες κατασκευές όπου οι χιλιάδες πέτρες ισορροπούν η μία επάνω στην άλλη για δεκαετίες, ακλόνητες, αμυνόμενες στα στοιχεία της φύσης. Οικόσιτα ζώα, λίγες αγελάδες, πουλάρια, μοναχικοί όνοι που βγάζουν τη μουσούδα τους από τους χαμηλούς φράχτες αποζητώντας ένα χάδι ή λίγη παρέα από τους περαστικούς, τριχωτοί χοίροι γεμάτοι περιέργεια και δυνατές φωνές, ντόπιοι που φροντίζουν τις καλλιέργειες, τουρίστες με καλογυαλισμένα νοικιασμένα αυτοκίνητα που έχουν χαθεί στα δαιδαλώδη δρομάκια και τις διασταυρώσεις, εικόνες αγροτουρισμού.
Φραγκοσυκιές με δυνατά, πλατιά φύλλα και πορτοκαλί καρπούς, κάποιες συκιές που απλώνουν τα κλαδιά τους πάνω από τους φράχτες δημιουργώντας τις μοναδικές φυσικές σκιές σε όλη τη διαδρομή. Οι καρποί των συκεών κάθε χρόνο μου θυμίζουν ανάρπαστα εισιτήρια του Φεστιβάλ Αθηνών τα οποία εξαφανίζονται την επόμενη στιγμή της ώριμης εμφάνισής τους. Η μάχη του «κλέφτη» περαστικού, κάτι σαν ετήσιο παιχνίδι επιβίωσης.
Καθώς συνεχίζω, κάνω μια στάση στις «Ρίζες», μια λεπτομερή αναπαραγωγή μυκονιάτικου χωριού, κάτι σαν κυκλαδίτικη χασιέντα στη μέση της διαδρομής προς το Φωκό. Η όλη κατασκευή, οι λεπτομέρειες της μυκονιάτικης ζωής στην εξοχή, η λειτουργικότητα, η αρχιτεκτονική ομορφιά, η επαφή με τη φύση και, τελευταία και με τους ίππους του «Ippos» που έχει δημιουργηθεί δίπλα στο κτήμα, φανερώνουν το πάθος του Νίκου Ζουγανέλη για την αρτιότητα αλλά και την αγάπη για το νησί του. Μπορεί και να τολμήσω να πω πως μια επίσκεψη στις «Ρίζες» μπορεί να ανατρέψει πολλές στερεοτυπικές αντιλήψεις του βιαστικού επισκέπτη της Μυκόνου αλλά και να πείσει και τον πιο φανατικό αρνητή της.
Φεύγοντας από το κτήμα, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, αρχίζει ο χωμάτινος δρόμος. Καλαμιές αριστερά και δεξιά, μαρτυρούν την ύπαρξη νερού. Πράσινες πινελιές μέσα στο χρυσό και χωμάτινο του αιγαιοπελαγίτικου καλοκαιριού. Η διαδρομή παίρνει τη μορφή εξερεύνησης, χωμάτινοι λόφοι πάνω από την κοιτίδα που οδηγεί στο φράγμα του Φωκού, εικόνες σαν από ντοκιμαντέρ σε χώρες μακρινές. Η μοναδική ανεμογεννήτρια ψηλά στο λόφο, εκμεταλλεύεται ακόμη και αυτό το ανεπαίσθητο σημερινό φύσημα.
Η στάθμη του νερού στο φράγμα είναι χαμηλή, πολύ χαμηλότερη από άλλες χρονιές, σημάδι του άνυδρου χειμώνα που προηγήθηκε -σε ένα νησί όπου το νερό είναι, κυριολεκτικά, το πολυτιμότερο αγαθό. Χαζεύοντας αφηρημένος την αρδευτική κατασκευή, μια σειρά από άλογα με χρωματιστούς ιππείς με προσπερνούν σε αργό τέμπο κατευθυνόμενοι προς την ήσυχη και χωρίς εμπορική εκμετάλλευση, παραλία του Φωκού, κάτω, στο τέρμα της κατηφόρας.
Η θάλασσα σήμερα είναι απαλή, φιλόξενη, σε μια παραλία όπου, όταν πιάνουν οι βόρειοι άνεμοι, τα μελτέμια, δεν τολμάς να πλησιάσεις, ενώ οι αιωρούμενες σταγόνες των αφρισμένων κυμάτων ταξιδεύουν εύκολα μέχρι τα τραπεζάκια της ταβέρνας. Μιας ταβέρνας-προορισμού για τους γνώστες του νησιού η οποία στέκεται εδώ από το 1999. Η Μαρίσσα Ταμπουλχανά με υποδέχεται με χαμόγελο πλατύ, πρώτα κάτω από τη μάσκα αλλά την χαμηλώνει για να επιβεβαιωθεί. Τα κεραμικά της, η αγαπημένη της απασχόληση τους χειμώνες και όχι μόνο, στολίζουν μια γωνιά δίπλα στην είσοδο, πάντρεμα της παράδοσης της οικογενειακής ταβέρνας με την αρχαία τέχνη της κεραμικής. Το ψάρι που ψήνεται στα κάρβουνα σπάει τα οσφρητικά κύτταρα σε εκατομμύρια καλοκαιρινές μνήμες και επιβάλλει την προσταγή σίτισης. Δεν κουνιέμαι αν δεν φάω. Κάθε μέρα φτιάχνουν τρεις διαφορετικές πίτες για τις οποίες το φύλλο το ανοίγει η ίδια η Μαρίσσα. Ο πατέρας, ο Χρόνης, κάθεται σε κάποιο σημείο του μαγαζιού και παρατηρεί, έχοντας και καθήκοντα δημοσίων σχέσεων, κάτι που κάνει πηγαία και με ικανοποίηση. Επίσης διαλέγει καθημερινά τα ψάρια και τα κηπευτικά. Από την άλλη η μητέρα, η Kate είναι ο εγκέφαλος του μενού και του εστιατορίου γενικότερα. Βρίσκει συνταγές στο internet και είναι πολύ καλή στο να συνδυάζει τις γεύσεις.
Όσο απολαμβάνω τα δροσερά σαλατικά, τα βραστά λαχανικά, το χταποδάκι στο ξύδι και το ψητό μου ψάρι, λαίμαργα και χωρίς καθόλου τακτ, κοιτώντας σαν σε σινεμά τις χρωματιστές ομπρέλες στην παραλία, μου λέει η Μαρίσσα πως, επιθυμία της για τη Μύκονο θα ήταν να κλείνει η μουσική στις παραλίες κάθε μέρα από τις τρεις μέχρι τις πέντε το απόγευμα. ΄Έτσι ώστε όλοι να μπορούν να ακούν τους ήχους της φύσης και τον παφλασμό της θάλασσας.