Είναι λίγο μετά τις έξι το πρωί. Περπατάμε στο Λεωνίδιο και θέλουμε να προλάβουμε την ανατολή του ηλίου και τους μαγικούς χρωματισμούς που αποτυπώνονται στον εμβληματικό βράχο που στέκει πάνω από τον οικισμό. Παρόλο που, αυτή την περίοδο, το Λεωνίδιο σφύζει από ζωή από επισκέπτες που ταξιδεύουν εδώ από όλο τον πλανήτη για να βιώσουν τη μοναδική εμπειρία της αναρρίχησης, το πρωί επικρατεί απόλυτη ηρεμία. Περνάμε έξω από τον ξυλόφουρνο του Ανδρέα.
Η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού
Η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού απλώνεται σε ολόκληρη τη γειτονιά. Εκείνη την ώρα τον πετυχαίνουμε να ξεφουρνίζει. «Αυτή είναι η πρώτη φουρνιά. Πολλά από αυτά είναι παραγγελίες για τα πρωινά των ξενοδοχείων, για τα σπίτια εκείνων που θέλουν να φύγουν νωρίς». Ο βοηθός του Ανδρέα στον φούρνο θα πάρει τις αντίστοιχες παραγγελίες και θα τις μεταφέρει στα σημεία που πρέπει. Μία μεγάλη πλατφόρμα, στρωμένη με μωσαϊκό, μπροστά στην κεντρική τζαμαρία, και ακριβώς απέναντι από τον ξυλόφουρνο. Εκεί πάνω ο Ανδρέας, βγάζει μία-μία τις λαμαρίνες, χωρίς να τον επηρεάζει στο ελάχιστο η θερμοκρασία. «Τώρα πλέον τα χέρια μου, έχουν δημιουργήσει ένα δικό τους επιπλέον φιλμ, που με προστατεύει», θα μου πει ενώ φανερώνω την έκπληξή μου για την ευκολία που τα κάνει όλα αυτά.
Από μικρό παιδί στο φούρνο
Είναι ένας άνθρωπος χαμογελαστός, ευγενικός με διάθεση να σου μιλήσει για το ψωμί, για τις τεχνικές. «Ασχολούμαι με το ψωμί, από μικρό παιδί. Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου αυτό κάνω. Τώρα είμαι γύρω στα 55 και δεν μπορώ να σκεφτώ την ημέρα μου χωρίς να έρθω στο φούρνο».
Ένας από τους παλαιότερους φούρνους στην Ελλάδα
Ο φούρνος είναι ένας από τους παλαιότερους στην Ελλάδα. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ξεκίνησε να λειτουργεί αλλά σύμφωνα με τα αρχεία, ήταν ήδη σε λειτουργία το 1890. Ξεπερνώντας τα 130 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας είναι ένα σημείο-τοπόσημο, το οποίο συνεχίζει σταθερά να φουρνίζει νόστιμο ψωμί με υψηλά ποιοτικά standards. Ο Ανδρέας είναι ο σημερινός ιδιοκτήτης. Ξυπνάει καθημερινά στις τρεις το πρωί. Ανάβει τον φούρνο και ταυτόχρονα προχωρά τη διαδικασία του ζυμώματος. «Μία φουρνιά, φτάνει περίπου τα 100 κιλά ψωμί. 16 λαμαρίνες». Πώς καταλαβαίνεις πότε είναι έτοιμος για να ρίξεις το ψωμί; τον ρωτάω.
«Ο φούρνος αρχίζει και ζεσταίνεται. Όταν ασπρίσει εσωτερικά, τότε σημαίνει ότι είναι έτοιμος. Η θερμοκρασία του σε αυτή τη φάση είναι στους 400 βαθμούς. Όταν πέσει στους 200, τότε φουρνίζεις το ψωμί. Κατά τη διαδικασία του ψησίματος, θα χρειαστεί να γυρίσεις τις λαμαρίνες ώστε να ψηθεί ομοιόμορφα.
Ο Ανδρέας ψήνει δύο ειδών ψωμιά. Το χωριάτικο που έχει μέσα και αλεύρι ολικής και το άσπρο που φτιάχνεται με αλεύρι από μαλακό σιτάρι. Παράλληλα, φτιάχνει και παξιμάδια για καφέ, και δύο τρία είδη κουλουριών. Όσο μιλάμε και περνά η ώρα έρχονται και οι πρώτοι πελάτες. Καλημερίζονται και ο Ανδρέας ετοιμάζει το ψωμί. Δεν τους ρωτάει τι θέλουν, δεν του λένε τι θέλουν. «Είναι καθημερινοί πελάτες. Ακολουθούν τη ρουτίνα τους και το ίδιο κάνω και εγώ». Αυτή η επικοινωνία είναι μία μοναδική εμπειρία. Είναι αυτό που κάνει την καθημερινότητά μας ξεχωριστή.
Το ψωμί της ημέρας
Την στιγμή που αρκετοί φούρνοι έχουν μετατραπεί σε παντοπωλεία, φεύγουμε από τον φούρνο του Ανδρέα και κρατάμε εκείνη τη γλυκιά μνήμη της μυρωδιάς του ψωμιού. Σκέφτομαι την πλατφόρμα με το μωσαϊκό, πάνω στην οποία ο Ανδρέας τοποθετεί τις λαμαρίνες και τα καρβέλια με το ψωμί. Θυμάμαι τις γιαγιάδες και τους παππούδες που έφταναν ένας μετά τον άλλο για να αγοράσουν το ψωμί της ημέρας.
Διαβάστε ακόμα:
Το «farm to table» στην πιο αυθεντική του μορφή: Μια ταβέρνα-σύμβολο στην Αρκαδία
Μέσα στον εμβληματικό Πύργο Τσικαλιώτη στο Λεωνίδιο
Βυτίνα-Δημητσάνα-Λαγκάδια: Διαδρομή για weekend στην ορεινή Αρκαδία