Αν βρεθείτε στο Ρέθυμνο της Κρήτης και ρωτήσετε κάποιον ντόπιο, ποιο είναι το μαγαζί που πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτείτε για να βιώσετε το μεγαλείο της κρητικής κουζίνας, ένα πράγμα είναι βέβαιο: ανάμεσα στις πρώτες απαντήσεις που θα ακούσετε -αν όχι η πρώτη- θα είναι το εστιατόριο «Αλέκος».
Πράγματι, στο χωριό Αρμένοι, μία γραφική αυλή σας περιμένει να την ανακαλύψετε και να δικαιώσει τις γευστικές προσδοκίες σας.
Ένα βασικό γνώρισμα που καλό είναι να έχετε υπόψη σας πριν από την επίσκεψη σας στον «Αλέκο», είναι πως υπάρχει η πλήρης κατάργηση της έννοιας της παραγγελίας. Δεν υπάρχει κατάλογος, απλώς έρχεστε, κάθεστε και σε λίγα λεπτά παρελαύνουν από μπροστά σας τα πιάτα ημέρας, μία σειρά από κρητικές λιχουδιές, που δεν πρόκειται να σας αφήσουν ασυγκίνητους. Πώς γεννήθηκε αυτή η ελαφρώς τολμηρή ιδέα;
Ο ιδιοκτήτης κ. Σήφης Φραγκιαδάκης, μας ενημερώνει: «Το αρχικό ερέθισμα ήταν το στοιχείο έκπληξης και χαράς που όλοι έχουμε νιώσει όταν πηγαίνουμε σε ένα σπίτι καλεσμένοι και μας τρατάρει η οικοδέσποινα. Ποτέ δεν παίρνει κανείς τηλέφωνο για να ρωτήσει ‘τι φαγητό έχεις ετοιμάσει το βράδυ για να δω αν θα περάσω’. Πηγαίνει απευθείας, κάθεται στο τραπέζι και ξεκινά να τον τρατάρει η νοικοκυρά με ό,τι έχει ετοιμάσει. Με ένα μαγικό τρόπο πάντα τρώει πολύ και περνάει καλά. Αυτό υιοθετήσαμε και εμείς. Κάθε μέρα αλλάζουμε το μενού μας, όπως ακριβώς κάθε μέρα ένας καλός οικοδεσπότης, θα σκεφτόταν, τι είναι το καλύτερο να μαγειρέψει».
Το λουκούλλειο γεύμα που εμείς δοκιμάσαμε περιλάμβανε απολαυστικότατα πιάτα σε μεγάλες μερίδες, όπως: σαλάτα εποχής με παξιμαδάκι, ξυλάγγουρο, βιολογική ντομάτα, βαλσάμικο, φέτα και ρόκα, στραπατσάδα από αβγό, κολοκύθι ντομάτα, χοχλιούς μπουμπουριστούς (είναι απίθανο να βρεθείτε στην Κρήτη και να μη δοκιμάσετε χοχλιούς), φασολάκια, κουνελάκι με δενδρολιβανο κρασάτο, μοσχαράκι κοκκινιστο, μπιφτέκια από χοιρινή σπάλα με τηγανιτές πατάτες. Ο ορισμός του ενθουσιασμού, για πολυάριθμους λόγους. Αρχικά, έχουμε την ασύγκριτη πρώτη ύλη, με υλικά εποχιακά, δικής τους καλλιέργειας. Έπειτα, την απόλυτη έμφαση στις πιο χαρακτηριστικές κρητικές σπεσιαλιτέ, και τέλος, την εκτέλεση των συνταγών με την απλότητα να κυριαρχεί. Τα πιάτα που σερβίρονται, δίνουν την αίσθηση είτε πως βγήκαν από την κουζίνα σας είτε πως τα απολαμβάνετε στο σπίτι κάποιου οικείου σας προσώπου.
Το γεγονός αυτό, ότι όλα τα φαγητά μοιάζουν σα να τα ετοίμασε η γιαγιά σας, έχει υπόσταση και έρεισμα καθώς η κ. Ευαγγέλα η οποία μαγειρεύει τα πάντα, είναι μία γυναίκα, βέρα Κρητικιά, πλέον 80 ετών, γεμάτη γνώση αλλά και αστείρευτη ενέργεια. Ο κ. Φραγκιαδάκης αναπολεί «Το πιο δύσκολο στάδιο, όταν έστηνα το μαγαζί, ήταν να βρω μία μαγείρισσα του χωριού, μία απλή νοικοκυρά, για να έρθει εδώ να μαγειρεύει. Ήταν δύσκολη αποστολή, κάποιος να προσδίδει μία αίσθηση εξοικείωσης με τη μαγειρική του, όμως, έμελλε να γίνει το πιο μαγικό κομμάτι του μαγαζιού και για εμένα και το πιο ερωτεύσιμο. Όταν τη βρήκα και της είπα τι θέλω να κάνω, νόμιζε ότι της έκανα πλάκα. ‘Θα ταΐζω εγώ συγχωριανούς; Θα ψήνω για τον κόσμο κάθε μέρα, μπουνταλάς είσαι’ μου είπε. Με επιμονή και υπομονή, όμως, κατάφερα να την πείσω και αποτελεί δώρο για εμένα και τους θαμώνες, το γεγονός πώς τους μαγειρεύει μία τέτοια γυναίκα αυτή τη στιγμή».
Για την ιστορία, το εστιατόριο ‘Αλέκος’ χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Ξεκίνησε το 1932 από τον παππού Mανώλη ο οποίος ήταν υπεύθυνος έως το 1964. Έπειτα, ανέλαβε ο πατέρας του Σήφη Φραγκιαδάκη, ο Αλέκος, έως και το 1993. Στις δύο πρώτες φάσεις το μαγαζί λειτουργούσε ως καφενείο και παντοπωλείο και όχι ως εστιατόριο. Από το 1993 που ανέλαβε ο αεικίνητος Σήφης, ο χώρος άρχισε να διαφοροποιείται και να μετεξελίσσεται στο αγαπημένο στέκι αξιώσεων που είναι σήμερα, με τη φήμη να προηγείται του ονόματος. Όπως, συνοψίζει ο ίδιος: «Δεν ήθελα ποτέ να κάνω ένα μαγαζί στημένο. Ήθελα έναν χώρο που να υποστηρίζει άψογα αυτό που αποκαλούμε λατρεμένη κρητική κουζίνα, στην καλύτερη εκδοχή της. Εδώ ο σκοπός είναι να σας φτιάξει η ημέρα από ένα καλό φαγητό, χωρίς να σας απασχολήσει τίποτε άλλο. Πάντα νιώθω σα να έχω προσκαλέσει στο σπίτι μου τον κάθε επισκέπτη και όχι στο μαγαζί μου».
Λένε πως τα φαγητά που όλοι θεωρούμε νοστιμότερα είναι εκείνα που μαγείρευαν οι μαμάδες και οι γιαγιάδες μας. Πείτε το νοσταλγία, πείτε το εξιδανικευμένη ανάμνηση πείτε το αδιαμφισβήτητο συμβάν, όποιος λόγος και αν αντιστοιχεί στη δική σας περίπτωση σας, το αποτέλεσμα στο τέλος, είναι κοινό. Άλλωστε, οι γεύσεις και οι μυρωδιές δεν έχουν αποκλειστικά εγκεφαλική προέλευση αλλά και ισχυρά συναισθηματική. Αυτή η ‘σπιτίσια’ αίσθηση, λοιπόν, αποτελεί ξεκάθαρα τον πυρήνα του εστιατορίου “Αλέκος” και τον κάνει να ξεχωρίζει. Μία προσέγγιση που θα άρμοζε σε κάθε καλό οικοδεσπότη.