Χαριτωμένα και ανοιχτόχρωμα ή γεμάτα και βαθύχρωμα, τα ροζέ κρασιά έχουν κερδίσει πλέον με το σπαθί τους μια θέση στο τραπέζι μας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια μάλιστα η κατανάλωσή τους καταγράφει μια εντυπωσιακή αύξηση παγκοσμίως, που φθάνει στο 20% αθροιστικά, ενώ παράλληλα κερδίζουν έδαφος οι πιο ανάλαφρες εκδοχές τους, αυτές που συνήθως περιγράφουμε με τον γενικό όρο «τύπου Προβηγκίας».
Φυσικά, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση σε αυτή τη διεθνή τάση. Μέσα στην τελευταία δεκαετία, παρουσιάσθηκε ένα πλήθος νέων και στην πλειονότητά τους καλοφτιαγμένων ετικετών, που καλύπτουν όλο το χρωματικό φάσμα του ροζέ, αλλά και όλους τους πιθανούς και απίθανους ποικιλιακούς συνδυασμούς. Όχι σπάνια μάλιστα στη συλλογή του ίδιου οινοποιείου περιλαμβάνονται δυο ή και τρεις διαφορετικές προτάσεις, ώστε να μην μένει κανένας καταναλωτής παραπονεμένος.
Από αυτό λοιπόν το τεράστιο πλήθος -σκεφθείτε ότι υπάρχουν πάνω από 1.500 οινοποιεία που παράγουν ένα τουλάχιστον ροζέ κρασί- δεν είναι εύκολο να διαλέξεις μόνο δέκα. Παρά ταύτα, θα το τολμήσω, χωρίς βέβαια να ισχυρίζομαι πως πρόκειται για τα καλύτερα, τα κορυφαία ή τα καταπληκτικότερα που κυκλοφορούν. Είναι όμως αυτά που αγαπώ και χαίρομαι να έχω στο ποτήρι μου.
Για τις χαλαρές στιγμές, όταν έχουμε διάθεση για ένα σκέτο ποτήρι κρασί ή όταν το φαγητό μας ζητά μια ντελικάτη, ανάλαφρη συντροφιά, σκέφτομαι το Idylle d’ Achinos, από τον αμπελώνα του La Tour Melas, στη Φθιώτιδα, που παντρεύει με τέχνη το Syrah, Grenache rouge Αγιωργίτικο. Στην ίδια κατεύθυνση και το Merlot Rosé της Domaine Costa Lazaridi από τη Δράμα, με την εκφραστική μύτη και την φίνα γεύση, που δυστυχώς εξαντλείται πολύ γρήγορα από την αγορά. Το Methea ροζέ, από το οινοποιείο Βρυνιώτη στην Εύβοια, καρπός του γάμου της τοπικής Μαυροκουντούρας με τη λευκή Μονεμβασιά, εκτός της ελκυστικής προσωπικότητας διαθέτει και πολύ φιλική τιμή. Ωραία παρέα όμως θα μας κρατήσει και το Petite Fleur της πατρινής οινοποιίας Παρπαρούση, από Σιδερίτη, με τα φρουτώδη αρώματα και τη διακριτική παρουσία στο στόμα.
Για τις πικάντικες γεύσεις, που απλόχερα προσφέρουν οι εξωτικές κουζίνες, αλλά και για τις στιγμές που η διάθεση της συντροφιάς είναι πιο… γλυκιά, θα προτιμήσω το Lenga Pink από το Κτήμα Αβαντίς στην Εύβοια, με τα τριανταφυλλένια αρώματα και την ανεπαίσθητη γλύκα στη γεύση, που συνδυάζει το Gewurztraminer με την Μαυροκουντούρα. Ή το Ροζέ Κατώγι Αβέρωφ, την ημίξηρη εκδοχή του Ξινόμαυρου, με την υπογραφή και τη γνώση του ιστορικού οινοποιείου του Μετσόβου, που δημιούργησε ο Ευάγγελος Αβέρωφ.
Τέλος, για να συνοδεύσω τα στιβαρά λαδερά του ελληνικού καλοκαιριού, τα ψάρια σε σάλτσα τομάτας, αλλά και αλλαντικά ή ακόμα κρέατα ψημένα στη σχάρα, διαλέγω τα πληθωρικά Βυσσινόκηπος, της οικογένειας Παλυβού, με κορμό το Αγιωργίτικο της Νεμέας και Νεγκόσκα ροζέ, των αδελφών Τάτση, που αξιοποιεί τα χαρίσματα της ομώνυμης ποικιλίας της Γουμένισσας. Για λίγο πιο ελαφρές καταστάσεις, το Gris de nuit της οικογένειας Τσέλεπου, με το γνωστό αρωματικό πλούτο του Μοσχοφίλερου, αλλά και αξιοπρόσεκτη δομή στο στόμα, αποτελεί εξαιρετική επιλογή, όπως και το Thema ροζέ, από το Κτήμα Παυλίδη στη Δράμα και την ισπανικής καταγωγής ποικιλία Tempranillo.