Η Villa «Π» πήρε το όνομα από το σχήμα της. Υπάρχει δηλαδή, μια αναφορά στην ελληνική ιστορία και παράδοση με τρόπο σημειολογικό και βαθύ.
Αυτό μας εξηγεί και ο επικεφαλής αρχιτέκτονας του έργου, Δημήτρης Ποτηρόπουλος: «Έχουμε το λευκό χρώμα που συναντάμε συχνά στην ελληνική παράδοση, είτε στα σπίτια των Κυκλάδων, είτε στο χρώμα του μάρμαρου της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Κι επίσης το ορθογώνιο σχήμα, το κλασικό γεωμετρικό περίγραμμα του ελληνικού ναού. Αυτά βέβαια μεταφράστηκαν με ένα σύγχρονο τρόπο. Οι γνωστές κολώνες, το περιστύλιο του ελληνικού ναού μεταφράζονται εδώ σε ένα είδος barcode. Έχουμε δηλαδή αυτή τη μνήμη του αρχαιοελληνικού ναού αλλά δεν θέλαμε να τη μεταφράσουμε μορφολογικά με προφανή τρόπο».
Η αντίληψη του αρχιτεκτονικού γραφείου ταιριάζει με αυτή του φιλοσόφου Heidegger, «μόνο σε μια κατοικία συμφιλιωμένη με την φύση ο άνθρωπος είναι-μέσα-στον-κόσμο και σε μία ασφαλή σχέση μαζί του». Στο πλαίσιο αυτό, η αναζήτηση μιας ισορροπημένης σχέσης ανάμεσα στο κτήριο και την Φύση παραμένει κεντρικό ζητούμενο. «Ειδικότερα στις ημέρες μας, όταν η πρόοδος της επιστήμης οδηγεί σε έναν τρόπο ζωής που όλο και περισσότερο κυριαρχείται από τα προϊόντα αλλά και τα σύμβολα της τεχνολογίας. Σε αυτό το τεχνο-κεντρικό περιβάλλον οφείλει η αρχιτεκτονική να αντιτάξει τις αρχές της οικολογίας και τον πολιτισμό, με το να διαμεσολαβεί ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα, την ιστορία και τον άνθρωπο, προκειμένου να ικανοποιήσει θεμελιώδεις ανάγκες του που έχουν πλέον σχεδόν ξεχαστεί», μας εξηγεί ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος.
Η λογική της αρχιτεκτονικής προσέγγισης ήταν η αειφόρος ανάπτυξη. «Για να αποφύγουμε λίγο το κλισέ του βιοκλιματικού σχεδιασμού» συμπληρώνει ο επικεφαλής του project. Σημαίνει ότι επέλεξαν οικολογικά, δηλαδή ανακυκλώσιμα υλικά, τέτοια που να εξυπηρετούν τη λογική της αειφόρου ανάπτυξης.
Είναι project που ολοκληρώθηκε μέσα στο 2021. Απέναντι στη δυσκολία του κορονοϊού το γραφείο βρήκε τη λύση της «τηλεργασίας». Ήταν το πρώτο αρχιτεκτονικό γραφείο στην Ελλάδα που «έκλεισε», και συνέχισε να λειτουργεί με την εξ’αποστάσεως εργασία. «Είχα δει που πήγαινε το πράγμα και μίλησα με ξένα γραφεία που είχαν ήδη κάνει βήματα προς τα μπρος. Οπότε προλάβαμε να πάρουμε το software να ενισχύσουμε το hardware και μετά πήρε ο καθένας τον υπολογιστή του σπίτι. Ούτως η άλλως έχει δυσκολίες η τηλεργασία: πέφτει το ίντερνετ και δεν μπορείς να το ελέγξεις αυτό, όταν είναι πάρα πολλοί στην τηλεδιάσκεψη βαραίνει πάλι και πρέπει να επαναλάβεις αυτό που έχεις πει για να καταλάβει ο άλλος. Και βεβαίως τα σχέδια τα βλέπεις σε μικρότερη κλίμακα δεν τα βλέπεις τυπωμένα ή σε μεγάλες οθόνες που έχουμε στο γραφείο».
Η «ηθική» του σχεδιασμού προκύπτει από το «habitus», δηλαδή τις “συνήθειες”. Σχετίζεται με τον τρόπο ζωής, με την ατμόσφαιρα της διαβίωσης, δεν απευθύνεται άμεσα στο κτήριο/κατασκευή, αλλά κυρίως στο βίωμα που αυτό προκαλεί. Ο φυσικός χώρος του ανθρώπου είναι εντέλει και ο βιωματικός του χώρος, και το αντίστροφο. Η «αφήγηση» που επινοήθηκε στην περίπτωση της “Villa “Π” δεν είναι απλά μια εικονογραφική μεταφορά, αλλά μια διαρκής διάδραση που προτρέπει τον χρήστη να αφουγκραστεί την συνομιλία του τόπου –το φυσικό περιβάλλον αφενός, και την μνήμη της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης, με την βαθύτερη σημασία της στην συγκεκριμένη περίπτωση, αφετέρου– με τον σύγχρονο τρόπο κατοίκησης.
Η εσωτερική διακόσμηση έγινε από το γραφείο Potiropoulos+Partners. “Αυτό που μας επηρέασε ήταν η θέα: τι μπορούσες να δεις από κάθε σημείο του οικοπέδου. Η θάλασσα και οι δαντέλες της ακτής. Αυτά τα δύο στοιχεία μας επηρέασαν στο πως θα οργανώσουμε και πως θα τοποθετήσουμε στην κάτοψη τους χώρους μας. Και αντίστοιχα στον υπαίθριο χώρο τις αντίστοιχες δραστηριότητες: Ξαπλώστρες, καθιστικά κλπ”. Έτσι αξιοποιείται στο μέγιστο βαθμό η τοποθεσία της βίλας.