Η Κυρά Παναγιά, το μεγαλύτερο (25τετ. χλμ) από τα ερημονήσια που βρίσκονται στο Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλοννήσου Βορείων Σποράδων, οφείλει την ονομασία του στο Μοναστήρι της Γεννήσεως της Θεοτόκου, που στέκει στην κορυφή του.
Είναι άλλωστε και ο μοναδικός λόγος για τον οποίον επιτρέπεται η πρόσβαση στο νησί. Οι επισκέπτες του έρχονται καθημερινά με τα τουριστικά καραβάκια απολαμβάνοντας την περιήγησή τους στο πρώτο Θαλάσσιο Πάρκο της Ελλάδας, το οποίο εκτός από το γεγονός ότι είναι η μεγαλύτερη προστατευμένη θαλάσσια περιοχή στην Ευρώπη (περίπου 2,220 km2), είναι και σπάνιας ομορφιάς, ενώ περιλαμβάνει εκτός από την Αλόννησο, έξι μικρότερα νησιά (Περιστέρα, Κυρά Παναγιά, Ψαθούρα, Πιπέρι, Σκάτζουρα και Γιούρα) και 22 βραχονησίδες.
Η Κυρά Παναγιά, ονομασία που επικράτησε στο πέρασμα του χρόνου σε σχέση με το πολύ ωραίο Πελαγονήσι, βρίσκεται 3,5 μίλια βορειοανατολικά της Αλοννήσου και η αλήθεια είναι ότι μόλις δέσει το πλεούμενο στη μικρή προβλήτα, το πρώτο που θες να κάνεις, είναι να βουτήξεις στα διαυγέστατα βαθυγάλανα νερά. Κάποιοι το κάνουν και κανένας δεν μπορεί να τους κατηγορήσει. Εμείς πάλι, προτιμήσαμε να ανηφορίσουμε προς το μοναστήρι και να αφήσουμε το κολύμπι για επίλογο. Σίγουρα είναι καλύτερα να ανεβαίνεις χωρίς αλάτια την ανηφοριά, η οποία μάλιστα φτάνει σε κάποια σημεία το 15% κλίση. Μετά από περίπου 20 λεπτά περπάτημα, αντικρύζουμε το μοναστήρι. Η όψη του δείχνει αλλιώς σε σχέση με την τελευταία μας επίσκεψη πριν από 14 χρόνια. Ανακαινίστηκε πρόσφατα, όπως μάθαμε, στην πορεία. Η θέα πάντως είναι ίδια. Ανάμεσα στ’ απέραντα μπλε ουρανού και θάλασσας, η Ψαθούρα, τα Γιούρα και κάποια μικρότερα νησάκια του Θαλάσσιου Πάρκου, βάζουν τις πινελιές τους στη γαλήνη.
Ο πατέρας Χαρίτος, που βρίσκεται στη Μονή από το 2012, υποδέχθηκε την παρέα μας με κέρασμα λουκουμάκι και τσίπουρο. Καθίσαμε στα παγκάκια της αυλής ξετυλίγοντας ένα κουβάρι ιστοριών που χάνονται στους αιώνες. «Το νησί το είχε αγοράσει ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ο οποίος είναι ο κτήτορας της Μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Το 963 έχτισε τη Μεγίστη Λαύρα, με τη συνδρομή των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, Ιωάννη Τσιμισκή και Νικηφόρου Φωκά. Μετά από 30 χρόνια, το 993, αγόρασε το νησί της Κυρα Παναγιάς, 70 χρυσά φλουριά Κωνσταντινάτα, από δύο μοναχούς, τον Σάββα και τον Κοσμά, οι οποίοι αναγκάστηκαν να φύγουν εξαιτίας της πειρατείας. Αυτοί, είχαν χτίσει μοναστήρι σε άλλη τοποθεσία του νησιού, εκεί που είναι ο Άγιος Πέτρος. Τα χαλάσματά του, διακρίνονται ακόμα πάνω από τον κόλπο. Το μοναστήρι που βρισκόμαστε τώρα, χτίστηκε σε αυτή την τοποθεσία, τον 17ο αιώνα».
Καταιγισμός πληροφοριών, από τον πατέρα Χαρίτο, ο οποίος εξιστορεί με ηρεμία και το βλέμμα του φωτίζεται όταν μιλάει για την Παναγία: «Η χάρη της Παναγίας, προσδίδει μία γαλήνη μοναδική στο νησί. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στη γέννηση της. Γονείς της Παναγίας ήταν η Αγία Άννα και ο Άγιος Ιωακείμ. Εορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου, αλλά συνηθίζουμε να κάνουμε τη λειτουργία την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, για να διευκολύνουμε τους ανθρώπους που έρχονται για να προσκυνήσουν απ’ όλες τις Σποράδες». Εκείνο το Σαββατοκύριακο το μοναστήρι έχει την τιμητική του. Κάποιοι έρχονται από το Σάββατο, καθώς το βράδυ είναι ο εσπερινός, ενώ την Κυριακή ψάλλεται η θεία λειτουργία. Στη συνέχεια ακολουθεί πανήγυρις. Μη φανταστείτε όμως, χορούς και τραγούδια. Στρώνεται το τραπέζι και όλοι τρώνε μέσα σε ένα πολύ ήσυχο περιβάλλον, ενώ ένας πατέρας διαβάζει την ιστορία της Γέννησης της Θεοτόκου. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το μοναστήρι, είναι μετόχι της Μεγίστης Λαύρας, του Αγίου Όρους.
Η ησυχία που επικρατεί στο νησί, είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του και για καλή μας τύχη, την ώρα που το επισκεφθήκαμε δεν είχε κόσμο. Περιδιαβαίνοντας στα χωμάτινα μονοπάτια με τους σχίνους και τα πουρνάρια, ακούγαμε μόνο τα πουλιά. Ευωδιές αναδίδονταν από διάφορα αγριοβότανα. Κάπου μακριά διέσχιζε το πέλαγος ένα ιστιοπλοικό με ανοιγμένα πανιά. Ο χρόνος μοιάζει σταματημένος. Μάλλον οι άνθρωποι που τον «εφηύραν» τον κάνουν να κινείται όταν είναι παρόντες. Για αιώνες υπήρχε εδώ πάνω αξιόλογος αριθμός μοναχών που φρόντιζαν τις ελιές και καλλιεργούσαν τ’ αμπέλια. Απομεινάρι εκείνων των εποχών είναι το περίφημο λιοτρίβι με τη μυλόπετρα και το πατητήρι που μπορεί να διακρίνει κανείς σε αίθουσα του αύλειου χώρου του μοναστηριού.
Πριν αποχαιρετήσουμε τον πανέμορφο αυτόν τόπο, ο πατέρας Χαρίτος μας εξέπληξε δύο φορές. Με μία ιστορία και μια χειρονομία. «Ελάτε μέσα στον ναό, για να σας δείξω μία ιδιαίτερη τοιχογραφία, που αναφέρεται σε πρόσφατη ιστορία. Το 1943, οι Γερμανοί ερχόντουσαν προς τα εδώ με σκοπό να κάψουν το μοναστήρι και να συλλάβουν τους μοναχούς, έχοντας πληροφορίες ότι αυτοί παρείχαν βοήθεια στους Άγγλους. Το πλοίο τους όμως έπιασε φωτιά, έξω από την περιοχή Ψάρι, μια περιοχή της Κυρά Παναγιάς. Αφού κατάφεραν να επικοινωνήσουν με τη Σκόπελο, τους ρυμουλκήσανε και δεν επιχείρησαν ποτέ να πλησιάσουν ως εδώ». Ο ζωγράφος, αναπαράστησε απολύτως περιγραφικά το γεγονός, τοποθετώντας τέσσερις πατέρες εντός του ναού να προσεύχονται στην Παναγία, ενώ εκείνη ανεβασμένη στην κορυφή του νησιού προτάσσει το αριστερό της χέρι προς το γερμανικό πλοίο που φέρει κανόνια, δύο Γερμανούς στρατιώτες και τη σημαία με τη σβάστικα στο κατάρτι, ενώ αυτό φλέγεται.
Στη συνέχεια ακολουθήσαμε τον πατέρα Χαρίτο σε ένα δωμάτιο. Γέμισε μερικά μπουκάλια κόκκινο κρασί από το βαρέλι. Τα εμφιάλωσε επί τόπου με χειροκίνητο μηχάνημα και τα μοίρασε στην παρέα μας. «Είναι από τ’ αμπέλια μας. Κάτι καλλιεργούμε ακόμα», είπε και μας αποχαιρέτησε.
Φορτωμένοι με μοναδικά κρασιά και εμπειρίες, κατηφορίσαμε ως τη θάλασσα. Ρίξαμε μια εξαγνιστική βουτιά και κολυμπώντας, κρατήσαμε την τελευταία ανάμνηση από τον μοναδικό τόπο. Τάμα το ‘χαμε.