Η διασύνδεση μεταξύ των κλάδων της αγροδιατροφής και του τουρισμού στην Ελλάδα είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί, καθώς δεν έχει ευδοκιμήσει στον βαθμό που θα ήταν επιθυμητός στη χώρα μας μέχρι σήμερα.
Αυτό διαπιστώνεται στη νέα έρευνα για τον Τουρισμό και την Αγροδιατροφή στην Ελλάδα που παρουσίασε η διαΝΕΟσις.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας η διασύνδεση των δύο κλάδων είναι σε θέση να καταστήσει το τουριστικό προϊόν μας–που παραμένει σε μεγάλο βαθμό μονοδιάστατο, με έντονη χρονική και χωρική συγκέντρωση, και το οποίο απειλείται από τον αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό– ανθεκτικότερο και ελκυστικότερο, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τα οφέλη του μπορούν να διαχυθούν πιο αποτελεσματικά στην ευρύτερη οικονομία. Με άλλα λόγια, είναι ένας τρόπος να μεγαλώσει η «πίτα», αλλά και να τροφοδοτηθεί δημιουργικά ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα εμπλεκομένων. Δημιουργούνται, επίσης, τεράστιες ευκαιρίες για την εγχώρια αγροδιατροφή, ως ένας στόχος που είναι σε θέση να αναζωογονήσει και να κινητροδοτήσει έναν κλάδο που έχει ανάγκη την εξωστρέφεια, την καινοτομία και τη συνεργατικότητα.
Η διασύνδεση αυτή είναι επίσης απολύτως συντονισμένη με τη στροφή στη βιωσιμότητα που προκύπτει τα τελευταία χρόνια ως διεθνής τάση αλλά και επιταγή. Άλλωστε, μπορεί ο τουρισμός να αποτελεί παγκοσμίως έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους, με σημαντική συμβολή στην οικονομική δραστηριότητα, όμως το αποτύπωμά του συχνά διαταράσσει την περιβαλλοντική και κοινωνική ισορροπία των τουριστικών προορισμών.
Η καλύτερη διασύνδεση του τουριστικού προϊόντος με την αγροδιατροφή αξιοποιεί στο έπακρο τα πλεονεκτήματα της χώρας μας, όπως η υψηλή ποιοτική στάθμη των αγροδιατροφικών προϊόντων της –με τη σημαντική της έμφαση στην υγιεινή διατροφή– αλλά και η άυλη πολιτιστική της κληρονομιά.
Με βάση την υφιστάμενη βιβλιογραφία για τη διασύνδεση μεταξύ των δύο κλάδων, τις διεθνείς καλές πρακτικές, αλλά και τα αποτελέσματα της πρωτογενούς ποιοτικής και ποσοτικής διερεύνησής της διαΝΕΟσις, θεωρείται ότι είναι εφικτό να γεφυρωθεί με γοργούς ρυθμούς το χάσμα μεταξύ των δύο κλάδων, απαιτείται όμως όραμα, κατανόηση των παραγόντων που έχουν δυσχεράνει τη διασύνδεση όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και ένας οδικός χάρτης που να φέρει συστηματικά και μεθοδικά τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ο οδικός αυτός χάρτης προτείνεται να έχει ως σημείο αφετηρίας την «περιφέρεια» της διασύνδεσης, δηλαδή τη συντεταγμένη ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού, η οποία μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για να φτάσουμε στον «πυρήνα», επιτυγχάνοντας σε βάθος χρόνου την ουσιαστική διασύνδεση των δύο κλάδων.
Για τον σκοπό αυτό προτείνεται από τη διαΝΕΟσις η σύσταση ενός «Γαστρονομικού DMO», την επίβλεψη και την απόφαση για τη στελέχωση του οποίου μπορεί να αναλάβει ένα «Εθνικό Συμβούλιο Ελληνικής Γαστρονομίας», στο οποίο θα συμμετέχουν εκπρόσωποι των φορέων της κεντρικής διοίκησης, εκπρόσωποι της περιφερειακής διοίκησης και εκπρόσωποι των επαγγελματικών
φορέων. Ο «Γαστρονομικός DMO» θα χρειαστεί να έχει την απαιτούμενη αυτονομία ώστε να σχεδιάσει το ενιαίο (εθνικό) branding του εγχώριου γαστρονομικού χαρτοφυλακίου, να φροντίσει για την ενιαία τεκμηρίωση στοιχείων του γαστρονομικού τουρισμού εν γένει, να διαχειριστεί την ενιαία μεταφορά και διάχυση αυτών σε τοπικό επίπεδο, αλλά και να συντονίσει την ενιαία προβολή του ελληνικού γαστρονομικού τουριστικού προϊόντος.
Παράλληλα, ανεξάρτητα από τη συντεταγμένη ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού, μια σειρά από δράσεις σε κεντρικό, περιφερειακό, αλλά και τοπικό επίπεδο μπορούν να προσφέρουν λύσεις στο πρόβλημα της διασύνδεσης των δύο κλάδων.
Ακολουθούν κάποια σημαντικά συμπεράσματα που προέκυψαν από τις υφιστάμενες μελέτες σχετικά με τη διασύνδεση των δύο κλάδων, αλλά και το πεδίο του γαστρονομικού τουρισμού:
-Οι ξενοδόχοι στην Ελλάδα προτιμούν τα εγχώρια και τοπικά προϊόντα για μια σειρά από λόγους, όπως η επιθυμία στήριξης της τοπικής/εγχώριας οικονομίας, η καλύτερη ποιότητά τους και η ευκαιρία που δημιουργούν για την προσέλκυση τουριστών υψηλών εισοδημάτων.
-Οι ξενοδόχοι όμως δεν επιλέγουν τα εγχώρια προϊόντα σε τόσο μεγάλο βαθμό, κυρίως λόγω αδυναμίας κάλυψης της απαιτούμενης γκάμας, λόγω μη κάλυψης της ζήτησης και χαμηλότερης ποιότητας προϊόντων, εξαιτίας του υψηλότερου κόστους σε σχέση με τα εισαγόμενα, αλλά και διότι η συνεργασία με τους προμηθευτές είναι συχνά αναποτελεσματική.
-Προκύπτει σημαντική δυναμική του πρωτογενούς τομέα, κυρίως ως προς τα φρούτα και τα νωπά λαχανικά, αλλά και η αδυναμία του να καλύψει τις ανάγκες του τουριστικού κλάδου, ειδικά ως προς την ποσότητα και την τυποποίηση πολλών προϊόντων.
-Ο γαστρονομικός τουρισμός διευκολύνει τη σύνδεση του αγροδιατροφικού κλάδου με το τουριστικό προϊόν, αρκεί τα στοιχεία του πρωτογενή τομέα να αξιοποιούνται κατάλληλα, η αγορά των επισκεπτών να τμηματοποιείται επιτυγχάνοντας την κατάλληλη στόχευση, ο όποιος αρνητικός αντίκτυπος να περιορίζεται και, τελικά, να εξασφαλίζεται ότι «ο γαστρονομικός τουρισμός θα φέρνει ψωμί στο τραπέζι όλων».
-Οι εμπειρίες γαστρονομικού ενδιαφέροντος απορροφούν σημαντικό μερίδιο των δαπανών των επισκεπτών, με τις νεότερες γενιές να δίνουν έμφαση σε αυτές, όπως και οι «foodies».
-Μια εδραιωμένη γαστρονομική ταυτότητα διευκολύνει τον στρατηγικό σχεδιασμό του γαστρονομικού τουρισμού μιας χώρας, ωστόσο στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχει μια συγκεχυμένη αντίληψη για το πώς προσδιορίζεται η αμιγώς εθνική γαστρονομία.
-Οι περιορισμένες ποσότητες οδηγούν τους επιχειρηματίες του τουρισμού να ορίζουν ευρύτερα το «τοπικό» για να συμπεριλάβουν προϊόντα από μια μεγαλύτερη περιοχή.
-Σε πολλές χώρες Destination Management Organizations (DMOs) ηγούνται των στρατηγικών για τη διασύνδεση των κλάδων και την ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού.
Βασικά συμπεράσματα ποιοτικής ανάλυσης
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα των 14 ημιδομημένων συνεντεύξεων που πραγματοποιήθηκαν με παράγοντες του τουρισμού, της εστίασης και της αγροδιατροφής;
-Οι συμμετέχοντες από τον κλάδο του τουρισμού εντοπίζουν πλεονεκτήματα από την ένταξη εγχώριων/τοπικών προϊόντων στα μενού τους, ενώ αρκετοί παρατηρούν μια στροφή των επισκεπτών υπέρ του παραδοσιακού, υγιεινού φαγητού.
-Οι συμμετέχοντες περιγράφουν τις προμήθειες σε τρόφιμα και ποτά ως μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία. Η εξεύρεση τοπικών παραγωγών δεν είναι εύκολη υπόθεση, ενώ ο περιορισμός του αριθμού προμηθευτών με τους οποίους έρχεται σε απευθείας επαφή μια επιχείρηση μειώνει τα ζητήματα σε επίπεδο logistics.
-Προβλήματα που εγείρονται στη συνεργασία με τους προμηθευτές είναι η καθυστέρηση των παραδόσεων και ζητήματα διαθεσιμότητας στις απαιτούμενες ποσότητες.
-Κάποιοι συμμετέχοντες από τους κλάδους του τουρισμού και της εστίασης επισήμαναν ότι σχεδιάζουν τα μενού τους αντίστροφα, με βάση τι προσφέρεται από την ντόπια παραγωγή.
-Ακόμη κι αν η προμήθεια αποκλειστικά τοπικών προϊόντων αποδεικνύεται περιοριστική, διευρύνοντας την γκάμα στα εγχώρια προϊόντα οι συμμετέχοντες μοιάζει να συγκλίνουν στην άποψη ότι αποκτούμε επαρκή ευελιξία.
-Αρκετοί συμμετέχοντες αναφέρονται στη σημασία του storytelling γύρω από τα πιάτα και την προέλευση των προϊόντων, αλλά και τη σημασία εμπειριών που άπτονται του φαγητού.
-Επισημάνθηκε πόσο σημαντική είναι η σχέση μεταξύ κόστους και ποιότητας, με τα τοπικά και εγχώρια προϊόντα να γίνονται πιο ανταγωνιστικά αν συγκριθούν με αντίστοιχης ποιότητας προϊόντα από το εξωτερικό.
-Το γεγονός ότι η ελληνική παραγωγή δεν απολαμβάνει, κατά κανόνα, οικονομίες κλίμακας, αναφέρθηκε ως εξήγηση για τις υψηλές τιμές των τοπικών και εγχώριων προϊόντων, όπως επίσης και το έλλειμμα οργάνωσης και συνεργασίας μεταξύ παραγωγών.
-Το είδος καταλύματος ή επιχείρησης, η πελατεία στην οποία απευθύνεται και τα περιθώρια κέρδους που έχει μοιάζουν καθοριστικά για το αν, τελικά, αντιλαμβάνεται τα ελληνικά προϊόντα ως ακριβά ή φθηνά.
Βασικά συμπεράσματα ποσοτικής ανάλυσης
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα της ποσοτικής έρευνας, στην οποία πήραν μέρος οι υπεύθυνοι από 96 τουριστικές μονάδες και 32 φορείς της αγροδιατροφής του νομού Ηλείας;
-Σε ό,τι αφορά τη διασύνδεση των τουριστικών μονάδων με τον κλάδο της αγροδιατροφής, τα ποσοστά για τα εγχώρια τρόφιμα, τόσο για τα νωπά όσο και για τα επεξεργασμένα, κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, αν και σίγουρα δεν είναι στα επιθυμητά.
-Η εικόνα όμως αλλάζει δραματικά όταν λαμβάνονται υπόψη τα ποτά ή όταν εξετάζουμε τα ποσοστά για τις απευθείας προμήθειες από παραγωγούς ή τις προμήθειες σε τοπικά τρόφιμα και ποτά. Αν υπολογίσουμε τον μέσο όρο για τα τρόφιμα και ποτά μαζί, τότε τα ποσοστά αντιστοιχούν σε περίπου 39% για τα εγχώρια, σε 14% για τα τοπικά και σε 8% για τα προϊόντα που προέρχονται απευθείας από παραγωγούς.
-Από τους 32 φορείς της αγροδιατροφής, 7 προμηθεύουν απευθείας τουριστικές μονάδες και 12 προμηθεύουν εστιατόρια. Κανένας από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς δεν συνεργάζεται απευθείας με τουριστικές μονάδες ή εστιατόρια, ενώ από́ τους υπόλοιπους φορείς, τα μικρότερα σχήματα φαίνεται να έχουν αναπτύξει τέτοιες απευθείας σχέσεις. Όσοι συνεργάζονται απευθείας με καταλύματα, κατά μέσο όρο διοχετεύουν σχεδόν 31% της παραγωγής τους σε αυτά, ενώ όσοι προμηθεύουν απευθείας εστιατόρια δίνουν περίπου 28% της παραγωγής τους.
-Ενώ για τις τουριστικές μονάδες όλα τα εμπόδια που εξετάστηκαν φαίνεται να παίζουν κάποιο ρόλο, για τους φορείς της αγροδιατροφής τα εμπόδια της «κάλυψης της γκάμας», της «έλλειψης τυποποίησης» και της «αναποτελεσματικής συνεργασίας» δεν φαίνεται να θεωρούνται σημαντικά.
-Σε αντίθεση με τους φορείς της αγροδιατροφής, οι τουριστικές μονάδες φαίνεται να πιστεύουν ότι η συνεργασία με τους φορείς της αγροδιατροφής δεν είναι αποτελεσματική.
-Οι φορείς της αγροδιατροφής εκφράζουν μεγαλύτερη αγωνία από τις τουριστικές μονάδες σε ό,τι αφορά την «απουσία συντονιστικού φορέα σε περιφερειακό́ επίπεδο».
-Οι φορείς της αγροδιατροφής παρουσιάζονται ιδιαίτερα ενθουσιώδεις για τη λύση της «online πλατφόρμας ενημέρωσης και παραγγελιών», όπως επίσης και για τη λύση του «προγράμματος θεματικού τουρισμού, στο πλαίσιο του οποίου να λειτουργεί ένα τοπικό́ σύμφωνο ποιότητας», σε σύγκριση με τις τουριστικές μονάδες.
Διαβάστε ακόμα:
Το Παραθεριστικό Τουριστικό Χωριό που θα αλλάξει την Ελούντα
Tαξίδια και προγραμματισμός: Τι έχει αλλάξει στη συμπεριφορά των ταξιδιωτών
3 ελληνικά νησιά στο top 10 των «λιγότερο γνωστών» μεσογειακών προορισμών της Τelegraph