Πριν δύο χρόνια σχεδόν, είχα γράψει κάτι γι’ αυτόν από το οποίο σήμερα δεν αλλάζω ούτε λέξη: «Ο Άγγελος Παπαδημητρίου είναι η πόλη: είναι όλα τα συμπλέγματα και τα απόκρυφά της, όλα τα λαμπερά φανερωμένα και τα underground γιορταστικά της, τα μπαχάρια της Ευριπίδου και η κρέμα του καπουτσίνο στα πιο στιλάτα καφέ».
Αυτός ο ανένταχτος σε οποιοδήποτε ρεύμα, ομάδα ή σύνολο άνθρωπος, θα μπορούσε να εκπροσωπήσει επάξια την Αθήνα σε κάποιον φανταστικό διαγωνισμό όπου διάφοροι πολίτες από όλον τον κόσμο εκπροσωπούν τις πόλεις τους. Γνωρίζει πολλά για εκείνη. Γνωρίζει πρόσωπα, μέρη, μυστικά και φανερά.
Το κείμενο αυτό ξεκινά ως αφήγηση και ως ατάκτως ερριμμένο υλικό πάνω από δύο μοσχαρίσιες μπριζόλες και μια χωριάτικη στο αγαπημένο του κυψελιώτικο μαγειρείο, τις Νοστιμιές της Μαίρης. Η ίδια η Μαίρη εγκάρδια τον χαιρετά, γνωρίζονται καλά, επί σειρά ετών, μετά από κάποια παράσταση, έτρωγε εδώ με συνεργάτες και φίλους.
Στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του οριστικά το ’68, ερχόμενοι από το Κιάτο, την γενέτειρα του Παπαδημητρίου, υπήρχε το σπίτι στην οδό Σπετσών 12. Ανέβαινε, θυμάται, στην ταράτσα του σπιτιού και από κάτω ρέμβαζε στο Πεδίον του Άρεως και έβλεπε τα περίφημα βαριετέ του Οικονομίδη. Ο μικρός Άγγελος αγόραζε δίσκους ως γυμνασιόπαις, πήγαινε σινεμά και αναμετριόταν με τα σκοτάδια του που σύντομα, μετά τον στρατό, μεταβολίστηκαν σε φως και σε μοιρασμένη δικαιοσύνη, ευγένεια και αγάπη για όλον τον κόσμο. Ρωτώντας τον Άγγελο για την Αθήνα, ρωτώντας τον Άγγελο για οτιδήποτε, η αφήγησή του σκοντάφτει επί τούτου στην οικογένειά του: στην όμορφη, μεριλινμονροεκή μητέρα του, στον στιβαρό μελαχρινό πατέρα, στις θείες, στο εργοστάσιο σταφίδας του παππού στην Κόρινθο.
Σα να λέει: «Κατάγομαι από αυτούς τους ανθρώπους». Σα να λέει: «Είμαι υπεράνω πατρίδων». Κι όμως, ο Άγγελος την Αθήνα την λατρεύει και μόνο σε δυο άλλες πόλεις θα μπορούσε ίσως να φανταστεί την ζωή του: στην Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. «Μακριά από την Αθήνα είμαι δυστυχισμένος. Το Κιάτο είναι η μυθολογία μου και η Αθήνα, η ιστορία μου. Η Ομόνοια είναι η αυλή μου», έχει δηλώσει. Του το υπενθυμίζω και το προσυπογράφει, μεσημέρι εαρινού Σαββάτου στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη.
Μένει στη Νεάπολη των Εξαρχείων τα τελευταία είκοσι και βάλε χρόνια. Είναι λάτρης της γειτονιάς: έχει μαγειρέψει και σε κατάληψη, πάντοτε σε πορσελάνινα πιάτα. Μένει εκατό μέτρα από εκεί που κάποτε ζούσε ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. «Εγώ, όταν πήρα το σπίτι στα Εξάρχεια, το αγόρασα συνειδητά, ξέροντας ότι δίπλα μου έμενε ο Δικταίος, πιο πέρα ο Ιωάννου, η Αρλέτα, που είμαστε φίλοι από παιδιά. Η Νεάπολη των Εξαρχείων ήταν το Κολωνάκι της παλιάς Αθήνας», έχει πει σε παλιότερη συνέντευξή του. Δεν μπορώ να τον φανταστώ να βγαίνει στην Γλυφάδα ή την Βούλα. Του το λέω. Απαντά λακωνικότατα: «Μπορώ να πεθάνω».
Βέβαια, λέει και κάτι άλλο τρομερό: του έξω προηγείται το μέσα, οι βεράντες και τα σαλόνια. «Στον εξωτερικό χώρο είμαι άλλος. Στον εσωτερικό, άλλος. Η ψυχή μου ανοίγει όταν βρίσκομαι μέσα. Γιατί το μέσα είναι για εξομολογήσεις και ανοίγματα. Οι παλιοί, ξέρεις, όταν έβγαιναν έξω αναστέναζαν. Δεν ήθελαν να βγουν έξω ή να φάνε έξω. Εμένα μου αρέσει και να μαγειρεύω και να τρώω έξω».
Ο Άγγελος Παπαδημητρίου αγαπά κάποια μέρη σταθερά μες στα χρόνια, όμως ομολογεί ότι όλα τα στέκια έχουν αλλάξει. Όλα, έκτος από ένα: την Μαργαρώ στον Πειραιά, στη Σχολή Δοκίμων που προσφέρει ένα συγκεκριμένο μενού, σταθερής ποιότητας μες στα χρόνια. Πηγαίνει για παγωτό στον κήπο του Βάρσου. Για τυρόπιτα, πηγαίνει μεταμφιεσμένος στα Lidl. «Και οι Ασημακόπουλοι έχουν ωραία τυρόπιτα, αλλά των Lidl δεν την φτάνουν». Όσο αγαπά το φαγητό ο Άγγελος (και τα γλυκά!) έχει την ατυχία, όπως λέει, να μην αγαπά το ποτό. «Δεν μπορώ να με φανταστώ εύκολα σε ένα μπαρ. Δεν πίνω. Προτιμώ να υπάρχει κάτι να τρώμε στο τραπέζι και να συζητάμε…», λέει στο Travel.gr.
Εκτός από την ιεροτελεστία των συναντήσεων στα στέκια, ο δρόμος έχει την δική του χάρη για τον Άγγελο Παπαδημητρίου. Περπατά πολύ, καθημερινά. Εκεί συναντά τους ανθρώπους. Ερχόμενος προς το τραπέζι του δημοσιογραφικού και γαστρονομικού ραντεβού μας, βλέπω να τον σταματά μια παρέα νέων. Μιλούν για λίγη ώρα, ο Άγγελος χαίρεται σαν μικρό παιδί. Το χαμόγελό του είναι μεταδοτικό. Όπου βρίσκεται, το σκορπά γενναιόδωρα. «Παλιά, περπατούσαμε με παρέες απογεύματα ως αργά το βράδυ, πηγαίναμε με τα πόδια από τα σπίτια μας, όπου έμενε ο καθένας, μέχρι το σπίτι του Ταχτσή, και πάλι πίσω».
Πάντοτε, ταΐζει τα περιστέρια. Πετά λίγο ψωμάκι ή θρυμματίζει ένα μπισκότο του καφέ. Το έχω παρατηρήσει όσες φορές τον έχω συναναστραφεί. Ακόμα μία τώρα. Προτιμά να δίνει, από το να παίρνει. Άλλωστε, νιώθει ότι του έχουν δοθεί περισσότερα από όσα θα τολμούσε ποτέ να ονειρευτεί και απολαμβάνει το ευτύχημα της συνάντησής του με την τέχνη και με συγκεκριμένους καλλιτέχνες, συνεργάτες ή και μέντορες, δασκάλους. Μοιάζει να βρέθηκε κατά τύχη σε αυτόν τον χωροχρόνο, σε αυτή την εποχή και σε αυτή την πόλη. Μιλά πολύ για το παρελθόν, χωρίς να μοιάζει νοσταλγός. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου έχει έρθει από το μέλλον. Και αποφάσισε η μοίρα, γι’ αυτόν, να τον προσγειώσει στην Αθήνα, την Απόλυτη Πόλη.
Για εκείνον, περισσότερο από κάθε πόλη, από κάθε μνημείο, από κάθε δρόμο, από κάθε παράσταση ή εικαστικό δημιούργημα, έχουν οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους. Μου υποσχέθηκε να πάμε μαζί στην Πινακοθήκη, όπου στο πλαίσιο της έκθεσης για τον Γκόγια, Έλληνες εικαστικοί εκθέτουν έργα τους. Να δούμε και το δικό του. Θα είναι μια ωραία βόλτα, το ξέρω από τώρα. Το λιγότερο που θα μας απασχολήσει είναι η τέχνη και το έργο του Άγγελου. Πάλι κάτι θα αρχίσουμε να λέμε και δεν θα τελειώνουμε. Ίσως η Αθήνα σταθεί ξανά μια άξια αφορμή κουβέντας. Περιπατητικής, αυτή τη φορά.
Διαβάστε ακόμα:
«Όλη μου η ζωή ανάμεσα σε Εξάρχεια, Κολωνάκι και Σόλωνος»: Η Αθήνα του συγγραφέα, Αλέξη Σταμάτη
«Ένας μαγικός τόπος, δυνατής ενέργειας»: Η Επίδαυρος της ηθοποιού, Νίκης Σερέτη
Το νησί που έγινε το «χωριό» μου: Η Σκύρος της ηθοποιού, Σοφίας Πανάγου