Ποτέ στο Αιγαίο δεν όριζαν τη μεγαλοσύνη τα μεγάλα μεγέθη, αλλά το, σχεδόν, ηρωικό ελάχιστο. Μόνο η θάλασσα είναι μεγάλη και απέραντη, μπροστά στις μικρές στεριές, τα στέματα (έτσι λένε οι νησιώτες τα πολλά υποσχόμενα βολικά σημεία της ακτής απ’ όπου μπορούν να ψαρέψουν από στεριάς) της ζωής των αμφίβιων ανθρώπων που τόλμησαν να τα κάνουν μικρές πατρίδες. Ακόμη και τα ιερά νησιά, όπως η Κέρος, και αργότερα η Δήλος, είναι μεγαλόχαροι μικρόνησοι. Γενικώς, όλες οι μικρές στεριές που σήμερα είναι ακατοίκητες, έλαβαν την ευλογία από την παλιά και τη νέα θρησκεία, να κρατήσουν στους κόλπους τους τη ζωή των αυτοχθόνων που τις επέλεξαν να είναι τα σπίτια, οι στέρνες και τα χωράφια τους, που πάει να πει η πατρίδα τους.
Η Δήλος, βέβαια, η φήμη της οποίας προϋπήρχε της γειτονικής Μυκόνου, σημαίνει πολύ περισσότερα. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, από την Ιαπωνία και την Αυστραλία, μέχρι τα μέρη μας, τη Μεσόγειο και το Αιγαίο, οι άνθρωποι μέσω των μύθων τους, εκδήλωναν πάντα την πίστη ότι το σπίτι τους ταξιδεύει καταμεσής του ωκεανού. Ο κόσμος όλος είναι νησί, και τα νησιά δημιουργήθηκαν για να ταξιδεύουν. Γι’ αυτό ήταν μεγάλη θυσία για τη Δήλο να δεχθεί να εγκαταλείψει τη φύση της, τον άδηλο πλάνητα βίο στους ωκεανούς του κόσμου, και να ρίξει άγκυρες στο κέντρο του Αιγαίου και να γίνει Δήλος. Σε αντάλλαγμα πήρε τη θεία χάρη να έρχονται άνθρωποι απ’ όλους τους ωκεανούς του κόσμου, σε μια πάντα επίκαιρη, διαχρονική ιεροτελεστία στο αρχαίο πνεύμα.
Όλα άρχισαν όταν η Λητώ, η εγγονή του Ουρανού και της Γαίας, παρακάλεσε για χάρη των μικρών θεών που κυοφορούσε από την ένωσή της με τον Δία, την Άρτεμη και τον Απόλλωνα, καταδιωκόμενη από τη ζήλια της Ήρας εγκυμονούσα, ζήτησε από όλα τα βουνά και τα νησιά του ελλαδικού χώρου, από την Κρήτη μέχρι τη Ρήνεια, να τη δεχτούν και να την κρύψουν, αλλά κανένα δεν τολμούσε να το αποφασίσει. Μόνο η Δήλος, που αν και φοβόταν πολύ το θεϊκό βάρος, δέχτηκε. Οι θεοί την στερέωσαν στο βυθό με τέσσερις κολώνες. Η Λητώ γέννησε πρώτα την Άρτεμη και μετά τον Απόλλωνα, και οι φόβοι της Δήλου για σίγουρη περιφρόνηση της ταπεινότητάς της από τους μικρούς θεούς, έγινε ευλογία. Τα νησιά τη θαύμασαν και έστησαν γύρω της έναν κυκλικό χορό. Έγιναν Κυκλάδες. Η φτωχή Δήλος των μικρών θεών, έγινε πλούσια, μεγάλη και τρανή.
Η παρουσία θεών και από άλλες γωνιές της Μεσογείου δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο στην κοσμοπολίτικη Δήλο, αλλά και στη γειτονική Ρήνεια που φαίνεται ότι έλαβε συγχώρεση για την άρνησή της να δεχτεί να γίνει λίκνο του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας. Έγινε η νεκρόπολη της Δήλου και έστω κι έτσι κατέλαβε κι εκείνη μια θέση σε αυτόν τον μεγαλόπρεπο αρχαίο κόσμο. Αυτή την ιστορία μάς τη διηγείται ο τάφος της Φιλούς. Η νεαρή γυναίκα -που έφερε ξανά στο φως ο Δ. Σωτηρόπουλος τον Αύγουστο του 1898- φορούσε χρυσό δακτυλίδι με το όνομά της (Φιλώ) και είχε στα χέρια της χάλκινο σείστρο με ράβδους που αρχικά έφεραν κύμβαλα, διακοσμημένο με αιλουροειδή και σύμβολα της Ίσιδας. Καθώς το σείστρο είναι όργανο της αιγυπτιακής λατρείας, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η νεκρή ήταν ιέρεια της Ίσιδας. Τα γυάλινα αγγεία κατεύθυναν την χρονολόγηση του ταφικού συνόλου προς τον 1ο/2ο αιώνα μ.Χ.
Στον δικό μας πολιτισμό, όλα μπορούν να ειπωθούν γύρω από το πλούσια και αισθαντικά στρωμένο τραπέζι που δεν σταματά να λέει ιστορίες. Ειδικά, αν στη συντροφιά των φίλων από την άλλη Μύκονο και των εμπνευσμένων μαγείρων από τα νησιά γύρω από τη Δήλο, συμμετέχει και ο Δημήτρης Αθανασούλης, ο διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, ο οποίος μεταξύ των άλλων διευθύνει και το πρόγραμμα «Small Cycladic Islands Project». Το «Πρόγραμμα Έρευνας Κυκλαδικών Νησίδων» έχει απλωθεί εδώ και τέσσερα καλοκαίρια σε εξήντα οκτώ ακατοίκητες μικρές στεριές, που μέσα στη σημερινή ερημιά τους κρατούν καλά κρυμμένο το σπουδαίο παρελθόν τους ως κρίσιμοι κρίκοι για την κατανόηση της διαχρονικής λειτουργίας του Αρχιπελάγους, από την πρωτοκυκλαδική εποχή μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα.
Τώρα αυτές οι πολύ μικρές Κυκλάδες καλοδέχονται στους απάνεμους από τα μελτέμια, μοναχικούς όρμους τους, τα σκάφη αναψυχής, που ταράζουν την ηρεμία των αιγοπροβάτων που συνεχίζουν να βόσκουν στις ανεμοδαρμένες ράχες τους. Γιατί αυτοί οι κάτοικοι δεν «έφυγαν» ποτέ. Τα ευρήματα στο εκπληκτικό Ακρωτήρι της Θήρας μας πληροφορούν ότι από την εποχή του Χαλκού η ζωικής προέλευσης τροφή προερχόταν κατά 80% από τα εκτρεφόμενα αιγοπρόβατα. Όπως και το αρσενικό πρόβατο που ενηλικιώθηκε στη Ρήνεια -στειρωμένος από φυσικού του, που σημαίνει ότι το κρέας του δεν μύριζε- που ο Δημήτρης Ρουσουνέλος και η υπόλοιπη συντροφιά από τη Λέσχη Γαστρονομίας Μυκόνου μαζεύτηκε για να τον απολαύσει με άγρια χόρτα αβγολέμονο, όπως προβάσια, κυρίως, αλετρίδες, γαλασίδες, λάπαθα, καρύδες, μοσχόγουλα και άλλα μυρωδικά χόρτα, ένας καταπράσινος κήπος που δεν φαντάζονται οι θερινοί επισκέπτες ότι θάλλει το θέρος στα νησιά του Αιγαίου· και στα πιο μικρά, όπως η Ρήνεια, όπου έβοσκε επί τρία χρόνια ο κριός.
Ο Γιάννης Γαβαλάς, ο μάγειρας που επιμένει να δίνει εξαιρετική γεύση στις Μικρές Κυκλάδες με το εστιατόριο «Αρακλειά» στην Ηρακλειά, μας περιγράφει την πορεία του μέχρι το τραπέζι μας: Το κρέας του ξεκοκαλίστηκε (τα κόκκαλα βασανίστηκαν στη φωτιά για να βγάλουν ζωμό, ένα μέρος του οποίου προσφέρθηκε ως «καλωσόρισμα») πέρασε, στην αρχή, από το τηγάνι. Τα μικρά κομμάτια του σοταρίστηκαν σε ελαιόλαδο και διευθετήθηκαν σε μεγάλη κατσαρόλα, φαρδιά, για να μην πλακωθεί το ένα από το άλλο. Μετά από ένα «χάιδεμα» σε ελαιόλαδο, πρόσθεσαν κρεμμύδι ξερό και λίγο αλάτι, γιατί δεν θέλουμε να σκληρύνει το κρέας. Πρόσθεσαν ζουμί μέχρι να καλυφθεί το κρέας, βάλανε καπάκι, και μόλις πήρε δυνατή βράση, χαμήλωσαν τη φωτιά και άφησαν το φαγητό στην ησυχία του τρεις ώρες να σιγομαγειρευτεί.
Μόλις το κρέας «τσιμπιώτανε», συμπλήρωσαν το φρέσκο κρεμμυδάκι, τον άνηθο, και, μετά από πέντε λεπτά, τα ζεματισμένα χόρτα. Πήρε βράση για δέκα λεπτά ακόμα, όχι παραπάνω, και έσβησαν τη φωτιά, αφήνοντας το να ηρεμήσει από τον βρασμό, για ένα τέταρτο της ώρας. Ετοίμασαν το αβγολέμονο -χυμός φρέσκου λεμονιού, κρόκους αβγών- αβγόκοψαν το φαγητό και το χύλωσαν με μία, επί πλέον, βράση, την οποία διέκοψαν αμέσως. Όπως λέει ο Γιάννης, το βασικό σε αυτό το φαγητό είναι η αποκλειστική χρήση ζωμού και καθόλου νερού, ο οποίος το εμπλουτίζει και του δίνει δύναμη. Μετά τον μάγειρα τον λόγο πήρε ο Δημήτρης Αθανασούλης, ο οποίος μας μετέφερε στο αρχέγονο τοπίο που καταγόταν ο κριός και το οποίο πολύ λίγο έχει αλλάξει: «Στις ανασκαφές, εκτός από τα σπουδαία και σημαντικά, βρίσκουμε και τεκμήρια της καθημερινότητας, που δείχνουν τη διαχρονία του Κυκλαδικού πολιτισμού και της κοινωνίας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα· και νομίζω η γαστρονομία, αυτό που κάνει ο Δημήτρης, αυτό που γίνεται στη Μύκονο μέσα σε αυτή τη λαίλαπα του υπερτουρισμού, είναι πραγματική συνεισφορά στον πολιτισμό του νησιού και των Κυκλάδων· γιατί, μη ξεχνάμε, η γαστρονομία είναι η συνέχεια, ο ενδιάμεσος κρίκος στον άυλο και στον υλικό πολιτισμό, επομένως είναι η γέφυρα η οποία συνδέει το χθες με το σήμερα.
Εμείς, λοιπόν, που υπηρετούμε το χθες, σκάβοντας, βρίσκουμε πράγματα που μας δίνουν πληροφορίες και για τη διατροφή και για τις καλλιέργειες και για τη ζωή της καθημερινότητας στις Κυκλάδες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί μας δείχνει τη συνέχεια και τη διαχρονία που κατάφεραν και κράτησαν οι Κυκλάδες, κι αυτή είναι μεγάλη αξία που έχουν αυτά τα νησιά. Κρατάνε το τοπίο και αυτόν που λέμε ελληνικό τρόπο ζωής αλώβητο. Η προσπάθεια των Μυκονιατών να κρατήσουν ζωντανή τη σχέση τους με τη γη εκδηλώνεται στη Ρήνεια».
Από την ίδια παράδοση της βοσκικής στη Ρήνεια, κατάγεται και το σπάνιο τυρί που μας δείχνει ο Γιώργος Συριανός στο τυροκομείο «Mykonos Farmers» στον Άγιο Λάζαρο της Μυκόνου. Η οικογένειά του συνεχίζει αυτή την πολύ παλιά συνήθεια της παραγωγής του «βραστού» τυριού στη Ρήνεια, που κρατά από τα αρχαία χρόνια, από τότε που ο άρχοντας των Δηλών -της Δήλου και της Ρήνειας δηλαδή- έστελνε σε ένδειξη εκτίμησης στον ομόλογό του της Αιγύπτου πολύτιμο δώρο πέντε κεφάλια. Το βραστό τυρί είναι παρόμοιο με τη γραβιέρα και παράγεται την τελευταία περίοδο του αρμέγματος, όταν το γάλα δεν αντιδρά πλήρως και δεν πήζει σωστά. Το έβραζαν, λοιπόν, για να το σώσουν, και έτσι προέκυψε αυτό το τυρί, το οποίο άρχισαν να κάνουν και με πλήρες γάλα, προσθέτοντας, απλώς, αλάτι, και αναθερμαίνοντας το στους 47ο, αφού πρώτα το άφηναν να πήξει καλά, για να γίνει πιο «λαστιχωτό». Και για να πιάσεις το καλό βραστό, πρέπει να ωριμάσει κοντά δυο χρόνια, και να αποκτήσει κοκκώδη υφή όπως η παρμεζάνα. Μια άλλη, πλούσια, γεύση των πολύ μικρών Κυκλάδων, που διαρκεί και στο σήμερα, και, μακάρι, και στο αύριο.
Ο Νίκος Γ. Μαστροπαύλος είναι δημοσιογράφος, δημιουργός της eudemonia.gr, ιστοσελίδας αφιερωμένης στον πολιτισμό των καθημερινών απολαύσεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Διαβάστε ακόμα:
Μια ημέρα στη Ρήνεια, τον κρυμμένο παράδεισο της Μυκόνου