Ο Αθηναγόρας Κωστάκος, καταξιωμένος σεφ, με πολυετή εμπειρία και σημαντική διεθνή παρουσία μίλησε στο «Greece Talks: Identity, Future & the Traveler» που διοργάνωσε το Travel.gr με το Πρώτο Θέμα. Ανέπτυξε την οπτική του για τον ρόλο της γαστρονομίας στην Ελλάδα εξηγώντας το δικό του «ταξίδι» στη γαστρονομική κοινότητα.

7

«Θα ήθελα να ευχαριστήσω από αυτό εδώ το βήμα τον Φώτη Τσιμέλα για την ευκαιρία που μου δίνει να συστηθώ και να πω τη δική μου ιστορία. Χρόνια πριν, στα ξεκινήματα του 2000 και για την ακρίβεια στα τέλη του 1999 αποφάσισα ότι κάτι από όσα δεν μπορούσα να εξηγήσω με γοητεύει στη μαγειρική. Δύσκολο βέβαια να το εκφράσω στους γονείς μου που ήδη σέρβιραν και ήταν ιδιοκτήτες αλλά και πρωταγωνιστές της οικογενειακής μας ταβέρνας, αρκετά γνωστή και τότε και τώρα για τα δεδομένα της Ελλάδας.

Με μια βαλίτσα μόνο ρούχα, αρκετή όρεξη και σχεδόν καθόλου χρήματα ταξίδεψα και εγκαταστάθηκα στο Παρίσι όπου διδάχτηκα από τους κορυφαίους σεφ της εποχής σε εστιατόρια με 2 και 3 αστέρια michelin, τον κόσμο της υψηλής γαστρονομίας αλλά και όλα τα μυστικά που τη χαρακτηρίζουν. Λίγο αργότερα και με αφορμή ένα τηλεοπτικό διαγωνισμό στον οποίο βγήκα νικητής βρήκα τον λόγο αλλά και την οικονομική βοήθεια που έψαχνα, επέστρεψα στην Ελλάδα και άνοιξα το πρώτο μου γαστρονομικό εστιατόριο. Αν και στέφθηκε από επιτυχία επισκεψιμότητας, δημοφιλίας και με την δίκη μου εμμονή να το αναβάθμιζω σταθερά για τουλάχιστον 8 χρόνια ανακάλυψα ότι οι επισκέπτες της Ελλάδας από το εξωτερικό δεν το έβρισκαν ενδιαφέρoν σαν Ελληνική εμπειρία φαγητού και άρα απέτυχε οικονομικά. Βλέπεις, κανένας δεν φαντάζονταν την ευφάνταστη Ελληνική γαστρονομία ως λόγο επίσκεψης στην Ελλάδα.

Η χώρα μας ήταν και είναι διάσημη για τα τηγανιτά καλαμαράκια, την ελληνική σαλάτα και τη χαλαρή ατμόσφαιρα γύρω από ένα ηλιόλουστο τραπέζι. Λίγα χρόνια μετά και ενώ ήδη είχα καταλάβει ότι η φόρμουλα της υψηλής γαστρονομίας στην Ευρώπη, την Αμερική αλλά και παντού στον κόσμο δουλεύει αλλά δε δουλεύει στην Ελλάδα. Δέχτηκα μια από τις πιο σημαντικές προτάσεις συνεργασίας της ζωής μου, όπου και αποδέχτηκα. Να αναλάβω ως CHEF το γνωστό πλέον παγκοσμίως club restaurant Scorpios όπου οι απαιτήσεις του μου ζητούσαν να μαγειρέψω σε μια μόνο ημέρα φαγητό για 1200 με 1500 ανθρώπους την ημέρα. Πράγμα που μέχρι τότε δεν γνώριζα πώς να κάνω αλλά και με τι τρόπο να το κάνω για να μείνει αξέχαστο και ως μια αυθεντική εμπειρία φαγητού.

Σκέφτηκα, λοιπόν, πως η τελευταία φορά που είχα μια παρόμοια εμπειρία με «πλημμύρα» κόσμου να απολαμβάνει φαγητό ήταν στην οικογενειακή μας ταβέρνα στην Βάρη και έτσι αποφάσισα να πατήσω πάνω σε αυτό το concept και να το κάνω τόσο καλόγουστο που κανένας δεν θα σκεφτόταν ότι προέρχεται από τόσο ταπεινές καταβολές. Η επιτυχία ήταν τεράστια και η φλόγα μου πλέον για την Ελληνική κουζίνα είχε ανάψει για τα καλά. Όπως όλα όμως έτσι και η δίκη μου φλόγα κόπασε και έσβησε την εποχή του Covid. Διάφορες αρνητικές και θετικές σκέψεις γέμισαν το μυαλό μου και από τον άπλετο χρόνο να ζυμωθούν μεταξύ τους με έκαναν να καταλάβω ότι η ελληνική μαγειρική είναι σίγουρα κάτι που δεν μπορεί να εφαρμοστεί με απόσταση και με τη μορφή ατομικής μερίδας.

Όταν πλέον επέστρεψα άλλαξα όλα μου τα μενού και από ατομικές μερίδες τα προσάρμοσα σε μερίδες του «μοιράζονται», μια οικογένεια, κάποιοι γνωστοί, φίλοι ή ακόμα και άγνωστοι που τυχαία βρέθηκαν σε ένα τραπέζι και θα μοιραστούν από το ίδιο πιάτο. Θα δώσουν και θα λάβουν αγάπη, γεύση συναίσθημα και χαμόγελα. Θα τσουγκρίζουν ποτήρια με κρασί και θα μοιράζονται φαγητό αλλά και την ζωή που από μόνη της δεν έχει καμία ουσία αν δεν είναι κοινωνική. Μόνο 1-2 με χρόνια αργότερα αυτό μου το στυλ μαγειρικής έγινε τόσο γνωστό που προτάσεις από όλο τον πλανήτη με βρήκαν να ανοίγω εστιατόρια με sharing food. Από το κρύο Σικάγο στην Καυτή Σαουδική Αραβία, την αυστηρή Βρετανία, το L.A αλλά και το εξωτικό Μεξικό. Όλοι οι πελάτες μου πιστεύουν ότι το Ελληνικό φαγητό είναι ακαταμάχητο για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Είναι φαγητό βασισμένο στην μεσογειακή δίαιτα και την υγεία που προσφέρει αυτή.

Έχει κατά βάση λαχανικά, μαγειρεμένα, ωμά ή βρασμένα ελαφρά και ανακατεμένα με ελαιόλαδο. Όλα τα κρέατα και ψάρια συνήθως ψήνονται σε ανοιχτή φωτιά και μάλλον έχει τις περισσότερες Vegeterian & Vegan επιλογές από κάθε άλλη κουζίνα στο κόσμο. Είναι φαγητό φτιαγμένο για να μοιράζεται ανάμεσα σε χαμογελαστούς ανθρώπους κάτω από μια ηλιόλουστη αυλή ή μια παραλία και είναι σε κάθε του μορφή οικείο και αληθινό. Είναι φαγητό που πρώτα σε ταξιδεύει και έπειτα σου γεμίζει την ψυχή αλλά και το σώμα. Εύχομαι από αυτό εδώ το βήμα και άλλοι νέοι άνθρωποι να καταλάβουν ότι η δίκη μου ιστορία είναι ένας μικρός «ψίθυρος» και μπορεί εύκολα να γίνει μια δυνατή φωνή που θα ταξιδέψει σε χώρες που εγώ ακόμα δεν κατάφερα να πάω την Ελλάδα με την κατσαρόλα μου».