Το 44% των εισοδημάτων που δημιουργεί ο ξενοδοχειακός κλάδος κατανέμεται στους άλλους, πλην του ξενοδοχειακού, κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Το αντίστοιχο ποσοστό συνεισφοράς άλλων κλάδων της ελληνικής οικονομίας ανέρχεται σε 28%.
Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα μελέτης του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) με αντικείμενο τη φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου, που παρουσιάστηκε σήμερα σε τουριστικούς συντάκτες.
Η σχετική μελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο ερευνητικής συνεργασίας ανάμεσα στο ΙΤΕΠ και το Πάντειο Πανεπιστήμιο, με επιστημονικά υπεύθυνο τον κ. Γιώργο Σώκλη, Επίκουρο Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου. Σκοπός της είναι αφενός η εκτίμηση, μέσω της αποσύνθεσης του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού κλάδου, της φορολογικής επιβάρυνσής του και, αφετέρου, η σύγκριση των ευρημάτων με τα αντίστοιχα μεγέθη που ισχύουν, κατά μέσο όρο, στους άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας.
Άλλα βασικά συμπεράσματα της μελέτης έχουν ως εξής:
-Οι καθαροί φόροι που επιβαρύνουν άμεσα και έμμεσα το κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος αποτελούν το 19,1% του συνολικού κόστους παραγωγής, έναντι 10,2% που είναι, κατά μέσο όρο, η αντίστοιχη επιβάρυνση για τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
-Η συμμετοχή των καθαρών φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος είναι κατά 87,3% υψηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη στους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έχοντας μάλιστα αυξηθεί κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.
-Η αύξηση της συμμετοχής των φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος κατά την εξεταζόμενη περίοδο είναι σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη αύξηση στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (+22,4% έναντι +13,3%).
-Οι συνολικές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις έχουν αυξηθεί, συνιστώντας σχεδόν το 1/4 του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος (23,5%), από περίπου το 1/5 που ήταν προ δεκαετίας (19,9%). Αντίθετα, στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 15,6%, αυξημένο κατά μόλις 1 ποσοστιαία μονάδα κατά την ίδια περίοδο.
-Από την άλλη πλευρά, σχεδόν τα 3/4 (72,6%) των συνολικών καθαρών φόρων επί του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος επιβαρύνουν τους συντελεστές παραγωγής του ξενοδοχειακού κλάδου. Η ως άνω εκτιμηθείσα ανισοκατανομή της φορολογικής επιβάρυνσης του ξενοδοχειακού προϊόντος έχει οξυνθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς η αντίστοιχη επιβάρυνση βρισκόταν στο 61,7% πριν από μια δεκαετία.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης του Ινστιτούτου, η πρόεδρος του ΙΤΕΠ κα Κων/να Σβύνου επισημαίνει: «Ανατέμνοντας τα κύρια συμπεράσματα της έρευνας, γίνεται ευκόλως διακριτή η υψηλή φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου και η άνιση αντιμετώπισή του σε σχέση με τους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα γίνεται σαφές, ότι η ξενοδοχία παράγει εισοδήματα, τα οποία κατανέμονται σε άλλους κλάδους της οικονομίας σχεδόν σε διπλάσιο ποσοστό από το μέσο όρο των υπολοίπων κλάδων. Το εν λόγω γεγονός όμως, αφαιρεί καίρια όπλα από τη φαρέτρα της ανταγωνιστικότητας της χώρας στον τουρισμό σε σχέση με άλλα κράτη, αναγκάζοντας τον Έλληνα ξενοδόχο να πουλά ακριβότερα με επιβαρύνσεις που δεν του αναλογούν ή να αφομοιώνει το κόστος δυσχεραίνοντας την υγιή του λειτουργία. Επιπλέον, υφίσταται πρόσθετους δασμούς, όπως το υπεραυξημένο τέλος ανθεκτικότητας, την αύξηση του Τέλους παρεπιδημούντων και των δημοτικών τελών, καθώς και τα βέλη του αθέμιτου ανταγωνισμού από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, που εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα γκρίζο νομοθετικό και ελεγκτικό περιβάλλον».
Να σημειωθεί ότι για τη διενέργεια της μελέτης αξιοποιήθηκαν τα τελευταία ολοκληρωμένα διαθέσιμα στοιχεία για τον κλάδο σε μία φυσιολογική χρονιά όπως ήταν το 2019. Με τα πρόσθετα Τέλη που έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια στο ξενοδοχειακό προϊόν εκτιμάται ότι η επιβάρυνση σήμερα είναι υψηλότερη. Το επόμενο βήμα για το ΙΤΕΠ είναι να προχωρήσει σε σύγκριση των στοιχείων με άλλες χώρες. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο περιθώριο της παρουσίασης και σε άλλα μεμονωμένα Τέλη που προσθέτουν οι Δήμοι σε τοπικό επίπεδο. Ως παράδειγμα αναφέρθηκε πρόσφατη εισήγηση της Δημοτικής Επιτροπής του δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης που ενέκρινε τον καθορισμό Ειδικού Ανταποδοτικού Τέλους Τοπικής Βιώσιμης Ανάπτυξης το οποίο ειδικά για τα ξενοδοχεία ανέρχεται σε 12,60 ευρώ ανά τ.μ. Πρόκειται για μία απόφαση η οποία ήδη προκαλεί αντιδράσεις στους κύκλους των ξενοδόχων και ειδικότερα στην Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών, Αττικής και Αργοσαρωνικού.
Διαβάστε ακόμα:
Οι ξενοδοχειακές τιμές σε δημοφιλείς προορισμούς παγκοσμίως τον εορταστικό Δεκέμβριο