Οι δρόμοι στη Νάξο, συχνά, σε φέρνουν μπροστά σε περιηγητικά οράματα και θάματα. Μια στροφή του δρόμου και μια αποκαλυπτική της εσωτερικής ζωής του μεγάλου νησιού συνάντηση: χωριά με περίοπτη ομορφιά, η Απείρανθος, αλλά και κρυμμένα μέσα σε βαθιές χαράδρες, όπως ο Δανακός. Οι πρόδρομοι της ιωνικής αρχιτεκτονικής του Παρθενώνα μεγαλόπρεποι αρχαίοι ναοί του Απόλλωνα των Υρίων και ο ολομάρμαρος της Δήμητρας του μεσόγειου Σαγκρίου, δίπλα στον ταπεινό μητάτο στα Πλατάνια του Γύρουλα, όπου οι παραδοσιακοί τυροκόμοι, ο Γιάννης και η Μαρία, πήζουν το εμβληματικό αρσενικό τυρί.

15

Οι κούροι, υπερφυσικοί και υπερβατικοί μέσα στη φύση και στην πραγματικότητα του νησιού, η κόρη με σκορπισμένα τα μέλη της στην ερημία του Φαραγγιού των Μελάνων, ο κούρος στο Φλεριό ξαπλωμένος κάτω από το γιγάντιο δένδρο, μέσα στα παραποτάμια περιβόλια, και ο θεόρατος κούρος του Απόλλωνα που αγναντεύει τη θάλασσα, πράγματι θεϊκός, καθώς προσομοιάζει με τη φιγούρα του Διονύσου, ενσωματωμένου στο βράχο.

Σαν θα μπεις σε όλες αυτές τις αισθαντικές διαδρομές της Νάξου, χρειάζεσαι να είσαι εφοδιασμένος τουλάχιστον με ένα ταιριαστό με το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα της διαδρομής φαγητό του δρόμου. Τα ενδημικά προϊόντα είναι όπως και οι ιθαγενείς κάτοικοι. Αναδύουν το άρωμα του τόπου γιατί έχουν αναστηθεί με τους χυμούς του.

Οι πατατοκεφτέδες που ετοιμάζει η κυρία Βούλα στην Πλατιά, έχουν μέσα στην ωραία γεύση τους την ουσία του σώματος της Νάξου. Οι πέντε βραστές πατάτες που ξεφλουδίζει και λιώνει με το πιρούνι έχουν τα συστατικά της γης, όπως και το ξερό κρεμμύδι που ψιλοέκοψε, και ο μαϊντανός και ο δυόσμος που πετάχτηκε δίπλα, στον κήπο, και τα έφερε για να τα προσθέσει στο μίγμα που ζύμωνε μαζί με τέσσερα αβγά, ξυσμένο το εμβληματικό αρσενικό τυρί της Νάξου, αλάτι και πιπέρι. Η έγνοια της ήταν η ζύμη να είναι αφράτη, ώστε να είναι τέτοια και τα μπαλάκια που αλεύρωνε και έριχνε στο τηγάνι με το καυτό ελαιόλαδο με κορωνέικο λάδι της Γαλήνης.

Εφοδιασμένοι με πατατοκεφτέδες μπαίνουμε στην πρώτη και καλύτερη διαδρομή μας για τον Κούρο του Απόλλωνα. Τείνει προς τη θάλασσα και διατρέχει την ακτογραμμή: Γαλήνη, Εγγαρές, αμπελοτόπια, Αμπράμ, πύργος Αγιάς, Απόλλωνας. Αριστερά του δρόμου ο παράκτιος οικισμός, δεξιά ο κούρος. Τα παιδιά τρελαίνονται να κάνουν τσουλήθρα επάνω στο γιγαντιαίο, πέτρινο, σώμα του γενειοφόρου άντρα, που φέρνει πολύ στο θεό του κεφιού, της γιορτής και του παιχνιδιού, Διόνυσο, ο οποίος παντρεύτηκε, εδώ στη Νάξο, την Αριάδνη και δέθηκε μαζί της. Δεν ξέρω αν η πρόθεση αυτών των αρχαϊκών λιθοξόων ήταν να αποσπάσουν από το βράχο, να το μεταφέρουν κάπου αλλού και να στήσουν όρθιο ένα άγαλμα ύψους δέκα και πλέον μέτρων, βάρους πολλών τόνων, που όμοιό του δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Ο κούρος έχει μείνει εκεί, ξαπλωμένος, ενσωματωμένος στο αρχαίο λατομείο, πέτρα ριζιμιά, για να συντηρεί το μυστήριό του με ένα αδιόρατο χαμόγελο. Μισοτελειωμένος, για να μην πει ποτέ όλα τα μυστικά του και όλη την αλήθεια του. Και να αφήνει τη ζωή να κυλά χαρμόσυνα και αισθαντικά επάνω του, και, κατ’ επέκταση, επάνω στο σώμα της Νάξου, πάντα, ευχαριστημένη και χορτάτη.

Στην επιστροφή, στάση στην άκρη της κοιλάδας των Εγγαρών, ξέρετε, αυτήν που περιγράφει με θαυμασμό ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Γλύκα μεγάλη είχε το νησί ετούτο (…) σωροί τα πεπόνια, τα ροδάκινα, τα σύκα, κι η θάλασσα ήρεμη». Ναι, αυτή η ήρεμη θάλασσα στο βάθος είναι ο Αμμίτης, εκεί που σβήνουν τα κύματα των ξινών και γλυκών χρυσόδενδρων, μεταξύ των οποίων και η παμπιλόνα, που τη λένε και φράπα, σχεδόν ενδημικό εσπεριδοειδές. Εδώ στις Εγγαρές, το άρωμα και η γεύση της φιλοξενίας ταυτίζεται με αυτό το πολύ ιδιαίτερο, γλυκό του κουταλιού που ετοιμάζει η κυρία Στέλλα τον χειμώνα, αλλά, καθώς είναι τόσο θελκτικό, εξαντλείται σχεδόν όλο πριν φτάσει το καλοκαίρι και οι παραθεριστές. Φυλάει μόνο πολύ λίγο για εξαιρετικές στιγμές, και το εμφανίζει πάντα συντροφιά με τη σούμα.

Αλλά και στο τέρμα αυτής της διαδρομής, στη Γρόττα της Χώρας, υπάρχει νόστιμο φαγητό που σε περιμένει. Χοιρινό με άγριες προβάτσες. Το μαγειρεύει στο «Κόζι» η αδελφή του Βαγγέλη, η Μαρία, στην κουζίνα της απέναντι από την Πορτάρα, αυτό το υπέροχο παράθυρο προς το Αιγαίο, επάνω στο νησάκι Παλάτια: πρώτα «ξεβράζει», όπως χαρακτηριστικά λέει, τις προβάτσες, τις ζεματίζει, δηλαδή, σε καυτό νερό. Μετά τσιγαρίζει τις μπριζόλες από τον χοιρινό λαιμό σε πληθωρικό ελαιόλαδο και μπόλικο κρεμμυδάκι –και φρέσκο και παλιό– μαζί με άνηθο, μετά τις μπριζόλες και μετά όλα μαζί με το ζουμάκι τους μέχρι να ροδίσουν. Σβήνει το φαγητό με γενναία δόση λευκού κρασιού ή ροζέ, βράζουν όλα μαζί, μέχρι να συμπληρώσει ζεστό νερό, που θα σκεπάζει έως και δύο δάκτυλα πάνω από το κρέας. Όταν θα τσιμπιέται, σημάδι ότι κοντεύει να γίνει, βάζει τις ζεματισμένες προβάτσες για να βράσουν όλα μαζί τα συστατικά του φαγητού. Όταν το κατεβάσει από τη φωτιά το αβγοκόβει για να δέσει, με τέσσερα αβγά, μια κουταλιά της σούπας χυμό λεμονιού και ζουμί.

Οι ποταμιές μοιάζουν με αρτηρίες με ζωντανό αίμα στον εσωτερικό κόσμο της Νάξου. Κι οι πιο ειδυλλιακοί δρόμοι στο νησί είναι αυτοί οι βαθύσκιωτοι, μέσα ρεματιές ή τις ποταμιές, σύμφωνα με την παραστατική λαλιά των αυτοχθόνων, ειδικά αυτός που οδηγεί στον κρυμμένο στα περιβόλια, που ωριμάζουν τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων, κούρο του Φλεριού. Ξαπλωμένος κάτω από το θόλο των κλαδιών του γιγάντιου δένδρου, μοιάζει να απολαμβάνει την αιώνια μοναξιά του, καθώς οι εποχές περνούν από πάνω του, μεταμορφώνοντας το αναλόγως της φορεσιάς των φύλλων του. Τώρα το χειμώνα, και μέχρι τις αρχές της άνοιξης, τα γυμνά κλαδιά ταιριάζουν με τις ξερολιθιές και το μάρμαρο, όλα στο χρώμα της τέφρας, και δημιουργούν μαγική εικόνα, που μόνο το άσπρο-μαύρο της φωτογραφίας μπορεί να υπαινιχθεί. Το μυστήριο του αρχαϊκού κούρου κάτω από το δένδρο, δίπλα στη ξερολιθιά, διαχέεται, μετά, τριγύρω στα περιβόλια, και ξεδιαλύνεται από το φως του ήλιου που κάνει να λάμπουν οι καρποί που κρέμονται από τα δέντρα σαν λαμπερά στολίδια.

Ο κούρος στο Φλεριό μοιάζει να απολαμβάνει την ακινησία του –ίσως λόγω του σπασμένου γονάτου του– και τη μοναξιά του, αν και είναι συχνές οι επισκέψεις των ανθρώπων που θέλουν να ψαύσουν με τα ακροδάκτυλά τους την αδρή επιφάνεια του αγάλματος. Αυτός ο κούρος μοιάζει τακτοποιημένος στην σκιά του δένδρου, όχι όπως η κόρη των Μελάνων, που τη λένε και του Φαραγγιού, που κείτεται κοντά τριάντα αιώνες τώρα στην ερημιά, σχεδόν παραπεταμένη και ξεχασμένη. Παλαιότερα, όταν έπαιρνες το μονοπάτι που ξέφευγε από την ποταμιά για να τη συναντήσεις, έπρεπε να σε οδηγήσει κάποιος αυτόχθων για να επιτύχεις την ευτυχή συνάντηση μαζί της. Τώρα πάει δρόμος, αλλά εγώ νοσταλγώ την αναζήτηση του μονοπατιού με τον Γιώργο, και τα δυσδιάκριτα ίχνη του αρχαίου λατομείου, μέχρι την ομιλούσα πέτρα στη γυμνή πλαγιά, ανάμεσα στα μεσογειακά φρύγανα, που λέει μόνο αινίγματα για τον πάμπλουτο εσωτερικό κόσμο αυτού του συναρπαστικού νησιού. Μα πιο γοητευτική είναι η αναζήτηση του μονοπατιού για τη λύση του αινίγματος, παρά η ίδια η λύση. Ίσως και αυτό να είναι, εν τέλει, η λύση.

Στην Ποταμιά, ένα ειδυλλιακό σημείο της εσωτερικής της Νάξου, λειτουργούσαν κάποτε δεκατρείς νερόμυλοι που τότε άλεθαν το αλεύρι για τις σεφουκλωτές, τα πιροσκί που έπαιρναν οι ξωμάχοι μαζί τους στο χωράφι. Τώρα στο Ιεράδο, στο «Βασιλικό», στην όχθη του ποταμού της Ποταμιάς, η κυρία Γεωργία πλάθει για εμάς σεφουκλωτές για το δρόμο προς τους κούρους. Φτιάχνει ένα ζυμάρι με αλεύρι, νερό, μαγιά, αλάτι και λίγη ζάχαρη, και την αφήνει μισή ώρα να ανεβεί. Μετά πλάθει με τα χέρια της μια πίτα που βάζει στο κέντρο της δυο κουταλιές γέμιση από ψιλοκομμένα –ένα φρέσκο και δύο ξερά– κρεμμύδια, άνηθο, μαϊντανό, αλάτι και πιπέρι. Τσιγαρίζει πρώτα το κρεμμύδι στο ελαιόλαδο και μετά προσθέτει και τα άλλα υλικά, συν δυο κουταλιές ρύζι. Σφίγγει καλά τα πιτάκια με τα δάκτυλα να μην ανοίξουν και τα τηγανίζει σε καυτό λάδι. Είναι που είναι ο δρόμος ειδυλλιακός μέσα στα περιβόλια με τα χρυσόδενδρα, αλλά, τώρα, γίνεται και απολαυστικός.

Ο Νίκος Γ. Μαστροπαύλος είναι δημοσιογράφος, δημιουργός της eudemonia.gr, ιστοσελίδας αφιερωμένης στον πολιτισμό των καθημερινών απολαύσεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

Διαβάστε ακόμα:

4 φαγητά της αυθεντικής ελληνικής cucina povera

To σταμναγκάθι και τα «βρώματα» στην κόψη του χειμερίου κύματος

Η χειμωνιάτικη γεύση της παραδοσιακής Μυκόνου