Ταξίδια με αεροπλάνο, με τρένο, με πλοίο, με λεωφορείο ή με το αυτοκίνητό μας. Ταξίδια με το νου και την φαντασία μας. Ταξίδια μέσα από τις αισθήσεις μας. Η γεύση είναι μια από αυτές.
Ένα ωραίο φαγητό μένει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό μας σαν ευχάριστη ανάμνηση. Το φαγητό δεν ικανοποιεί μόνο το αίσθημα της πείνας αλλά συνδέεται άρρηκτα με το ένστικτο της επιβίωσης, της ασφάλειας και της συντροφικότητας. Γύρω από ένα πιάτο έχουμε γνωριστεί, συζητήσει, διαφωνήσει. Το φαγητό γίνεται η αφορμή και η αιτία για συναντήσεις.
Κάθε χώρα έχει αναπτύξει την δική της, μοναδική κουλτούρα γύρω από το φαγητό. Μέσα από τα παραδοσιακά πιάτα της μπορεί να καταλάβει κανείς ένα μέρος της ιστορίας της. Ποια ήταν τα προσβάσιμα και εύχρηστα προϊόντα για την ετοιμασία ενός γεύματος; Τι μπορούσε να φέρει ένας φτωχός στο τραπέζι του και τι ένας πλούσιος; Η χώρα ήταν απομονωμένη ή ανοιχτή σε άλλους γειτονικούς λαούς;
Όλα αυτά μπορεί κανείς να τα απαντήσει βλέποντας τα πατροπαράδοτα πιάτα μιας χώρας. Σήμερα το γευστικό ταξίδι μας θα μας μεταφέρει στην Πορτογαλία, στην άκρη της Ευρώπης και στην αρχή του Ατλαντικού. Ένας Ατλαντικός που «τιθασεύτηκε» από τους Πορτογάλους εξερευνητές και έφερε στις ακτές της Ευρώπης νέα προϊόντα και διατροφικές συνήθειες.
Caldo verde: Μια πράσινη σούπα για τα κρύα του χειμώνα
Υπάρχει πιο comfort φαγητό απο ένα ζεστό πιάτο σούπας; Οι Πορτογάλοι λατρεύουν τις σούπες και τις έχουν ενσωματώσει στην αρχή του γεύματος τους σαν απαραίτητο ορεκτικό αλλά και κυρίως πιάτο. Το πράσινο για τους Πορτογάλους είναι το χρώμα της ελπίδας και της αναγέννησης· δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που αυτή η νόστιμη σούπα έχει συνδεθεί με σημαντικά μεταβατικά στάδια της ζωής των ανθρώπων: Σερβίρεται σε γάμους, βαφτίσεις, γενέθλια και επίσημες γιορτές. Ο κορίανδρος παντρεύεται εξαιρετικά με το kale, την ινδική μουστάρδα, τις πατάτες και φυσικά το κρεμμύδι και το σκόρδο, δημιουργώντας μια χορτόσουπα που δεν χορταίνεις να γεύεσαι. Συνοδεύεται με καλαμποκόψωμο και παραδοσιακά λουκάνικα εντός ή εκτός της σούπας.
Bacalhau à Brás: Ο μπακαλιάρος όπως δεν τον έχετε ξαναφάει
Ξέρουμε τι θα σκεφτείτε. Και εμείς γνωρίζουμε από μπακαλιάρους. Είναι και το δικό μας ”εθνικό” φαγητό μια που το τρώμε κάθε 25η Μαρτίου με μπόλικη σκορδαλιά. Κανείς δεν αμφισβητεί πως έχουν θυσιαστεί εκατοντάδες χιλιάδες κοπάδια μπακαλιάρων για να θρέψουν γενιές Ελλήνων, ωστόσο ο μπακαλιάρος για τους Πορτογάλους είναι σοβαρή υπόθεση. Πιστέψτε μας. Το εθνικό τους ψάρι το μαγειρεύουν με ποικίλους τρόπους και κάθε χριστουγεννιάτικο τραπέζι έχει απαραίτητα σούπα μπακαλιάρου την οποία τα παιδιά απεχθάνονται.
Καμία ανησυχία. Δεν θα σας γράψουμε γι’ αυτό το πιάτο αλλά για το αγαπημένο πιάτο μικρών και μεγάλων με την ονομασία ”Bacalhau à Brás”. Παστός μπακαλιάρος, ο οποίος ξαλμυρίζεται για 2-3 μέρες σε νερό, ξαπετσιάζεται, ξεκοκκαλίζεται και κόβεται σε μικρές-μικρές νιφάδες. Αυτές σοτάρονται για 7-8 λεπτά με κρεμμύδι και σκόρδο μέχρι να γίνουν διάφανες. Σε άλλο τηγάνι τοποθετούνται οι πατάτες κομμένες σε λεπτά-λεπτά μπαστουνάκια. Τα ενώνουμε όλα μαζί και ανακατεύουμε απαλά προσθέτοντας μαύρο πιπέρι, αλάτι και αυγά. Το μυστικό για ένα τέλειο αποτέλεσμα είναι το αυγό να «δέσει» αυτά τα δυο υλικά έχοντας την αφή μελάτου, το οποίο να αγκαλιάζει «μελώνοντας» το ψάρι με την πατάτα. Σερβίρεται με μαϊντανό και ελιές.
Απλό πιάτο εμπνευσμένο από έναν ταπεινό άνθρωπο από τον οποίο έλαβε το όνομα του. Τον 19ο αιώνα ένας Ισπανός ονόματι Bras ή Braz μεταναστεύει στην Πορτογαλία ανοίγοντας μια ταβέρνα σε μια φτωχική γειτονιά. Το πιάτο του γρήγορα γίνεται ανάρπαστο και μπαίνει στα βιβλία των συνταγών της πορτογαλικής κουζίνας στις αρχές του 20ου αιώνα. Καθόλου άσχημα Bras.
Bifana: Το street food της Πορτογαλίας που έφτασε να μπει και τα McDonald’s
To «βρώμικο» της Πορτογαλίας είναι ένα απλό σάντουιτς αποτελούμενο από ελαφρά καψαλισμένα ψωμάκια και μια λεπτή, ζουμερή φέτα χοιρινού κρέατος. Συνοδεύεται με μουστάρδα ή κρεμμύδια, προαιρετικά, αν και μπορείτε να το απολαύσετε εξίσου και σκέτο. Κανείς δεν γνωρίζει την ιστορία του. Δεν υπάρχει καμία επίσημη ιστορική αναφορά, ούτε πότε ή ποιος το ανακάλυψε. Σήμερα καταναλώνεται με ευχαρίστηση από μικρούς και μεγάλους κατά την διάρκεια της ημέρας σαν γρήγορο φαγητό συνοδευόμενο, συνήθως, από μια ζεστή σούπα. Η αγάπη των Πορτογάλων για την Bifana παρακίνησε τα McDonald’s να την συμπεριλάβουν στο κατάλογό τους με τα τοπικά καταστήματα της χώρας.
Chicken piri-piri: Ένα πικάντικο κοτόπουλο με λατινο-αφρικανική καταγωγή
Αν είστε λάτρεις των καυτερών πιάτων, μην φύγετε από την Πορτογαλία αν δεν δοκιμάσετε το ψητό κοτόπουλο με την σάλτσα piri -piri. Αυτό το πιάτο μας διηγείται την εποχή των Εξερευνήσεων και την αποικιακή ιστορία της χώρας. Οι Πορτογάλοι είναι λαός που λάτρευε και λατρεύει την θάλασσα όσο και οι Έλληνες. Τον 15ο -17ο αιώνα, οι βασιλείς της Πορτογαλίας χρηματοδότησαν μια σειρά από εξερευνήσεις τολμηρών Θαλασσοπόρων, οι οποίοι ξανοίχτηκαν στους ωκεανούς αναζητώντας εδάφη για την Πορτογαλία. Σε ένα από τα πολλά ταξίδια τους φρόντιζαν να μεταφέρουν στα αμπάρια τους τα μπαχάρια που γεύτηκαν στις τοπικές κουζίνες. Τα δυσεύρετα μπαχαρικά πωλούνται σε αστρονομικές τιμές στις αγορές της Πορτογαλίας και οι μάγειρες των ευγενών, με φειδώ, τα πρόσθεταν στα πιάτα καταφεύγοντας συχνά σε μείγματα αυτών. Μέσα από μια τέτοια μίξη προέκυψε και η «μυστική» συνταγή του piri-piri. Η κόκκινη σάλτσα που δοκιμάζει τις αντοχές του ουρανίσκου σας στα καυτερά εδέσματα και μάλλον θα σας κάνει να δακρύσετε.
Το ψητό κοτόπουλο ανοιγμένο σαν πεταλούδα και πασπαλισμένο με καυτερά καρυκεύματα ήταν γνωστή συνταγή στις χώρες της Αφρικής, την Μοζαμβίκη και την Αγκόλα, στις οποίες αποίκισαν οι Πορτογάλοι, για αιώνες. Η συνύπαρξη αυτών των δυο πολιτισμών δημιούργησε το πάντρεμα του κοτόπουλου με την καυτερή σάλτσα κατακτώντας επάξια μια θέση στα πιο πικάντικα πιάτα που μπορεί να δοκιμάσει κάποιος στην παγκόσμια γαστρονομία. Το πιάτο έγινε ιδιαίτερο δημοφιλές στις χώρες της Αφρικής την δεκαετία του ’70 και εισήχθη στην Πορτογαλία μετά την επανάσταση των Γαρυφάλλων, όταν ξεκίνησε η μαζική μετανάστευση από τις πρώην πορτογαλικές αποικίες. Χρειάζεται μόνο λίγη ποσότητα πάνω σε ένα μπουτάκι κοτόπουλο για να νιώσετε σαν δράκο σε παραμύθι που πετά φλόγες οπότε, προσοχή.
Pastel de Nata και Pastel de Belem: Μια διένεξη γύρω απο ένα ταρτάκι
Το Pastel de Nata είναι το εθνικό γλυκό της Πορτογαλίας. Σε μια τραγανή σφολιάτα, με σχήμα ταρτάκι, τοποθετούν μια κρέμα η οποία σε πολλούς θυμίζει στην γεύση την δική μας γέμιση για μπουγάτσα, ωστόσο δεν είναι ίδια. Με αυγά, ζάχαρη, γάλα, 2 κουταλιές κορν φλάουρ, λίγο λεμόνι και κανέλα φτιάχνεται αυτό το πεντανόστιμο γλυκάκι. Η ιστορία του ξεκινά από το μοναστήρι του Αγίου Ιερώνυμου στο Μπελέμ. Για να καθαρίσουν τα ρούχα τους οι μοναχοί και οι μοναχές χρησιμοποιούσαν το ασπράδι του αυγού, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μένουν εκατοντάδες κρόκοι αυγού σαν απορρίμματα. Για να γλιτώσουν την σπατάλη, ξεκίνησαν να πειραματίζονται με τα αυγά δημιουργώντας διάφορες συνταγές αλμυρών και γλυκών πιάτων. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε το γλυκό Pastel de Nata, το οποίο αποδείχτηκε σωτήριο για τις μοναχές. Tο 1834, το μοναστήρι έκλεισε με κυβερνητική απόφαση των αντικληρικών οι οποίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία της Βουλής. Εκείνες άρχισαν να το πωλούν ώστε να επιβιώσουν. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1837, η συνταγή πουλήθηκε από τις ίδιες στο τοπικό ζαχαροπλαστείο Fabrica de Pasteis de Belem το οποίο μέχρι και σήμερα σερβίρει τα φημισμένα γλυκά ζεστά-ζεστά.
Η συνταγή δεν άργησε να διαρρεύσει και οι βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων γέμισαν με Pastels de Nata. Το γεγονός εκνεύρισε τους ιδιοκτήτες του τοπικού ζαχαροπλαστείου, το οποίο για να ξεχωρίσει τα δικά του pastels από τις απομιμήσεις, τα ονομάζει Pastels de Belem. Πιστέψτε μας, αν τα ζητήσετε Ρastels de Nata, σας διορθώνουν ελαφρώς ενοχλημένοι.
Με το γλυκάκι μας ολοκληρώνεται αυτό το μικρό γευστικό ταξίδι στα πιάτα της Πορτογαλίας. Αν δεν μπορείτε να πεταχτείτε ως εκεί σας προτείνουμε να πάτε ως στην κουζίνα σας και να δοκιμάσετε να πειραματιστείτε δημιουργώντας μια από τις συνταγές που σας προτείναμε. Δεν θα χάσετε.