Έφτασα ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι. Η ήλιος έπαιζε με τις σκεπές κι ο αέρας κουβαλούσε τις μυρωδιές της ανθισμένης υπαίθρου. Η ξύλινη πύλη του Αρχοντικού Παρνασσού Δαδί ήταν ορθάνοιχτη, περιμένοντας να μας υποδεχτεί και να μας φιλοξενήσει. Αυτό θα ήταν το καταφύγιο μας για τις επόμενες ημέρες -και τι καταφύγιο! Ένα στολίδι του τόπου, που στέκει αγέρωχο από τον 19ο αιώνα, προσεκτικά φροντισμένο, γεμάτο μνήμη και ιστορίες, παλιές και πολύτιμες.
Ο μπλε καναπές του χώρου υποδοχής δημιουργεί την κατάλληλη φωλιά για τις παρέες τα βράδια, εκεί που οι ιστορίες ξεδιπλώνονται μπροστά στο τζάκι που σιγοκαίει ολονυχτίς. Τα δωμάτια προσεκτικά φροντισμένα, με ονόματα λουλουδιών, σαν μία νοερή ανθοδέσμη, αδημονούν να μας αγκαλιάσουν. Το δικό μας: η Ανεμώνη. Με το πρώτο βήμα, κατευθύνομαι στη μπαλκονόπορτα, και το καθόλα γραφικό μπαλκόνι μας, που ανοίγει στην αυλή και προσφέρει θέα έως τη βουνοπλαγιά. Βαθιά ανάσα και επιστρέφω στο εσωτερικό του δωματίου, όπου δεν με κρατά πολύ, καθώς είμαι έτοιμη για εξερεύνηση.
Περπατώ στους διαδρόμους του ξενώνα, μαζεύοντας με το βλέμμα και τα υπόλοιπα λουλούδια της ανθοδέσμης. Επιστρέφω στο σαλόνι, παρατηρώ το μεσημεριανό φως που πλημμυρίζει τον χώρο. Μία πελώρια δέσμη φωτός με καλεί στο πίσω μέρος της τραπεζαρίας, με την επιβλητική ξύλινη τζαμαρία και την υπέροχη θέα στον κήπο. Μία εξίσου εντυπωσιακή σύνθεση σαλονιού, που έχει την πρόθεση να σε κρατήσει παραπάνω από όσο θες (αλλά ελπίζεις). Προσεκτικά τοποθετημένες μικρές λεπτομέρειες σε κάθε σημείο του χώρου σε καλούν να ανακαλύψεις τις ιστορίες που έχουν να σου διηγηθούν.
Η ευγενική και χαμογελαστή υπάλληλος του ξενώνα με φιλεύει λικέρ καρύδι και προσεγγίζω εκ νέου τη ζεστασιά του πέτρινου τζακιού, σε αναμονή της υπόλοιπης παρέας. Λίγη ώρα αργότερα, παρατηρώ ότι εμφανίζονται άνθρωποι από όλες τις πιθανές εισόδους και εξόδους του χώρου «κι άλλοι εξερευνητές!», σκέφτομαι και χαμογελώ. Έτοιμοι για την εξόρμησή μας στην Αμφίκλεια!
Η επόμενη συνάντηση είχε κάτι το οικείο, σαν να ήμασταν παλιοί γνώριμοι που συναντιούνται ξανά, μόνο που το ραντεβού μας είχε οριστεί στα μονοπάτια της ιστορίας, στα καλντερίμια της Αμφίκλειας. Στα γραφεία του Parnassos Hiking Club (Εθνικής Αντιστάσεως 5), συναντήσαμε τους ανθρώπους του και συνοδοιπόρους μας για τη μέρα. Ξεκινήσαμε για το «City Trail», μια διαδρομή-αφήγηση του τόπου. Η διαδρομή προτάθηκε από την ομάδα και πόσο δίκιο είχαν! Μία διαδρομή στα στενά της Αμφίκλειας συνδέοντας σημεία πολιτιστικού, θρησκευτικού, αρχιτεκτονικού και ιστορικού ενδιαφέροντος. Κάθε στενό της πόλης, κάθε τοίχος σπιτιού, κάθε βρύση, έχει κάτι να πει -αρκεί να έχεις τη διάθεση να ακούσεις. Διασχίσαμε τη μικρή πόλη της Αμφίκλειας με ρυθμό ήσυχο, σχεδόν ευλαβικό.
Η διαδρομή του City Trail μάς οδήγησε από στενά λιθόστρωτα γεμάτα ανθισμένες αυλές και γιασεμιά που ξεχείλιζαν από τα κάγκελα των σπιτιών, μέχρι το ιστορικό κέντρο του χωριού, όπου κάθε πέτρα θαρρείς πως κουβαλά τη δική της μνήμη. Περάσαμε από το παλιό Δημοτικό Σχολείο, σήμερα κοιτίδα πολιτισμού και από τα πατροπαράδοτα καφενεία, με τις ψάθινες καρέκλες ακόμη νωπές από τη θύμηση των θαμώνων. Και, φυσικά, κάναμε μία δροσερή στάση στη βρύση της Χορευταριάς. Το μονοπάτι ανηφόρισε ήπια, αφήνοντάς μας να ρίχνουμε κλεφτές ματιές σε αυλόγυρους και λουλουδιασμένες γωνιές, μέχρι που βρεθήκαμε στο ύψωμα πίσω από τον Άγιο Νικόλαο. Από εκεί, όλη η Αμφίκλεια απλωνόταν κάτω μας -και στο βάθος, πάντα ο Παρνασσός, αμετακίνητος, παντοτινός. Πόση ιστορία μπορεί να χωρέσει ένας τόπος! Η αίσθηση που μένει είναι σα να γυρίζουμε από κάποια μακρινή διαδρομή, κι όμως δε φύγαμε ποτέ.
Ολοκληρώνουμε τη διαδρομή, στην κεντρική πλατεία της Αμφίκλειας, όπου σήμερα συγκεντρώνονται τα περισσότερα καφενεία και οι ταβέρνες και συναντάμε ντόπιους να απολαμβάνουν τον απογευματινό τους καφέ. Με παρότρυνση της ομάδας Parnassos Hiking Club, η διαδρομή του «City trail» δεν ολοκληρώνεται επίσημα, εάν δεν σφραγιστεί η γνωριμία μας με γευσιγνωσία ντόπιου παγωτού. Και ποιοι είμαστε εμείς να αρνηθούμε την τελετουργία; Αργά το απόγευμα, γεμάτοι με νέα γνώση και την αίσθηση δημιουργίας μίας νέας σύνδεσης με τον τόπο, επιστρέφουμε στο Αρχοντικό. Καθόμαστε στο σαλόνι, με το ξύλο να τρίζει στη φωτιά και συζητώντας για την πρώτη μας επαφή με τον τόπο. Αν και μόλις νεοαφιχθείς στη μικρή αυτή πόλη, έχουμε πολλά να μοιραστούμε, σαν ιστορίες από τα παλιά που λένε οι φίλοι όταν βρίσκονται μετά από χρόνια. Από το παράθυρο, το σκοτάδι σκεπάζει τις στέγες, και ο ξάστερος ουρανός αντανακλά στα μάτια μας.
Ετούτο το βράδυ ο ύπνος ήρθε γλυκά και ήταν γεμάτος όνειρα. Έχοντας στο νου όλη την πληθώρα ιστορικών πληροφοριών για τον τόπο χτίζω ιστορίες με τους ήρωες της Επανάστασης, τους ταξιδιώτες που φτάνουν με το τραίνο στο σταθμό, τους εμπόρους που έρχονται μακριά φέρνοντας καλούδια από μακρινές χώρες, τους κατοίκους που βγαίνουν καθημερινά στον εμπορικό δρόμο και βρίσκουν κάθε λογής μαγαζάκια. Και κάνω ύπνο βαθύ, γιομάτο.
Την επόμενη μέρα, με ξυπνά γλυκά ο ήχος της βροχής στα παραθυρόφυλλα και το τραγούδι των πουλιών. Ο ύπνος εξίσου γλυκός και για λίγο επιστρέφω στις ιστορίες του νου. Δεν είμαι σίγουρη για πόση ώρα έμεινα κοιμώμενη, αλλά η βροχή έχει πλέον δώσει τη θέση της σε έναν γαλάζιο ουρανό. Το φως της άνοιξης διαπερνά το παράθυρο του δωματίου στο Αρχοντικό Παρνασσού Δαδί – ένα φως ευγενικό, λουσμένο σε χρώματα που μόνο η φύση ξέρει να συνθέτει τόσο σοφά.
Η μυρωδιά φρεσκοψημένης πίτας και ζεστού καφέ με «αναγκάζει» να αποχωριστώ με γοργούς ρυθμούς το κρεβάτι. Χειροποίητα καλούδια κάθε λογής και χρωματικών αποχρώσεων συνθέτουν μία πανδαισία πρωινού, πλήρη σε επιλογές που δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Μετά το πρωινό, και γεμάτοι ενέργεια, συναντάμε ξανά την ομάδα του Parnassos Hiking Club. Αυτή τη φορά, η διαδρομή θα μας έβγαζε έξω από την Αμφίκλεια, προς το μονοπάτι που ονομάζεται «Πλάι» – και που για μένα έμελλε να σημαίνει πολλά. Ξεκινάμε με το πρόσωπο στραμμένο στον ήλιο. Το τοπίο, ανάλαφρο και γενναιόδωρο, μοιάζει με ζωγραφιά, ολάνθιστο και καταπράσινο. Η βλάστηση, σε κάθε βήμα, μας αγκαλιάζει και πιο πολύ. Το μονοπάτι μας οδηγεί σε σημεία που κάποτε ήταν περάσματα μυστικά, γνωστά μόνο στους ντόπιους και στους ανθρώπους που σέβονται τη Γη, όπως η ομάδα του Parnassos Hiking Club.
Κάπου στη μέση της διαδρομής, στεκόμαστε να ξαποστάσουμε, σε ένα σημείο που σου κόβει την ανάσα: στο πυροφυλάκιο. Καθισμένοι στην άκρη του ξέφωτου, ανταλλάσσουμε λίγες κουβέντες – τις απαραίτητες. Όλα τα υπόλοιπα τα λέει η φύση γύρω μας (και η θέα!). Σε αυτό το σημείο παραδέχομαι πως ένιωσα αυτό που σπάνια βρίσκει κανείς: το απόλυτο παρόν. Λίγο πριν νυχτώσει, επιστρέφουμε, φίλοι πια (και σχεδόν ντόπιοι). Τα πόδια μας πονούν γλυκά, με τρόπο τέτοιο που νιώθεις πως αξίζει. Επιστρέφουμε στο Αρχοντικό και μας καλωσορίζει μια σιωπή φιλόξενη, ένα φλιτζάνι τσάι που αχνίζει, και εκείνη η αίσθηση πως ανήκεις. Κρατώντας το τσάι στα χέρια, βγαίνω στην αυλή. Δε νιώθω έτοιμη ακόμη να αποχαιρετίσω τη μέρα και τα χρώματά που έχει γεμίσει το σούρουπο τον ουρανό.
Σχεδόν ξεχνιέμαι με τις σκέψεις μου και με βρίσκει το σκοτάδι. Το Αρχοντικό στέκει επιβλητικά και σχεδόν μαγικά, φωτισμένο με τα θερμά χρώματα του εξωτερικού φωτισμού, κάτω από τον έναστρο πια ουρανό. Σκέφτομαι πως το Αρχοντικό δεν είναι απλώς ένας ξενώνας. Είναι μέρος με χαρακτήρα, με αυθεντικότητα, με μια φιλοξενία που δεν προσποιείται. Σε αφήνει να είσαι, να ησυχάσεις, να ακούς τον εαυτό σου. Κι αυτό είναι πολυτέλεια ακριβή.
Η Αμφίκλεια με βρήκε απροετοίμαστη και ευγνώμων. Δεν τη ζήτησα, κι όμως με δέχτηκε σαν να με ήξερε από παλιά, όπως και οι άνθρωποί της. Το τελευταίο βράδυ μας βρίσκει παρέα με τη θαλπωρή που εκπέμπει το τζάκι και πρόσωπα κουρασμένα, αλλά ήρεμα. Το επόμενο πρωινό, μετά από ένα γεμάτο γεύμα, αποχαιρετούμε το Αρχοντικό Παρνασσού Δαδί, την ομάδα του Parnassos Hiking Club και την Αμφίκλεια. Και καθώς τους αφήνουμε πίσω μας, ένα κομμάτι μας μένει εκεί. Γιατί υπάρχουν τόποι που δεν επισκέπτεσαι απλώς – τους κουβαλάς μέσα σου. Και η Αμφίκλεια, με τη σεμνότητα και τη μεγαλοπρέπειά της, με τους ανθρώπους της, έγινε ένας τέτοιος τόπος για μας. Ένας τόπος επιστροφής.
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Χρήστος Τζούτης
Φωτογραφίες: Γρηγόρης Καρκαλής
Κείμενο: Σόφη Μουτάφη
Parnassos Hiking Club
Αρχοντικό Παρνασσού Δαδί