Ομολογώ ότι είναι περίεργο που το αγαπημένο μαγαζί των παιδικών μου χρόνων δεν είναι κάποιο παιχνιδάδικο αλλά ένα καφεκοπτείο και συγκεκριμένα το καφεκοπτείο του Μαρκοσιάν, στην καρδιά της πόλης της Κέρκυρας.
Τι θυμάμαι από τον «Μαρκοσιάν»; Την υπέροχη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ αλλά κυρίως τις άπειρες καραμέλες, κάθε είδους, με πιο χαρακτηριστικές εκείνες του βουτύρου αλλά και τις μυθικές «αστακός». Κι όσο η μαμά μου αγόραζε τον ελληνικό της καφέ εγώ βουτούσα τα χέρια μου στις πολύχρωμες συσκευασίες των μικρών, ζαχαρωμένων λιχουδιών ή χάζευα τα πασατέμπο, τα στραγάλια και όλα τα είδη των φιστικιών.
Περπατώντας στην πολύβουη, αν και πεζοδρομημένη πια Γεωργίου Θεοτόκη, μπαίνοντας στο κατάστημα του Μαρκοσιάν όλα μου φαίνονται ίδια, λες και ο χώρος είναι μια κάψουλα χρόνου στην οποία όλα παραμένουν ανεπηρέαστα από τις δεκαετίες που περνούν. Δεν μπορώ να μην τονίσω στον σημερινό ιδιοκτήτη, και εγγονό του πρώτου, Λέοντα Μαρκοσιάν το πώς μοιάζει το μαγαζί του αναλλοίωτο από τον χρόνο. «Το μαγαζί παραμένει πράγματι αναλλοίωτο, εμείς οι άνθρωποι πάλι…» λέει με αυτοσαρκαστικό αλλά και γλυκό χαμόγελο. Του μιλάω για τις παιδικές μου μνήμες από τις δεκαετία του ‘80 και αργότερα τις εφηβικές από τα 90s. «Πολλοί συχνά μπαίνει στο μαγαζί κόσμος που μου αναφέρει ότι ερχόταν εδώ ως παιδί, μου φέρνουν μέχρι και τα εγγόνια τους. Μέχρι και Κερκυραίοι που πια ζουν στο εξωτερικό επιστρέφοντας στο νησί θα περάσουν έστω μια φορά από εδώ και θα αγοράσουν τον καφέ τους ή ό,τι άλλο προσφέρει το κατάστημα» λέει εμφανώς συγκινημένος.
Άλλωστε το ίδιο το καφεκοπτείο «Μαρκοσιάν» έχει προσφυγικό παρελθόν καθώς ιδρυτής του είναι ο Αρμένιος Αρσάκ Μαρκοσιάν, ο οποίος έφτασε με την οικογένεια του στην Κέρκυρα το 1908, ύστερα από τους πρώτους εκτοπισμούς πληθυσμών από τους Τούρκους. «Το καράβι έπιανε πρώτα Κέρκυρα και μετά Τεργέστη. Κατέβηκαν Κέρκυρα κι αποφάσισαν να παραμείνουν γιατί τους άρεσε εδώ ενώ άλλα μέλη της οικογένειας συνέχισαν για Γαλλία και Αμερική» εξηγεί ο εγγονός του Λέων Μαρκοσιάν και συνεχίζει την εξιστόρηση «πολλοί Αρμένιοι πέρασαν από την Κέρκυρα, δεν έμεινε τελικά μεγάλος πληθυσμός αλλά η εδώ κοινότητα ήταν και είναι ιδιαίτερα δραστήρια. Ο παππούς μου επειδή μιλούσε 12 γλώσσες βοήθησε στη διερμηνεία τους Αρμένιους που στάθμευαν εδώ στο πέρασμα τους για την υπόλοιπη Ευρώπη ή την πρώτη περίοδο της μόνιμης εγκατάστασής τους στο νησί».
Το καφεκοπτείο, λοιπόν, ιδρύθηκε το 1908 συνεταιρικά από τους Μαρκοσιάν και Τσαρουγιάν, που γνώριζαν την τέχνη του καφέ γιατί αυτή άλλωστε ήταν η δουλειά τους πριν βρεθούν στην Κέρκυρα. Αρχικά το καφεκοπτείο, που λειτουργούσε ως αποθήκη, βρισκόταν λίγα μέτρα από την σημερινή του τοποθεσία, εκεί που αργότερα και για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν τα περίφημα σουβλάκια του Μπούζη -που κι αυτά πλέον έχουν μεταστεγαστεί αλλά παραμένουν στην ίδια γειτονιά.
Ο βομβαρδισμός της πόλης της Κέρκυρας το 1944 είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφεί μεγάλο τμήμα της και μεταξύ των κτιρίων που επλήγησαν ήταν και το καφεκοπτείο των Μαρκοσιάν-Τσαρουγιάν. Μόλις οι δύο Αρμένιοι συνήλθαν από την καταστροφή και με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου συνέχισαν ο καθένας με το δικό του καφεκοπτείο. Πλέον το καφεκοπτείο, που δεν ήταν πια μόνο αποθήκη, του Αρσάκ Μαρκοσιάν, που είχε αποκτήσει έναν γιο το 1924, τον Μάρκο Μαρκοσιάν, στεγαζόταν στην Πλατεία Βραχλιώτη ενώ από το 1971 βρίσκεται στη σημερινή του τοποθεσία.
Το αποτύπωμα της μακρόχρονης ιστορίας του «Μαρκοσιάν» αναδύεται αβίαστα σε κάθε γωνιά του μαγαζιού όπως ακριβώς αβίαστα αναδύεται η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ που υποδέχεται παλιούς γνώριμους, οικογένειες που έχουν μεγαλώσει με μνήμες καραμέλας βουτύρου αλλά και τους νέους επισκέπτες που διαβαίνουν το κατώφλι του και νιώθουν αμέσως ότι εδώ είναι ένα φιλόξενο μέρος για όποιον περνά λίγες ημέρες ή μένει στο νησί. Ίσως είναι η κληρονομιά αγάπης του Αρσάκ Μαρκοσιάν που διάλεξε ως νέα του πατρίδα την Κέρκυρα και βοήθησε, όσους είχαν ανάγκη, να βρουν τη δική τους.