Όντως αυτός ο αδελφοποιτός χορός, στα γυρίσματα του βιολιού, μοιάζει να κυματίζει σαν το ανήσυχο Ικάριο, και οι καρδιές να φτερουγίζουν σαν τον Ίκαρο προς τον ήλιο, αψηφώντας την επικίνδυνη εξέλιξη του μύθου, γιατί η ελευθερία μπορεί να την ανατρέψει, και η βουτιά στο πέλαγος να σημάνει ζωή, αντί για θάνατο. Γιατί αυτή η θαυμαστή τελετουργία των θερινών καριώτικων ξεφαντωμάτων που άνοιξε πριν λίγες ημέρες με το πανηγύρι του Αγίου Ισιδώρου, είναι αυτοσυγκέντρωση, όσο και συλλογική ενδοσκόπηση, και αναζήτηση της συλλογικής ευτυχίας. Τρώμε, πίνουμε και χορεύουμε στην Ικαρία, σημαίνει ζούμε τον μύθο της και το όνειρό μας.
Η Ικαρία είναι ο τόπος που μπορείς να του αφιερώσεις τα πιο στενάχωρα συναισθήματα, τους φόβους και τις έγνοιες σου, κι αυτός να τα πάρει, και, ως δια μαγείας, να τα καταχωνιάσει μέσα στα σπηλαιώδη σπίτια που είχαν για να κρύβονται από τους πειρατές ή πίσω από τους «λούρους», τις γρανιτένιες πέτρες σαν θεόρατα βότσαλα, που κάποιο υπερφυσικό χέρι σκόρπισε στο τοπίο για να ενσωματώσει σε αυτό ένα ακόμη μυστήριο. Κι η διαδρομή από το Χριστό Ραχών μέχρι το ξωκλήσι του Αγίου Ισιδώρου, ψηλά πάνω από το Καρκινάγρι, είναι σπαρμένη από τέτοια μυστήρια.
Αλλά το πιο μεγάλο από τα μυστήρια της Ικαρίας, η ιεροτελεστία του Ικαριώτικου χορού, μόλις ετοιμάζεται να ξεκινήσει από το μεγάλο χοροστάσι, μπροστά στο μικρό εκκλησάκι, που μοιάζει με πίστα απογείωσης για πετάγματα από το μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα. Ένα καλοκαίρι, πολλά πανηγύρια -πάνω από εκατό-, αδιάκοποι χοροί και σφιχταγκαλιάσματα ιθαγενών και παραθεριστών, που μετέχουν με τη ψυχή τους σε μια φορτισμένη μυσταγωγία άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς διανθισμένη με μουσική και γεύση. Όταν κουρδίζει το βιολί, όλα τα σπουδαία συναισθήματα τεντώνουν σαν χορδή τόξου, που αδημονεί να τα εκτοξεύσει.
Κι αυτοί οι γεραροί ήρωες που τέντωναν τα τόξα τους στην πεδιάδα της Τροίας -καθώς μας μαρτυρεί ο Όμηρος-, έπαιρναν δυνάμεις από το «μαγικό φίλτρο» της Ικαρίας, τον Πράμνειο οίνο, βασικό συστατικό του κυκεώνα -μαζί με αλεύρι από κριθάρι και χλωρό, κατσικίσιο τυρί. Ο εύχυμος Πράμνειος οίνος ήταν «αυστηρό» κρασί, μάλλον μπρούσκο, και δυνατό, «μέθης γεννητικό». Αλλά κανείς δεν ξέρει. Οι οινοποιοί στην Ικαρία ακόμη το ψάχνουν. Όπως ο Νίκος Αφιανές, ο οποίος το κρασί που φτιάχνει με σταφύλια που αφυδατώνονται ήπια επάνω στα κλήματα και άλλα που εκτίθενται μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου σε σκιερό μέρος, είναι γλυκύς και πιστεύει ότι προσιδιάζει με τους αρχαίους προγόνους της τέχνης του. Πάντως, τα πιθάρια θαμμένα στο χώμα μέσα στο ίδιο το αμπέλι, συνεχίζουν να υπάρχουν, όπως και το «σιφούνι», μια ιδιοκατασκευή από φλασκί και καλάμι με το οποίο ρουφούσαν το κρασί, την κινητήρια δύναμη του πανηγυριού. Και μετά περαμαρίτικος, τσαμούρικος, ραχιώτικος, συμπεθέρα, αμπελοκουτσούρα:
«Θεός που την πολυχρονεί την αμπελοκουτσούρα
Που κάμνει το γλυκό κρασί και τα ξεχνούμε ούλα.
Σιφούνι μου στραβόραδο, παλιά καταβολάδα
Κρασάκι που με κέρναγες ούλη την εβδομάδα.
-Δωσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα.
-Δώσ’ του μια για ν’ ανεμίσει κι ο χορός να νοστιμίσει».
Προς το παρόν αυτό που νοστιμίζει μέσα στο τεράστιο καζάνι πίσω από τα πανηγυρόσπιτα, είναι το βραστό που ετοιμάζουν οι άνδρες. Ευμεγέθη κομμάτια τράγου -κάπου εκατό πενήντα κιλά κρέας- βράζουν σε νερό, καρυκευμένα μόνο με θαλασσινό αλάτι και ένα ματσάκι θρούμπι, για να γίνουν θεσπέσιος ζωμός. Αυτός είναι η πρόθεση, το πρώτο που γεύονται αμέσως μετά τη λειτουργία και πριν αρχίσει η οινοποσία. Μαγειρεύει ο Πρόδρομος -ο συνταξιούχος φαροφύλακα- και καθώς ο βοηθός του σηκώνει το καπάκι του γιγαντιαίου καζανιού, εκείνος καρφώνει με την τρίαινά (που προέκτεινε με έναν σωλήνα για να φτάνει στο βάθος) του ένα μεγάλο κομμάτι κρέας και ελέγχει αν έχει βράσει.
Μετά από πολλές ώρες ο Πρόδρομος αρχίζει να εντοπίζει κάποια κομμάτια του κρέατος που είναι έτοιμα, και τα ανασύρει με την πιρούνα του. Αφού στραγγίσουν, κρατώντας τα για λίγο μετέωρα πάνω από το καζάνι, τα εναποθέτει στη μεγάλη ξύλινη σκάφη που αρχίζει σιγά -σιγά να γεμίζει. Αυτό το βραστό είναι κατά κάποιο τρόπο το πρώτο πιάτο. Παλαιότερα ήταν το κυρίως γεύμα. Κρέας, ψωμί και κρασί. Τίποτε άλλο. Τώρα αυτό είναι η πρώτη φάση του φαγοποτιού του πανηγυριού, που αρχίζει αμέσως μετά την απόλυση της λειτουργίας, όπως παλιά. Μόνο κρέας, ψωμί και κρασί. Δύο άνδρες γεμίζουν με κομμάτια κρέας από τη ξύλινη σκάφη μεγάλα ταψιά με δυο χέρια και τα πηγαίνουν στο πανηγυρόσπιτο. Ένας από κάθε παρέα παίρνει ένα μεγάλο ξύλινο δίσκο και παραγγέλνει το κρέας που θέλει. Το κόβουν, το τυλίγουν στη λαδόκολλα και το ζυγίζουν.
Βάζουν στο δίσκο ποτήρια και κρασί ή αναψυκτικά, και αφού πληρώσει αυτά που έχει πάρει, επιστρέφει στον πάγκο του. Ανοίγει στη μέση τη λαδόκολλα με το κρέας και τα χέρια αρχίζουν να πηγαινοέρχονται σε μια αρχέγονη κίνηση της διαδικασίας της τροφής, κόβοντας τη μπουκιά με τα χέρια. Μοιάζει σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει αιώνες τώρα, εκτός από την παρουσία των σύγχρονων κουτιών των αναψυκτικών και των πλαστικών φιαλών. Και κάπου εκεί περνά και ένας από τους πανηγυράδες με τον κουβά με το ζουμί και την κουτάλα, που το μεταγγίζει στα κεσεδάκια προς αγαλλίαση αυτών που ξέρουν και είναι εξοικειωμένοι με τη γεύση της «κακαβιάς των βοσκών».
Παλιά σταματούσαν εδώ. Αλλά, τώρα, τα φαγητά, είναι πολλά περισσότερα. Δίπλα στο καζάνι με το βραστό τηγανίζουν πατάτες και συκωτάκια, ενώ οι γυναίκες μέσα σε ένα από τα δύο πανηγυρόσπιτα, εμπλούτιζαν το μενού με τη σαλάτα – ντομάτα, αγγούρι, πιπεριά, κρεμμύδι, ελιές – και τα πιατάκια με τη φέτα. Στο διπλανό δωμάτιο οι άνδρες ετοιμάζουν τη δεύτερη φάση του φαγοποτιού του πανηγυριού. Αυτή είναι μια νέα προσθήκη στο τελετουργικό. Το κρέας στο φούρνο με τις πατάτες. Πάλι ο εκπρόσωπος της παρέας παίρνει τον ξύλινο δίσκο και περνά πρώτα από τις γυναίκες για να πάρει τη σαλάτα, τη φέτα και τις τηγανιτές πατάτες, μετά παίρνει στη λαδόκολλα το ψητό κρέας με τις πατάτες φούρνου που έχει παραγγείλει, το ψωμί, το κρασί και τα αναψυκτικά και πληρώνει τον λογαριασμό.
Κι έτσι, μέσα σε ευωχία, έρχεται η ώρα του χορού, με σύνθημα τις πρώτες νότες του βιολιού. Όσο διαρκούσε ακόμη η λειτουργία, ένας χορευτής επιδιδόταν στη δική του ιεροτελεστία. Πίσω από το Ιερό, είχε βγάλει τα παπούτσια και τις κάλτσες του, και είχε βουτήξει τα πόδια του στο ρυάκι που μουρμούριζε κυλώντας από τις ρίζες του άλσους των αιωνόβιων δρυών. Το καθαγιασμένο νερό από τη παλιά και τη νέα θρησκεία, δίνει φτερά στα πόδια του χορευτή, κι αυτό φάνηκε μετά στον χορό, που κράτησε και μετά την ανατολή.
Ο Νίκος Γ. Μαστροπαύλος είναι δημοσιογράφος, δημιουργός της eudemonia.gr, ιστοσελίδας αφιερωμένης στον πολιτισμό των καθημερινών απολαύσεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Διαβάστε ακόμα: