Ο Ίταλο Καλβίνο, ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς λογοτέχνες του 20 αιώνα, λίγο πριν πεθάνει το 1985, έγραφε ένα βιβλίο για τις πέντε αισθήσεις, καταφέρνοντας να αποτυπώσει τις σκέψεις του μόνο για τρεις: την ακοή, την όσφρηση και τη γεύση.
Στο κείμενό του για τη γεύση έδωσε τον τίτλο ‘’Sole Giaguaro’’ – (Κάτω από τον ιαγουάρο ήλιο) εμπλέκοντας με μαεστρία, το πάθος για τις γεύσεις και τον πόθο για τον έρωτα. Μόνο τυχαίο δεν πρέπει να θεωρείται το γεγονός ότι ένας άλλος Ιταλός, ο Giovanni Scaraggi, πλέον διάσημος κι αυτός, από τη συμμετοχή του στο ελληνικό Master Chef 5, άνοιξε ένα εστιατόριο με τον ίδιο τίτλο, στη Νότια Ρόδο, στεγάζοντας τον έρωτά του με την γυναίκα που στάθηκε αιτία να αφήσει την Ιταλία για την Ελλάδα.
Το πλατύ χαμόγελο της Βίκυς, μας υποδέχθηκε στην αυλή του ‘’Sole Giaguaro’’: «Καλώς ήρθατε, στο εστιατόριο μας! Ο Gio, είναι στην κουζίνα και μαγειρεύει. Θα είναι κοντά σας σε πολύ λίγο. Τι να σας φέρω να δροσιστείτε; Θέλετε να φάτε κάτι;»
Κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο του μεσημεριού -και όχι του ιαγουάρου- ξεδιψάσαμε με άφθονο νερό, καθώς η αίσθηση της όρασης χαιρόταν με την καλαισθησία του εστιατορίου, τη φροντισμένη επιλογή των τραπεζοκαθισμάτων, των διακριτικών διακοσμητικών λεπτομερειών που ομόρφαιναν το υπέροχο ανακαινισμένο κτίριο του 1923 με την ανθισμένη βουκαμβίλια και τους σγουρούς βασιλικούς. Οι μυρωδιές που αναδίδονταν από το μικρό παραθυράκι, προκαλούσαν ανοιχτά τους γευστικούς μας κάλυκες. Την απορία για όσα γίνονταν μέσα στην κουζίνα έλυσε εν μέρει ο Giovanni: «Μόλις φτιάξαμε ταρτάρ από λαβράκι, μαριναρισμένο σε ξινό τσάι και λίγο πριν βγήκαν τορτέλι γεμισμένα με ανθότυρο και λιαστή ντομάτα, κρέμα από μπιζέλια και crumble από ένα ιταλικό πικάντικο σαλάμι και λάδι από καμένο λεμόνι».
Για να απολαύσετε τις μοναδικές γεύσεις του Giovanni και της ομάδας του, θα πρέπει να κάνετε κράτηση τρεις με τέσσερις ημέρες πριν πάτε, ενώ για το Σαββατοκύριακο, καλό θα ήταν να «κλείσετε τραπέζι» μία εβδομάδα πριν.
Οι θαμώνες αρχίζουν να συρρέουν παίρνοντας θέση στη μικρή αυλή με τη μεγάλη καρδιά, καθώς όλη αυτή η ιστορία έγινε με βασικό συστατικό την αγάπη: «Από μικρός δούλευα σε εστιατόρια και μεγαλώνοντας, άρχισα να ασχολούμαι περισσότερο με τη μαγειρική. Μου άρεσε να βγάζω τα έξοδα για το Πανεπιστήμιο από κάτι που μου αγαπούσα. Σπούδασα Κοινωνιολογία και Ανθρωπολογία στη Ρώμη. Εξάσκησα το επάγγελμά μου, συμμετείχα σε προγράμματα ΜΚΟ, ταξίδεψα, αλλά τελικά επέστρεψα στη Ρώμη, αυτή τη φορά όμως για να σπουδάσω την Μαγειρική Τέχνη. Ένιωθα ότι πάντα ήθελα να κάνω στη ζωή μου κάτι δημιουργικό, που να εκφράζει τον εαυτό μου και τελικά το βρήκα στη μαγειρική».
Με θητεία σε καταξιωμένα εστιατόρια με αστέρια Michelin στη Δανία, την Ιαπωνία και την Ελλάδα, ο χαρισματικός και ταπεινόφρων αυτός Ιταλός, αποπνέει μια ζηλευτή ηρεμία καθώς μιλάμε, έχοντας πλήρη συνείδηση των προτεραιοτήτων του.
Στην ερώτηση, πώς αποφάσισε να δημιουργήσει ένα εστιατόριο σε ένα χωριό στο πουθενά, όπως είναι η όμορφη Λαχανιά, στα νοτιοανατολικά της Ρόδου, η απάντηση είναι καθαρή: «Κατά 50% οφείλεται στο ότι μου άρεσε το χωριό και η φύση που το περιβάλλει. Κατά 50% οφείλεται στη λογική και τη δυνατότητα επιτυχίας που θα είχε η έλευση ενός εστιατορίου με πιο εκλεπτυσμένες γαστρονομικές προτάσεις, σε μία περιοχή που έχει τριγύρω μόνο ταβέρνες. Θα ήθελα να τονίσω, ότι οι ταβέρνες αυτές προσφέρουν καλό φαγητό, απλά κάποιες στιγμές επιζητάς και κάτι διαφορετικό. Βασικό επίσης στοιχείο είναι ότι το κοινό που θα ανταποκρινόταν σε μία πρόταση σαν αυτή του ‘’Sole Giaguaro’’ που έχει ως βάση την ιταλική δημιουργική κουζίνα, υπάρχει ευρέως τριγύρω, καθώς διαμένουν άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Η Ρόδος είναι ένα κοσμοπολίτικο νησί κι εδώ στο μικρό και ήσυχο χωριό της Λαχανιάς που αποφασίσαμε να έρθουμε το 2018, για να περάσουμε ένα μεγάλο κομμάτι του χρόνου μας με τη Βίκυ και την κόρη μας τη Φαίδρα, είναι μία όμορφη απόφαση ζωής».