Όταν ακόμη δρόμος δεν υπήρχε -παρά μόνο ένα κακοτράχαλο μονοπάτι- εκεί, γύρω στο 1967, ο παππούς Νικόλας και η γιαγιά Κατερίνα έρχονταν μέχρι εδώ, στην περιοχή της Αγίας Άννας στη Μύκονο, δίπλα στην Παράγκα, στο χωράφι που διατηρούσαν. Φύτευαν όλα τα καλούδια και, όταν δεν μετακινούνταν με το γαϊδουράκι τους, έμεναν τα βράδια εδώ.
Την ιστορία των προγόνων του αλλά και της αμιγώς οικογενειακής ταβέρνας η οποία φέρει το ίδιο όνομα από τότε, μου την περιγράφει ο εγγονός Νικόλας, πάνω στην ένταση της δουλειάς, του καλωσορίσματος των επισκεπτών, των ασταμάτητων παραγγελιών που έρχονται στο PDA και της καλής του διάθεσης να την μοιραστεί μαζί μου.
Για να φτάσει κάποιος στην ταβέρνα του Νικόλα, ακολουθεί τους ξύλινους διαδρόμους οι οποίοι έχουν τοποθετηθεί επάνω στην άμμο για να κάνουν την πρόσβαση ευκολότερη. Αριστερά ανοίγεται η ευρύχωρη σκεπαστή κατασκευή, ενώ δεξιά είναι τοποθετημένα τα ζηλευτά και ανάρπαστα τραπεζάκια στην άμμο, κάτω από τα αρμυρίκια και τη σκιά που προσφέρουν μπροστά στη θάλασσα της Αγίας Άννας. Παντού στον αέρα πλανάται η υπέροχη και τόσο δυνατή ως ελληνική ανάμνηση, μυρωδιά των θαλασσινών μεζέδων, ψητών αλλά και τηγανιτών. Όταν άνοιξαν τη μικρή ταβέρνα ο παππούς Νικόλας και η γιαγιά Κατερίνα, οι σπηλιές της περιοχής ήταν κατειλημμένες από χίπις, τους πρώτους λάτρεις της Μυκόνου και της άγριας φύσης της. Κάθε πρωί μια ουρά από 30-40 άτομα, παιδιά των λουλουδιών, περίμεναν υπομονετικά έξω από την πόρτα για να απολαύσουν τα φρέσκα αυγά της κυρίας Κατερίνας (πολλοί εξακολουθούν να έρχονται ακόμη και σήμερα, φέρνοντας μαζί τις οικογένειές τους και περιγράφουν στα νεότερα μέλη πώς ήταν τότε η ζωή).
Η πελατεία αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο, οι μπίρες και τα λαχανικά άρχισαν να έρχονται με βαρκάκι, ο γαϊδαράκος ανέλαβε να μεταφέρει μέχρι και τον πάγο στη ράχη του, η μαγειρική γινόταν με γκαζάκια, αφού η ηλεκτροδότηση στην περιοχή δεν ήρθε παρά μόνο το 1990.
Στο πέρασμα των ετών η περιοχή άλλαξε αρκετά, χρωματίστηκε και με άλλους πίνακες, διαφορετικούς. Και η όψη της ταβέρνας άλλαξε αλλά, όπως λένε σχεδόν όλοι οι επισκέπτες -παλιοί αλλά και νέοι- η ποιότητα του φαγητού παραμένει αναλλοίωτα υψηλή. Με δικό τους μποστάνι όπου παράγεται το μεγαλύτερο μέρος των λαχανικών, με μεγάλη παραγωγή πατάτας αλλά και με αλιεύματα που ψαρεύονται κάθε πρωί με το οικογενειακό καΐκι, η ταβέρνα εμπλουτίζεται με νέες γευστικές προτάσεις, όπως το καρπάτσιο σκάρου με αχινό, δροσερό, ιωδιούχο και τόσο ξινό όσο πρέπει, ή τη γαριδομακαρονάδα ούζου, την οποία αφήνει μπροστά μου ο Νικόλας ο νεότερος με περισσή περηφάνεια, σίγουρος για το γευστικό αποτέλεσμα.
Άδικο δεν έχει.
Η ταβέρνα Νικόλας ανήκει σε αυτές τις ταβέρνες ανά την επικράτεια οι οποίες χαρακτηρίζονται ως σταθερή αξία, σχεδόν ιστορικές πια, καθώς έκαναν τα πρώτα τους βήματα πλάι-πλάι με τον επαγγελματικό τουρισμό.
Τα νέα μέλη της φαμίλιας κρατούν δίσκο από τα πέντε τους και κινούνται χαριτωμένα ανάμεσα στα τραπέζια, ενώ η γιαγιά Αικατερίνη κάνει εμφανίσεις – έκπληξη και κάθεται στα τραπέζια κοντά στην κουζίνα. Πού αλλού, θα προσέθετα εγώ.