Θα εκμυστηρευτώ πως είχα να επισκεφτώ την Κρήτη πάνω από δέκα χρόνια, κάτι που συνειδητοποίησα προσφάτως, καθώς νομίζω ότι είμαι ακόμα δεκαεπτά. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η μοναδική ιδιαιτερότητα του επικείμενου ταξιδιού μου εκεί, αποτελούσε συγχρόνως και την πρώτη φορά που θα έμπαινα ξανά σε αεροπλάνο μετά από δεκαοχτώ μήνες.
Η αίσθηση ιεροτελεστίας ήταν κάτι παραπάνω από διάχυτη στην ατμόσφαιρα- ένας συνδυασμός προσμονής, ευφορίας με λίγο από φόβο. Με ταχείς ρυθμούς, σε λιγότερο από σαράντα λεπτά, βρέθηκα από το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» της Αθήνας στο «Ιωάννης Δασκαλογιάννης» των Χανίων και από εκεί οδικώς στο Ρέθυμνο.
Δε νοείται για κάποιον που θέλει να αγκαλιάσει την Κρητική κουλτούρα, να μην ενδώσει ακαριαία στη σαγήνη της τσικουδιάς της. Το κλισέ λέει πως η προσφορά της τσικουδιάς στην Κρήτη συναγωνίζεται σε συχνότητα το να ακούς «καλημέρα» και η πραγματικότητα δεν απέχει πολύ από αυτό το αξίωμα. Η τσικουδιά μέσα στα χρόνια ήταν και είναι ένα φιλικό καλωσόρισμα, ένα φάρμακο, μία παρηγοριά στις λύπες, μία συντροφιά στις χαρές. Είναι πάντα εκεί, μία σταθερά που μπορείς να υπολογίζεις, ένας πολύτιμος σύμμαχος. Από την άλλη, παρά τη δημοφιλία της, είναι και αρκετά παρεξηγημένη. Η χαμηλή τιμή της σε συνδυασμό με την ετερογενή και συχνά ασαφή πρώτη ύλη της, έχει οδηγήσει σε ατασθαλίες πάσης φύσεως. Εξάλλου, όλοι έχουμε ακούσει πως μετά από ένα σφηνάκι τσικουδιάς πρέπει να πιούμε ένα ποτήρι νερό για να ζαλιστούμε ή πως αν την πιούμε αργά το βράδυ, το επόμενο πρωί θα έχουμε πονοκέφαλο. Όλα αυτά μέχρι σήμερα.
Όταν μιλούν για το 35Ν Cretan Distillery, τα ματιά τους χαμογελούν
Μέσα στον Πηγιανό Κάμπο βρίσκεται το τεράστιο και σύγχρονο αποστακτήριο του 35Ν Cretan Distillery. Η ξενάγηση εκεί σύντομα μεταφράστηκε σε αρμένικη επίσκεψη καθώς όταν συναντάς ανθρώπους με ειλικρινείς προθέσεις, καταλήγεις να περάσεις παραπάνω ώρα από ότι υπολόγιζες. Η ομάδα που κρύβεται πίσω από αυτό το εγχείρημα, τη μετεξέλιξη δηλαδή τη τσικουδιάς από ένα προϊόν σε χύμα μορφή σε ένα εμφιαλωμένο premium ποτό, αποτελείται από τους Γιώργο Μαρκουλάκη, Ηλία Μελισσουργό και Παντελή Φανουργάκη.
Ο Γιώργος είναι πρόσχαρος, ετοιμόλογος και οξύς. Ο Ηλίας είναι πληθωρικός και γλαφυρός ενώ ο Παντελής συνδυάζει εμπειρία ζωής με εφηβική διάθεση, φέροντας μία αύρα από Σταν Λι. Θα μπορούσαν να αποτελούν ήρωες τηλεοπτικής σειράς, τόσο για τη μεταξύ τους χημεία όσο και για την ιστορία που κουβαλάνε. Γνωρίζονται περισσότερο από τριάντα χρόνια και πάντα ήθελαν να ανεβάσουν την τσικουδιά στο πιο υψηλό βάθρο ποιότητας. Έχουν όλοι τους ξεχωριστές, κύριες δουλειές και κάθε επένδυση στο αποστακτήριο έχει γίνει από προσωπικά τους έξοδα. Το μόνο κίνητρο και κέρδος τους είναι η υλοποίηση του οράματός τους.
Όταν μιλούν για το 35Ν Cretan Distillery, τα ματιά τους χαμογελούν, είναι σεμνοί και ταπεινοί αλλά με αυτοπεποίθηση για το δημιούργημά τους. O Γιώργος αναφέρει «Όλη η δουλεία ανήκει στον Ηλία που δημιούργησε το αποστακτήριο και πειραματίστηκε με επιμονή και τρομερή εξειδίκευση σε διάφορες ποικιλίες. Δεν έκανε εκπτώσεις σε τίποτα για αυτό έχουμε άριστη πρώτη ύλη· πετάμε πολύ προϊόν και κρατάμε όσο μεγαλύτερη καρδιά αποστάγματος, υψηλής καθαρότητας μπορούμε. Σε αυτό βοηθάει το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε και έναν εξαιρετικό εξοπλισμό, υπάρχουν εγκατεστημένοι χάλκινοι άμβυκες, μηχανές στα πρότυπα των αντίστοιχων Γερμανικών, χρήση ατμού και απόλυτη τήρηση των κανόνων της ασυνεχούς κλασματικής απόσταξης. Όταν ξεκινούσαμε θεωρούσαμε ότι θα κάνουμε κάτι μικρό, στην πορεία, όμως, έγινε κάτι πολύ μεγάλο, ξέφυγε από την έννοια της τρέλας της στιγμής και πήρε μία επαγγελματική υπόσταση. Τα πάντα είχαν τη δική τους σημασία, από το πώς θα σχεδιάσουμε το μπουκάλι, ποιο θα είναι το κοινό που θα απευθυνθούμε, ακόμα και τι ονομασία θα έχουμε. 35North, γιατί ο αριθμός 35 αντιπροσωπεύει τον 35ο παράλληλο του πλανήτη μας που διασχίζει την Κρήτη από τη μία άκρη έως την άλλη. Ένα όνομα ξεχωριστό για εμάς. Δε θα γινόταν ποτέ με αυτή την πρώτη ύλη να ονομάσουμε την τσικουδιά «Ο Ψηλορείτης» ή «Ο Μινώταυρος».
Ο Ηλίας λέει: «Ο στόχος μας είναι η τσικουδιά που κάνουμε να αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις κάθε φορά που τη δοκιμάζεις, έτσι ώστε να δημιουργήσει αυτό που λένε οι millenials «κοινότητα» (σ.σ. στιγμιαία ξαφνιάζομαι που ακούω αυτή την ορολογία αλλά την επόμενη στιγμή αυτομαστιγώνομαι καθώς συνειδητοποιώ πόσο αθόρυβα ριζωμένα είναι μέσα μας κάποια στερεότυπα. Οι Κρητικοί μπορεί να είναι άνθρωποι που τιμούν και συνεχίζουν τις παραδόσεις τους, ταυτόχρονα, όμως, γνωρίζουν την εποχή που ζουν και τις ανάγκες της). Θέλουμε ο κάθε άνθρωπος που το δοκιμάζει να λέει στην παρέα του ελάτε να πιούμε ένα ποτό που ανακάλυψα πρόσφατα και δεν παίζεται. Αν έχεις παρατηρήσει πια, οι νέοι όταν βγαίνουν έξω να πιούν το ποτό τους, ζητούν συγκεκριμένες μάρκες όχι απλά ένα ουίσκι ή μία βότκα» και συνεχίζει «Η τσικουδιά είναι το σήμα κατατεθέν της Κρήτης αλλά πολλές φορές την έχουμε κακοποιήσει και κακομεταχειριστεί. Μάλιστα, συνειδητοποίησα μέσα στα χρόνια, πως σε πολλές περιπτώσεις, τα σταφύλια που απέρριπτε η οινοποίηση, τα έπαιρναν οι άνθρωποι και τα χρησιμοποιούσαν σε καζάνια για να κάνουν τσικουδιά. Ό,τι δεν είχε πωληθεί δηλαδή ή δεν είχε χρησιμότητα, γινόταν τσικουδιά».
«Πες το πείσμα όλο αυτό»
Τον λόγο παίρνει ο Παντελής, περιγράφοντας γεγονότα με θέρμη σαν να έγιναν χθες «Πες το πείσμα όλο αυτό. Ταξιδεύουμε κάθε χρόνο επί εικοσιπέντε χρόνια στο εξωτερικό και βλέπουμε τους πάντες να έχουν απογειώσει τα τοπικά τους προϊόντα. Βρισκόμασταν σε εκθέσεις και αναρωτιόμασταν, είμαστε άραγε τόσο πίσω, κάνουμε κάτι λάθος; Εκείνοι γιατί αναδεικνύουν αυτό που αγαπάνε και εμείς το υποβαθμίζουμε; Η ποιότητα της τσικουδιάς πολλές φορές δεν είναι αυτή που θα έπρεπε, ακόμα και ο τρόπος που διακινείται (σε πλαστικές συσκευασίες, όχι γυάλινες) την υποτιμά ως προϊόν και μπορεί να την καθιστά και επικίνδυνη. Από προσωπικές μας αναζητήσεις ξεκίνησε η ιδέα της αρχικής παρασκευής. Περνούσε ένας φίλος δηλαδή, του δίναμε να δοκιμάσει από τη τσικουδιά μας, την έπινε του άρεσε, ερχόταν πάλι, μας ζητούσε ένα μπουκάλι όχι ένα ποτήρι. Αυτό το περιστατικό επαναλήφθηκε τόσες πολλές φορές που είπαμε πως πρέπει να ξεκινήσουμε την παραγωγή επίσημα και μαζικά όπως και κάναμε τον Αύγουστο του 2020».
Σκέφτομαι πως όλο αυτό το εγχείρημα είναι μεγαλεπήβολο και κουβαλάει από πίσω του και μία αγωνία, του τι σήμαινε και τι σημαίνει για τους Κρητικούς η τσικουδιά η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή και την κοινωνία τους. Μην ξεχνάμε πως τη δεκαετία του ‘20 υπήρχαν Μικρασιάτες, τη δεκαετία του ‘40 έγινε ο πόλεμος, αργότερα ήρθε η Χούντα, μετά το ‘70 άρχισε να ανθίζει ο τουρισμός, ανατρέποντας καθημερινές συνήθειες χρόνων. Η τσικουδιά ήταν πάντα παρούσα, ακολουθούσε πιστά τα σημεία των καιρών και εξελισσόταν. Όταν κάποια στιγμή η κοινωνία πήρε μία διαμορφωμένη όψη, η τσικουδιά ήταν ήδη καθιερωμένη ως χαρακτηριστικό ποτό της περιοχής. Θα μπορέσει, τελικά αυτή η παρέα φίλων να αλλάξει το παγιωμένο κατεστημένο και να διορθώσει ένα κρίμα; Η απάντηση θα δοθεί από τον χρόνο αν και το μέλλον προβλέπεται παραπάνω από ευοίωνο.
Στο 35Ν Cretan Distillery υπάρχουν τέσσερις βασικές και έξοχες ποικιλίες αυτή τη στιγμή
Η μπλε πολυποικιλιακή, από επιλεγμένους αμπελώνες που διαθέτουν τα καλύτερα Κρητικά σταφύλια, με ισορροπημένη επίγευση, χωρίς ποτέ να νιώσεις γρέζι στο λαιμό.
Η τσικουδιά από τη Γαλλική ποικιλία Syrah, ίσως η πιο ξεχωριστή της σειράς, η οποία φέρει χαρακτηριστικά brandies ως προς την απόσταξη, το άρωμα και την βελούδινη επίγευση.
Η ποικιλία Μοσχάτο Σπίνας με ισχυρές εντάσεις σε αρώματα και μακρά επίγευση που διαθέτει ένθερμους φίλους αλλά και πιο διστακτικούς δοκιμαστές. Πρέπει να την δοκιμάσετε πριν αποφασίσετε.
Η πολυποικιλιακή τσικουδιά αναμεμειγμένη με ορεινό θυμαρίσιο μέλι χωρίς καμία προσθήκη τεχνητών χρωστικών. Γλυκιά με δυνατή γεύση και άρωμα θυμαριού.