Σήμερα τα ξενοδοχεία μπορούν να προσφέρουν ότι μπορεί να φανταστεί κανείς σε εμπειρία, υποδομές και υπηρεσίες. Υπάρχει όμως κάτι πολύτιμο που, αν δεν το έχουν, δεν κτίζεται και σίγουρα δεν αγοράζεται: Η ιστορία. Η ιστορία είναι η πολύτιμη κληρονομιά, αλλά και η τέλεια αφορμή για να δραστηριοποιηθεί ο ξενοδόχος με πάθος, επιμονή και όραμα.
Μία τέτοια ιδιαίτερη περίπτωση συναντά ο ταξιδιώτης και στο Kinsterna Hotel στη Μονεμβασιά. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο βυζαντινό αρχοντικό που ανακατασκευάστηκε και λειτουργεί ως ξενοδοχείο μέσα σε έναν άπλετο, περιβάλλοντα χώρο η ιστορία του οποίου, πραγματικά χάνεται στα βάθη των αιώνων, καθώς η ηλικία του δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς, ωστόσο πιθανολογείται μεταξύ 1667-1783 μ.Χ. και 1720-1784 μ.Χ.
Το Δωμάτιο 37
Ένα από τα ανεκτίμητα στοιχεία του Kinsterna, είναι το Δωμάτιο 37, όπου έως τη δεκαετία του ’70, αποτέλεσε, με την τότε μορφή του, το ιδιαίτερο διαμέρισμα της Λίνας Καπιτσίνη, της τελευταίας Λαίδης της Μονεμβασιάς. Το βέβαιο είναι ότι το Δωμάτιο 37, θα εμποδίσει τον επισκέπτη από το να ξεπακετάρει γρήγορα τις βαλίτσες του, γιατί με το που θα ανοίξει την πόρτα του, τον προκαλεί να το εξερευνήσει. Το μεγαλόπρεπο τζάκι του και το σημείο με το γυάλινο πάτωμα με το εσωτερικό φως, το οποίο αποκαλύπτει τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά στοιχεία, είναι δύο μόνο από τα ιδιαίτερα σημεία του δωματίου. Ανοίγοντας τις κουρτίνες, το παράθυρο του δωματίου αποκαλύπτει τη θάλασσα και τις κατάφυτες πλαγιές, ενώ κάτω από την πετρόχτιστη βεράντα του, απλώνεται η εσωτερική αυλή με τη μεγάλη στέρνα, η οποία έχει αναδειχθεί με τον καλύτερο τρόπο και στην οποία οφείλει το ξενοδοχείο την ονομασία του.
Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και η έμφαση στη λεπτομέρεια, συμπληρώνουν την ατμόσφαιρα που τυλίγει κάθε γωνιά του αρχοντικού. Όπου και να κοιτάξει κανείς, αποκαλύπτει και από κάτι αυθεντικό, όπως ξύλινα δοκάρια στο ταβάνι, ένα παλιό κλειδί στην κλειδαριά που συνυπάρχει αρμονικά με το ηλεκτρονικό κλειδί, μία λεπτοδουλεμένη δαντέλα, έναν δίσκο αλλοτινών εποχών, γεμάτο μπρούτζινα σκεύη φιλέματος, ακόμη και στο παραθυράκι του μπάνιου, έχει φτιαχτεί προσεκτικά μία μικρή φωλιά για τα πουλιά, εντείνοντας την αίσθηση αγκαλιάς και φροντίδας που αποπνέει ο χώρος.
Η ζωή στο αρχοντικό: Ουσία πέντε αστέρων
Το αρχοντικό και το κτήμα του, ξεναγούν τον επισκέπτη σε έναν άλλο, αυτόνομο τρόπο ζωής, τον οποίο συνδυάζει τόσο φυσικά με την πολυτέλεια της σύγχρονης εποχής. Εξάλλου αυτή είναι και η φιλοσοφία των ιδιοκτητών του, να εισάγουν τον ταξιδιώτη στον κόσμο του αρχοντικού, όπως ήταν τότε, στους βενετικούς και οθωμανικούς χρόνους, με τις πηγές του, τις εργασίες της γης και της κουζίνας και την παραγωγή των παραδοσιακών του προϊόντων.
Με έμφαση στην αναβίωση και ενίσχυση των πανάρχαιων πρακτικών, όπως είναι ο τρύγος, η παραγωγή κρασιών και τσίπουρου, το μάζεμα της ελιάς και η παραγωγή ελαιολάδου, το ζύμωμα του ψωμιού, η παρασκευή σαπουνιού και η ύφανση στον παραδοσιακό αργαλειό, οι εμπνευστές του αρχοντικού στη σημερινή του μορφή έχουν καταφέρει να διασφαλίσουν ότι η τοπική κοινότητα και η περιοχή θα επωφεληθούν από αυτό το μοντέλο αειφορίας.
Στην όμορφη περιήγηση στο αρχοντικό, οι ταξιδιώτες έχουν πολλά μικρότερα και ουσιώδη ταξίδια να απολαύσουν. Από τη βιβλιοθήκη με τα πολύτιμα κειμήλια, το κελάρι με τα κρασιά του κτήματος, όπου ανάμεσά τους ξεχωρίζει το περίφημο βυζαντινό Μαλβαζία, την ασύγκριτη, πολυεπίπεδη γαστρονομία του με προϊόντα του τόπου, τους κήπους με τα ενδημικά φυτά και βότανα και τα ελεύθερα άλογα και τα πρόβατα, μέχρι τις περιμετρικές πισίνες και τις θεραπείες spa, εμπνευσμένες από τα τοπικά συστατικά. Όλα τα παλαιά και νέα στοιχεία της μονάδας, συνθέτουν ένα αρχέτυπο σκηνικό ευζωίας.
Η τουριστική πτυχή
Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή της μονάδας κ. Χρήστο Πουλάκη, το Kinsterna δυναμικότητας 52 δωματίων (εκ των οποίων 2 βίλες με ιδιωτικές πισίνες) προσελκύσει πελατεία σε ποσοστό 60% από τις ξένες αγορές και 40% από την ελληνική αγορά. Από τις ξένες αγορές, κυριαρχεί η βρετανική και ακολουθούν η ελβετική, η βελγική, η γερμανική, η γαλλική, η ιταλική και η αμερικάνικη. Όπως αναφέρει σχετικά, σε άρθρα που έχουν γραφτεί στον διεθνή Τύπο χαρακτηρίζουν το συγκρότημα σε συνδυασμό με το κτήμα που το περιβάλλει, ως την Τοσκάνη της Ελλάδας. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο, της φιλοσοφίας λειτουργίας του συγκροτήματος, είναι η αναβίωση, ως μέρος της τουριστικής εμπειρίας, δραστηριοτήτων όπως το μάζεμα και το πάτημα των σταφυλιών, το μάζεμα της ελιάς, το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού, η παραγωγή τσίπουρου, η παραγωγή κεριού και σαπουνιού κ.ά. Στις διαδικασίες αυτές, μπορούν να συμμετέχουν οι πελάτες χωρίς χρεώσεις ενώ υπάρχουν και δραστηριότητες επί πληρωμή όπως για παράδειγμα η παράδοση μαθημάτων από μελισσοκόμο, που δείχνει στους επισκέπτες -οι οποίοι φορούν τις ειδικές στολές προστασίας -τη διαδικασία παραγωγής μελιού.
Η ιστορία του αρχοντικού μέσα στους αιώνες
Το 1670, ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, παρατήρησε ότι υπήρχαν πολλές κοινόχρηστες κινστέρνες στην Μονεμβασιά, οι οποίες αποτελούν ένα σημαντικό μνημείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής. Τα οθωμανικά χαρακτηριστικά του κτιρίου, όπως οι πολεμίστρες και τα μεγάλα τζάκια με τις καμινάδες, είναι ακόμα εμφανή μέχρι σήμερα, αναμειγμένα με βυζαντινά και ενετικά στοιχεία, όπως η εξωτερική όψη των τοίχων και τα κεραμικά σχέδια. Το πλούσιο, πολύπλοκο παρελθόν του αρχοντικού αποκαλύπτεται επίσης μέσα από τη θέση ενός αμυντικού κανονιού, του ελαιοτριβείου, ενός κελιού φυλακής που σήμερα αποτελεί σουίτα του αρχοντικού, Byzantine Suite 25, ή τις κρυφές αποθήκες, Kinsterna Suite 39.
Μετά την επανάσταση του 1821, το αρχοντικό, του οποίου παλαιότερος γνωστός ιδιοκτήτης ήταν ο Ιμπραήμ Μπέης, ήρθε στην κυριότητα του ελληνικού κράτους. Στη συνέχεια, το 1870, το κτήμα αγοράστηκε από την οικογένεια Καπιτσίνη η οποία κατοικούσε σε μέρος του συγκροτήματος μέχρι τη δεκαετία του ’70. Μετά το 1980, το συγκρότημα άρχισε να εγκαταλείπεται, ενώ το 2002 αγοράστηκε από τους σημερινούς ιδιοκτήτες του.
Η ιδέα για την υλοποίηση
Το 2006, μια ταλαντούχα ομάδα αρχιτεκτόνων, μηχανικών και σχεδιαστών ξεκίνησε την αποκατάσταση του αρχοντικού, σε συνεργασία με την αρμόδια Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μεθόδους και τοπικά υλικά, παλαιά αλλά και ντόπια φυσικά υλικά. Κατά το έργο αποκατάστασης ενσωματώθηκαν πολλά από αυτά τα υλικά, όπως κυπαρίσσια, καλάμια, μαυρόπλακες, χειροποίητα κεραμίδια από το Γεράκι, παλαιά μάρμαρα Πεντέλης, χειροποίητες σιδερένιες πόρτες στο καμίνι, παλαιά φανάρια και ποικιλία παλαιών αντικειμένων. Πολλοί τεχνίτες της περιοχής που παρέδωσαν τις γνώσεις τους από γενιά σε γενιά συνέβαλαν σε αυτό το αριστούργημα. Παρά το τεράστιο μέγεθος του έργου και τις πολλές προκλήσεις, το αρχοντικό αναγεννήθηκε ως ένα boutique ξενοδοχείο το 2010.
Διαβάστε ακόμα:
Ναύπλιο, Πήλιο, Μονεμβασιά: Οδηγώντας την άνοιξη σε τρεις από τις ομορφότερες διαδρομές στην Ελλάδα
Γύρω από τη Μονεμβασιά: Επιβλητικά σπήλαια, εξωτικές αμμουδιές και βυθισμένες προϊστορικές πόλεις