Στο τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου μεταφέρεται πλέον το ενδιαφέρον προκειμένου τα τουριστικά έσοδα της χώρας να υπερβούν τη ζώνη των 10 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε πριν από λίγο η Τράπεζα της Ελλάδος για το διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου οι ταξιδιωτικές εισπράξεις έφθασαν σε 8,75 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 139,9% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2020. Επίσης, οι διεθνείς αφίξεις στο εννεάμηνο αυξήθηκαν κατά 89% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020. Οι αφίξεις αντιπροσωπεύουν το 43% των αφίξεων του 2019 και οι εισπράξεις το 54,4% των εισπράξεων του 2019.
Τον Σεπτέμβριο, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 150,8% φθάνοντας τα 2,27 δισ. ευρώ από 867,6 εκατ. ευρώ το ίδιο μήνα του 2020. Να σημειωθεί ότι τον Σεπτέμβριο του 2019 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις είχαν φθάσει σε 2,89 δισ. ευρώ. Οι διεθνείς αφίξεις αυξήθηκαν με ποσοστό 124,4% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2020. Oι εισπράξεις και οι αφίξεις διαμορφώθηκαν στο 75,4% και στο 58,6% εκείνων του Σεπτεμβρίου του 2019 αντίστοιχα.
Να σημειωθεί ότι το 2019 που αποτέλεσε την καλύτερη χρονιά στην ιστορία του ελληνικού τουρισμού κατά το τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου τα τουριστικά έσοδα είχαν ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ. Αναλυτικά, τον Οκτώβριο του 2019 είχαν φθάσει σε 1,44 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο είχαν φθάσει σε 313,8 εκατ. ευρώ και τον Δεκέμβριο είχαν φθάσει σε 289 εκατ. ευρώ. Αυτό που μένει να εξακριβωθεί από τα στοιχεία που θα ανακοινώσει τους επόμενους μήνες η Τράπεζα της Ελλάδας είναι σε ποιο βαθμό θα καταφέρει η Ελλάδα κατά τη φετινή σεζόν να προσεγγίσει αυτά τα νούμερα στο κρίσιμο αυτό τρίμηνο για την υπέρβαση της ζώνης των 10 δισ. ευρώ στο σύνολο του έτους.
Από την άλλη, οι ταξιδιωτικές δαπάνες των Ελλήνων στο εξωτερικό για το εννεάμηνο διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα.
Ειδικότερα, οι δαπάνες των Ελλήνων στα ταξίδια τους στο εξωτερικό για το διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου διαμορφώθηκαν στα 724,9 εκατ. ευρώ έναντι 659,2 εκατ. ευρώ την ίδια περίοδο του 2020 και 2 δισ. ευρώ το 2019. Επίσης, τον Σεπτέμβριο φέτος οι ταξιδιωτικές δαπάνες των Ελλήνων στο εξωτερικό έφθασαν σε 114,5 εκατ. ευρώ από 52,1 εκατ. ευρώ πέρυσι και 213,9 εκατ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2019.
Πρωταθλήτριες Μύκονος και Σαντορίνη στην αύξηση του τζίρου των καταλυμάτων και εστιατορίων το τρίτο τρίμηνο
Εξάλλου, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή πριν από λίγο στο σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου καταλυμάτων, ο κύκλος εργασιών το τρίτο τρίμηνο του 2021 ανήλθε σε 3.612.942.597 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 125,9% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2020, οπότε είχε ανέλθει σε 1.599.439.486 ευρώ. Για τις επιχειρήσεις των Περιφερειακών Ενοτήτων με συνεισφορά στον συνολικό κύκλο εργασιών έτους 2020 μεγαλύτερη από 1% η μεγαλύτερη αύξηση στον κύκλο εργασιών το τρίτο τρίμηνο 2021 σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο 2020 παρατηρήθηκε στην Μύκονο (244,2%) και η μικρότερη αύξηση (63,8%) καταγράφηκε στην Περιφέρεια Αττικής.
Στο σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου υπηρεσιών εστίασης, ο κύκλος εργασιών το τρίτο τρίμηνο 2021 ανήλθε σε 2.313.310.051 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 36,5% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο 2020, όπου είχε ανέλθει σε 1.694.943.977 ευρώ. Για τις επιχειρήσεις των Περιφερειακών Ενοτήτων με συνεισφορά στον συνολικό κύκλο εργασιών έτους 2020 μεγαλύτερη από 1% η μεγαλύτερη αύξηση στον κύκλο εργασιών το τρίτο τρίμηνο 2021 σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο 2020 παρατηρήθηκε στη Σαντορίνη (145,3%) και η μικρότερη αύξηση (4,7%) καταγράφηκε στην Περιφερειακή Ενότητα Ευβοίας.
Για τις επιχειρήσεις του κλάδου καταλυμάτων με υποχρέωση τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σε μηνιαία βάση, ο κύκλος εργασιών τον Σεπτέμβριο 2021 ανήλθε σε 825.314.545 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 72,9% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2020, όπου είχε ανέλθει σε 477.266.293 ευρώ. Αντίστοιχα, για τις επιχειρήσεις του κλάδου υπηρεσιών εστίασης με υποχρέωση τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σε μηνιαία βάση, ο κύκλος εργασιών τον Σεπτέμβριο 2021 ανήλθε σε 162.660.345 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 42,5% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2020, όπου είχε ανέλθει σε 114.154.819 ευρώ.