Το νησί της Πάρου το παρομοιάζω με ένα κυκλαδίτικο ψηφιδωτό από υπέροχες παραλίες, γαλαζοπράσινα νερά, παραδοσιακά χωριουδάκια, ασβεστωμένα σοκάκια, ολόλευκα ξωκλήσια που αστραποβολούν κάτω από το μοναδικό αιγαιοπελαγίτικο φως.
Το φως αυτό με μαγεύει. Είναι η ψυχή του νησιού.
Η Πάρος είναι το νησί της καρδιάς μου. Αναρωτιέμαι πώς να χωρέσω σε λίγες ή περισσότερες λέξεις 40+ χρόνια αναμνήσεων αφού από παιδί επισκέπτομαι όλα τα καλοκαίρια την Πάρο. Αγαπημένο μου σημείο ήταν και παραμένει -παρά τη σύγχρονη κοσμοπολίτικη πολυκοσμία του- το λιμανάκι της Νάουσας. Εκεί στο έμπα του, μου αρέσει να παίρνω θέση στην ασβεστωμένη πεζούλα, έξω από το εκκλησάκι του Αι Νικόλα και να αγναντεύω τους ψαράδες να μπαλώνουν τα δίχτυα τους, τα καΐκια με τους γλάρους που στέκουν στην πλώρη τους, τα χταπόδια και τις γούνες να λιάζονται υπομονετικά. Εικόνες αγλάισμα που θωπεύουν την ψυχή μου.
Κάθε μου στιγμή σε οποιοδήποτε μέρος του νησιού και αν βρίσκομαι είναι για μένα ένα παιχνίδι, αντιπαλότητας ίσως, ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Ενα παιχνίδι κατά τη διάρκεια του οποίου πότε αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στην πλευρά του νικητή και πότε του ηττημένου. Σε κάθε περίπτωση όμως σκέπτομαι ότι αυτό που έχει σημασία είναι το ίδιο το νησί να πετύχει να βγει κερδισμένο από τη διαδικασία της εξέλιξης διατηρώντας τα θέλγητρα του για τους μελλοντικούς κατοίκους και επισκέπτες του.
Ναι, κρατώ καλά φυλαγμένες στην μνήμη μου τις εικόνες και την αθώα ομορφιά της Πάρου έτσι όπως την βίωσα τα περασμένα χρόνια. Τότε που το λιμανάκι της Νάουσας ήταν το ορμητήριο των ψαράδων και γέμιζε από τα δίχτυα τους. Ο αγέρωχος καπετάν Λινάρδος με προσκαλούσε στην βεράντα του σπιτιού του για να με κεράσει κάποιο μεζέ. Κι εγώ χαιρόμουν να ακούω μαγεμένη τις θαλασσινές ιστορίες του. Σήμερα σε αυτή την βεράντα πίνω το ποτό μου από τα χέρια του εγγονού του Μανώλη Σομμαρίπα, που έχει διαμορφώσει το χώρο σε μπαρ.
Εκεί που βρίσκεται το εστιατόριο Barbarossa στο λιμανάκι, πριν μερικά χρόνια, ο ιδρυτής του, Γιώργος Χαμηλοθώρης, ο πατέρας του Ευγένη, προσέφερε αυθεντικούς μεζέδες για να συνοδέψεις την σούμα. Παίρναμε θέση και γευόμαστε το ψητό χταποδάκι που ερχόταν στο μικρό πιατάκι με καρφωμένες τις οδοντογλυφίδες. Τι νοστιμιά. Όταν το φέρνω στη μνήμη μου αυτόματα ξυπνάει και η γεύση στο στόμα μου. Τσουγκρίζαμε τα ποτηράκια με την σούμα και συνοδεύαμε την γούνα, είναι λιόκαφτο ψάρι που ψήνεται κάτω από τις ακτίνες του ήλιου πριν μπει στην πυρά και πατάει πάνω στην τεχνική που χρησιμοποιούσαν εδώ και πολλά χρόνια οι ψαράδες. Γέλια και καλή διάθεση να περισσεύει. Σήμερα, θα φας εκλεπτυσμένες γεύσεις, θα χαρείς την νησιωτική φιλοξενία και θα αφήσεις το βλέμμα σου να ταξιδέψει στα καΐκια που λικνίζονται αλλά και στο Ενετικό κάστρο.
Από την πλευρά αυτή του λιμανιού πιτσιρικάδες παίρναμε το καΐκι που μας πήγαινε απέναντι στις Κολυμπήθρες για μπάνιο. Εκεί από τα ασημένια σμιλεμένα βράχια έμαθα να κάνω τις πρώτες βουτιές. Είχα τον δικό μου βράχο –το βασίλειο μου- που ξάπλωνα στον ήλιο και χάζευα τα σμαραγδένια νερά. Το μεσημέρι επιστροφή και στην διαδρομή για το σπίτι παίρναμε το ταψί με τα γεμιστά από τον φούρνο. Τα μισά τα τρώγαμε μέχρι να φτάσουμε και ποιος άκουγε την μάνα μου. Το τοπίο στις Κολυμπήθρες είναι μαγικό και διατηρεί την απόκοσμη γοητεία του. Καθόλου τυχαίο που οι επισκέπτες του νησιού συρρέουν κάθε καλοκαίρι και απολαμβάνουν την θάλασσα. Πηγαίναμε με το καΐκι και στον Αι Γιάννη τον Δέτη, το γνωστό Μοναστήρι, με την αμμουδερή παραλία και τα αλμυρίκια για σκιά. Με τα χρόνια η παραλία γέμισε με ξαπλώστρες και καλύπτει τις ανάγκες των τουριστών.
Αν όμως αγαπάς την πεζοπορία από εκεί ξεκινούν τα μονοπάτια, που έχει χαράξει το Περιβαλλοντικό Πάρκο, με υπέροχες διαδρομές πίσω από τις βραχώδεις πλαγιές και σε φέρνουν στον φάρο του Κόρακα με τον γαλάζιο τρούλο. Βράχια σμιλεμένα από τα κύματα και τον αέρα σε σχήματα που λαμποκοπούν κάτω από τον ήλιο και επιτρέπουν στην φαντασία να κάνει τα δικά της παιχνίδια. Απέραντο γαλάζιο που αγκαλιάζει το νησί.
Στο Περιβαλλοντικό Πάρκο θα θαυμάσεις το μικρό θέατρο που έχει φωλιάσει ανάμεσα στους βράχους και ατενίζει την Νάουσα. Σήμερα είναι μια πραγματική απόλαυση να παρακολουθείς εκεί τις ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις με φυσικό σκηνικό τον κόλπο της Νάουσας και την ίδια την πόλη ολόφωτη.
Οι αναμνήσεις σε πάνε πέρα δώθε. Πίσω στο λιμανάκι το ψητό χταποδάκι με την σάλτσα κάπαρης από δίπλα που σερβίρει το εστιατόριο Mario πάνω στην προκυμαία ξυπνά όμορφες θύμησες. Η φιλοξενία του Μάριου Τσαχπίνη που θα σε κεράσει την σούμα και θα τσουγκρίσει το ποτήρι σου είναι όπως παλιά. Εκεί στην πλατεία του λιμανιού το ουζερί των Ναυτικών συγκέντρωνε τους ψαράδες, εκεί στο πανηγύρι τα Εννιάμερα της Παναγίας στις 23 Αυγούστου γινόταν το πειρατικό γλέντι και χορεύαμε μπάλο με τα νησιώτικα τραγούδια από το κλαρίνο, την τσαμπούνα και το βιολί. Η εκδήλωση με τους πειρατές που μπαίνουν με τα καΐκια και τις δάδες στα χέρια παραμένει και κάθε χρόνο συγκεντρώνει πολλούς θαυμαστές.
Η Νάουσα φημίζεται για την dolce vita και θα την ανακαλύψεις στα ασπρισμένα σοκάκια της που σε κάθε βήμα υπάρχουν μπαράκια, μαγαζιά, εστιατόρια, καφέ, ζαχαροπλαστεία. Θα βρεις ό,τι ποθεί η ψυχή σου. Τα παλιά χρόνια στα σοκάκια έβλεπες τις νοικοκυρές να παίρνουν θέση στα σκαλοπάτια των σπιτιών τους, που στόλιζαν ντενεκέδες με εύοσμους βασιλικούς, με το βελονάκι στο χέρι ή το κέντημα τους να μοιράζουν καλημέρες στους περαστικούς. Όμορφα χρόνια, αθώα.
Την παραλία του Αι Δημήτρη, που οι ντόπιοι λένε Ζουριό, θα την ανακαλύψεις πίσω από το λιμανάκι και τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει ζωή. Θα πάρεις θέση στο Come Back για να πιείς καφέ ή ωραία κοκτέιλ ακούγοντας τα κύματα σαν γλυκό νανούρισμα. Δίπλα σε περιμένει το εστιατόριο Γλαύκος πάνω στο κύμα για αληθινές γεύσεις με ντόπια υλικά και ότι φρέσκο βγάλουν τα δίχτυα.
Ανηφορίζοντας για την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου που δεσπόζει στην κορυφή της Νάουσας, αρχόντισσα, ορατή από παντού, θα κάνεις στάση στο εστιατόριο Κάπαρη. Ο Μανώλης Κάπαρης και ο γιός του Ανδρέας είναι ντόπιοι και ξέρουν να σερβίρουν με τον καλύτερο τρόπο τις τοπικές συνταγές αλλά φτιάχνουν και καταπληκτική κάπαρη που μαζεύουν από τα βράχια. Όταν πεθυμήσω νησιώτικα τραγούδια πάω στο Τακίμι με τους ντόπιους μεζέδες που συνοδεύουν με το κανονάκι, την κιθάρα και το βιολί, Ναουσαίοι, νέα παιδιά, που αγαπούν την μουσική παράδοση.
Για να «αγκαλιάσω» τη Νάουσα ανηφορίζω στον Αι Γιώργη στο Μεροβίγλι, η θέα είναι μοναδική σε κάνει να χαϊδεύεις με το βλέμμα όλη την ομορφιά του χωριού. Θαρρείς ότι είναι ψεύτικη και φαντασιακή. Εκεί θα συναντήσω τον πρόσχαρο Γιώργο Αρκουλή που είναι γνωστός με το όνομα Κατσάγρυλας. Ο Γιώργος διατηρεί ένα παραδοσιακό ρακιδιό και όταν φτιάχνει σούμα γίνεται γιορτή. Είναι όμως και δεινός τυροκόμος και η χιονάτη ξυνομυζήθρα του έχει πλούσια γεύση και είναι περίφημη στο νησί. Τα λαδοτύρια και κρασοτύρια του παλαιώνουν στα δροσερά κελιά του παλαιού οικογενειακού μοναστηριού. Στα δύο βήματα από την πολύβουη Νάουσα αισθάνεσαι ξαφνικά ότι έχεις ταξιδέψει στο χρόνο, αληθινές στιγμές του παλιού χωριού που τις αναζητάς αλλά δύσκολα τις βρίσκεις.
Θυμάμαι με την φίλη μου την Τζαννέτα Μαλαματένιου, την μικρή κόρη του καπετάν Λινάρδου, πηγαίναμε ποδαράτα στην Σάντα Μαρία για μπάνιο. Υπέροχη αμμουδερή παραλία με λοφίσκους χρυσαφένιους, κέδρους με πλούσια σκιά και θάλασσα τιρκουάζ. Στην διαδρομή κόβαμε σταφύλια από τα αμπέλια που βάζαμε στα ψάθινα καπέλα μας, τα πλέναμε στην θάλασσα και γευόμαστε την γλύκα τους μαζί με την αλμύρα κάτω από τον πυρακτωμένο ήλιο. Η Σάντα Μαρία είναι πλέον δημοφιλής, οργανωμένη παραλία και πολύβουη.
Από τις αγαπημένες μου παραλίες είναι η Λάγγερη (περιοχή Natura 2000) με όχι εύκολη πρόσβαση. Όταν πηγαίνω χαίρομαι να περνώ από την κατοικία της κυρά Λέλας που φτιάχνει ακόμη ωραία παξιμάδια στον ξυλόφουρνο. Χαζεύω τα γουρουνάκια και τις πάπιες της πριν κατηφορίσω προς την γοητευτική εκκλησιά της Ζωοδόχου Πηγής και από εκεί πάρω το μονοπατάκι μέσα από τα θυμάρια που μοσχοβολούν για να καταλήξω μέσα από τους αμμόλοφους και τους κέδρους στην παραλία. Συντροφιά το βιβλίο μου, η ψάθα και ένα μπουκάλι νερό. Βουτιά στην θάλασσα αλλά και στην ψυχή σου. Αναζητώ τις παραλίες που κρατούν την αυθεντική φυσιογνωμία τους ,ακολουθώ την διαδρομή από την παραλία της Ξιφάρας μέσα από τα χωράφια με τα κριθάρια και τις ξερολιθιές και καταλήγω σε ένα δάσος από κέδρους που σταματούν πάνω στην παραλία Φιλίζι. Όταν έχει βοριαδάκι παίζω με τα κύματα και απέναντι μου κλείνει το μάτι η Νάξος.
Με τις φίλες μου Αννα Κάγκανη και Φλώρα Παυλάκη αγαπούμε την πεζοπορία και την άνοιξη που είναι καταπράσινοι οι αγροί πηγαίνουμε στον Αμπελά. Το λιμανάκι του είναι σαν ζωγραφιά με τα ψαροκάικα. Η παραλία του απάνεμη με παχιά άμμο και οργανωμένη. Εκεί έχει βρει την θέση του το εστιατόριο Blue Oyster που το τρέχουν με αγάπη και μεράκι η Ρίτα και ο Γιάννης Τσαχπίνης . Ένα όμορφο ζευγάρι που δεν άφησαν το νησί τους παρά μόνο για τις σπουδές τους στην Αθήνα. Η Ρίτα στην κουζίνα μεγαλουργεί, το καλό χέρι της και η αγάπη της στα φρέσκα προϊόντα-πολλά είναι από τον οικογενειακό μπαξέ – κάνει το φαγητό της αξιομνημόνευτο. Δοκίμασε κατσικάκι ντόπιο στην λαδόκολλα ψημένο υπομονετικά. Γλείφεις και τα δάκτυλα σου.
Την παράδοση σε όλο της το μεγαλείο θα την βρεις στην ταβέρνα Θαλάμι ακολουθώντας την ακτογραμμή του Αμπελά. Επιστρέφεις στην δεκαετία του ’50, τότε που όλα ήταν απλά και ανεπιτήδευτα. Πάνω από ένα αθέατο μικρό κολπίσκο με βαθυγάλαζα νερά και κάτω από την σκιά που χαρίζουν τα αλμυρίκια θα δοκιμάσεις γούνα, τηγανητό χταπόδι, σαλατούρι και θα αφήσεις το βλέμμα σου να ταξιδέψει σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε της θάλασσας μέχρι να συναντήσει την Νάξο.
Από την Νάουσα, ο κεντρικός δρόμος, με κατεύθυνση προς την καρδιά του νησιού σε οδηγεί μέσα από αμπέλια, παλαιά πατητήρια και ξερολιθιές που χωρίζουν σαν ζωνάρια τα χωράφια. Συναντάς λευκά ξωκλήσια που οι ντόπιοι στις γιορτές τους τα τιμούν με μικρά πανηγυράκια, οι αυλές στολίζονται με ελληνικές σημαιούλες και λουλούδια από τους αγρούς όπως παλιά. Τραπέζια στήνονται που ξεχειλίζουν από μεζέδες και φιλεύουν τον κόσμο. Η σούμα απαραίτητη. Λίγες είναι οι εναπομείνασες κατοικιές με τον ξυλόφουρνο τους που έψηναν ψωμί αφού στο παρελθόν η Πάρος ήταν ονομαστή για τα σιτηρά της και από τα σπίτια δεν έλειπε η σκάφη του ζυμώματος.
Τα παραδοσιακά χωριά Μάρπησσα και Πρόδρομος με τα λευκά σοκάκια τους και τις ολάνθιστες αυλές τους διατηρούν αναλλοίωτη την αυθεντική γοητεία τους. Στα δαιδαλώδη δρομάκια της Μάρπησσας, που τα παλαιά χρόνια ονομαζόταν Τσιπίδο, και ήταν ένα από τα κεφαλοχώρια της Πάρου όπου ζούσαν λόγιοι, θα ανακαλύψεις την ομορφιά των αρχοντικών της. Είναι ευκαιρία να ανακαλύψεις την υφαντική τέχνη από την υφάντρα Μαριγούλα Φυσιλάνη που στο σπίτι της θα θαυμάσεις τον μοναδικό αργαλειό του χωριού που είναι από το 1858 φτιαγμένος από ξύλο. Οι υφαντές χειροποίητες τσάντες της έχουν αγαπηθεί. Σε ένα γραφικό σοκάκι βρίσκεται το όμορφο μικρό Λαογραφικό Μουσείο διαμορφωμένο από τον Σύλλογο Γυναικών Μάρπησσας σε παραδοσιακό σπίτι του χωριού με τα κειμήλια που έχουν δωρίσει οι ντόπιες οικογένειες. Ταξίδι στην ιστορία του τόπου.
Ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσεις το νησί , είναι να το περπατήσεις, να του αφιερώσεις χρόνο. Μέσα από την περιπλάνηση ανακαλύπτεις ομορφιές, τοπία μοναδικά. Κάπως έτσι πριν μερικά χρόνια φίλοι, μου γνώρισαν το Αυκλάκι ή Αυκουλάκι. Τοπίο ιδιαίτερο. Αφήσαμε τις πλαγιές με τις πεζούλες με αμπέλια και ελιές και κατηφορίσαμε σε μια καταπράσινη ρεματιά που έτρεχε νερό και εκεί αποκαλύφθηκε το εκκλησάκι του Αγίου Αρσενίου με τα ασβεστωμένα σκαλοπάτια, τις πικροδάφνες και μια πηγή. Σαν να είχαμε διακτινιστεί σε άλλο τόπο.
Με γοητεύει η βόλτα στον γραφικό Πρόδρομο με τις όμορφες γωνιές του που μοσχοβολούν βασιλικό και δυόσμο. Μικρά λευκά κυβόσχημα σπιτάκια με φροντισμένες αυλίτσες πνιγμένες στα λουλούδια. Εκεί βρίσκεται και ο πιο παλαιός ξυλόφουρνος του νησιού που πριν μερικά χρόνια κάθε Σάββατο φιλοξενούσε στην φωτιά τους σκούνταβλους –πήλινο τσουκάλι- με τα ντόπια ρεβίθια. Στην μικρή πλατεία του θα σταθείς στο Καλλιτεχνικό Καφενείο που έχει απλώσει τα τραπέζια του κάτω από τις μπουκαμβίλιες και νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε θεατρική σκηνή. Η φιλόξενη οικοδέσποινα Μαρία θα σου σερβίρει ένα σωρό νοστιμιές που μαγειρεύει με κέφι. Ωραία σούμα, ζωντανή μουσική, τραγούδι, η Ασπρούλα η γάτα να πηγαινοέρχεται στα πόδια μου και ένα ελαφρύ αεράκι να μου δροσίζει το πρόσωπο και να μου ψιθυρίζει πόσο όμορφη είναι η ζωή. Σαν να ζεις σε άλλη εποχή.
Στο κέντρο του νησιού θα αναζητήσεις την ορεινή γοητεία των Λευκών. Στη διαδρομή αφήνω το παράθυρο ανοιχτό για να με συνεπαίρνουν οι ευωδιές από τα θυμάρια, τα φλισκούνια και τα φασκόμηλα. Αίσθηση ελευθερίας. Στη ράχη των βουνών δεσπόζουν οι παλιοί ανεμόμυλοι πάνω από το χωριό. Σαν λευκά μπιζουδάκια.
Το λευκό είναι το χρώμα του χωριού με την μοναδική αρχιτεκτονική των σπιτιών που αστραποβολούν κάτω από τον ήλιο. Ποτέ δεν χορταίνω την βόλτα στα σοκάκια των Λευκών με γοητεύουν τα υπέροχα σπίτια που παντρεύουν τον κυκλαδίτικο χαρακτήρα με τον νεοκλασσικό, οι εκκλησιές και η μικρή πλατεία της. Κάποτε καταλήγαμε στην πλατεία με το εκπληκτικό Καφενείο για καφέ ελληνικό και βανίλια υποβρύχιο. Πριν μερικά χρόνια χάζευα και το παραδοσιακό κουρείο με την παλιά καρέκλα και τα «εργαλεία» του που σε ταξίδευε στις περασμένες δεκαετίες. Στις Λεύκες έχει αρκετές ταβέρνες με νόστιμες προτάσεις, αφήνεις το αυτοκίνητο στο έμπα του χωριού και περπατάς για να ανακαλύψεις κάθε γωνιά του. Στην διαδρομή συναντάς το παλιό Ξενία που τώρα είναι το Σπίτι της Λογοτεχνίας, κάνεις στάση στο Ράμνος με την συγκλονιστική θέα στο χωριό αλλά και στους παλαιούς ανεμόμυλους που φιγουράρουν στη κορυφή των βουνών. Θα γευθείς παραδοσιακές πίτες και γλυκά από τα χεράκια της Μαρουσώς. Πιο κάτω αφού περάσεις το σχολείο, θα βρεις την ταβέρνα του Κλαρίνου, σε μια βεράντα με γαρδένιες, που φημίζεται για τα παϊδάκια του. Θα σε τραβήξει από την μύτη η μυρωδιά του ψωμιού από τον φούρνο του Στρατή που η οικογενειακή ιστορία του κρατάει από το 1904 και το λευκιανό είναι το πιο γνωστό ψωμί του. Πάντως, το τοπικό έδεσμα του χωριού είναι τα σαλιγκάρια, οι λεγόμενοι καράβολοι που συνοδεύονται με σκορδαλιά και είναι ονομαστό το πανηγύρι του Καράβολα τον μήνα Αύγουστο.
Συνεχίζοντας τις ορεινές διαδρομές θα βρεθείς στον Κώστο με τα πανύψηλα πεύκα και την μικρή δροσερή πλατεία με το καφενείο που σερβίρει όπως παλιά μικρά πιατάκια με μεζέ για την σούμα ή την μπύρα. Η αυλή της ταβέρνας Γλυκό Λεμόνι είναι όαση δροσιάς, σαν να έχει βγει από παλαιό καρποστάλ. Τραπεζάκια απλωμένα κάτω από τα δέντρα, μικρό συντριβανάκι στο κέντρο και η Λουκία να σερβίρει με χαμόγελο μαγειρευτά με ντόπια λαχανικά αλλά και ψητά κρεατικά. Αφήνοντας πίσω το χωριό και πριν βγεις στον κεντρικό δρόμο στα δεξιά είναι το εκκλησάκι Αγία Υπακοή ή Αγία Πακού όπως λένε η ντόπιοι. Απέναντι ένα ερειπωμένο κτίριο ανακαινίστηκε με γούστο αναδεικνύοντας το κυκλαδίτικο ύφος και μεταμορφώθηκε στο εστιατόριο Σάντα Πακού με τον παραδοσιακό ξυλόφουρνο στο έμπα του. Θέα μοναδική και γεύσεις εμπνευσμένες από την παραδοσιακή κουζίνα του νησιού. Στη διαδρομή για το Μαράθι το μυαλό μου ταξιδεύει στα Αρχαία Λατομεία εξόρυξης του φημισμένου Παριανού Μαρμάρου ένα μνημείο που επιβάλλεται να αξιοποιηθεί, μήτρα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους επισκέπτες του νησιού γνωρίζουν για το μοναδικό λευκό παριανό μάρμαρο γνωστό ως λυχνίτης. Από το παριανό μάρμαρο σμιλεύτηκε η Αφροδίτη της Μήλου , ο Ερμής του Πραξιτέλη κ.α.
Ευκαιρία να πάω μια βόλτα μέχρι τον λιθοξόο Φωκιανό Εμμανουήλ που σκαλίζει το μάρμαρο προσπαθώντας να το δαμάσει και να δώσει μορφή.
Η πυξίδα δείχνει την ταβέρνα Μαράθι για να κοπάσουμε την πείνα μας. Παραδοσιακή, αυθεντική με αυλή που κάτω από τις μουριές με την πλούσια φυλλωσιά αισθάνομαι ότι ο χρόνος έχει γυρίσει πίσω. Θα γευθείς τα φαγητά του καλοκαιριού που βγαίνουν από τον ξυλόφουρνο όπως το μπριάμ με τα λαχανικά μαζεμένα από τον δικό τους μπαξέ, σε ξελογιάζει. Θα ενδώσεις στα ψητά της σούβλας που συνοδεύονται με ντόπια αμπελοφάσουλα και βλίτα.
Από τις αγαπημένες μου διαδρομές είναι ο παραθαλάσσιος χωματόδρομος που περνάει από τα Τσουκαλιά και φθάνει στον κόλπο του Μώλου. Έχω πάρει φόρα και ανηφορίζω στο λόφο του Κέφαλου για να καταλήξω στο Μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου .
Από εκεί ψηλά αγναντεύω όλο το νότιο Αιγαίο. Κάτι ήξεραν οι Ενετοί που είχαν χτίσει κάστρο και τα απομεινάρια του είναι οι σπαρμένες πέτρες που συναντάς στην διαδρομή. Ο Μώλος μια μπλε υδάτινη αγκαλιά. Η ματιά μου ταξιδεύει ολόγυρα και δεν χορταίνει να ρουφά τις νησιώτικες εικόνες. Πόσο μπλε χωράει στην ματιά σου;
Τα τερτίπια του καιρού δείχνουν το δρόμο που θα ακολουθήσεις στο νησί. Η απογευματινή βόλτα στο Πίσω Λιβάδι και στο γραφικό λιμανάκι του με τα ψαροκάικα είναι ιδανική. Κρατώ ζωντανές τις εικόνες από τους ψαράδες που παραγούλιαζαν τα χταπόδια τους στα βράχια. Μικρή και απάνεμη είναι η παραλία του με συστάδα από θαλασσόδεντρα, ψαροταβέρνες και μπαράκια είναι στην διάθεση των επισκεπτών.
Ξεκινάς από την αμμουδερή παραλία του Λογαρά και ακολουθεί η πολύβουη παραλία της Πούντας -μαγνήτης για την νεολαία- που κάποια λίγα αλμυρίκια που έχουν μείνει θυμίζουν την εξωτική γοητεία της με την παχιά άμμο πριν «εξευγενιστεί». Επιμένω στην παραθαλάσσια διαδρομή που με φέρνει στην Χρυσή Ακτή. Όνομα και πράγμα. Ατελείωτη χρυσαφένια παραλία, η μεγαλύτερη της Πάρου. Είναι ένας ανοικτός κόλπος με νότιο προσανατολισμό, ιδανική για όλα τα γούστα. Είναι η αγαπημένη των σερφερς κάθε επιπέδου αλλά και δημοφιλής για τους λάτρεις των θαλασσίων σπορ. Όμορφα να χαζεύεις τις θαλάσσιες διαδρομές πάνω στην ιστιοσανίδα με τα πολύχρωμα πανιά να σκίζουν τα σμαραγδένια νερά. Αίσθηση ελευθερίας.
Ο Δρυός είναι πάντα μια υπόσχεση ήρεμης καταπράσινης αγκαλιάς. Μια όαση στο κυκλαδίτικο τοπίο της Πάρου. Στο κέντρο του οικισμού , κάτι φεγγαρόλουστες νύχτες, θα ροβολήσουμε μέχρι το The Green Project και στην καταπράσινη χαλαρή αυλή του κάνουμε νόστιμα γευστικά ταξίδια συντροφιά με παριανό κρασί. Για περισσότερη δροσιά και ρομάντζα, το εστιατόριο « Κύμα» πραγματικά πάνω στο κύμα, είναι ιδανικό για καλό δημιουργικό φαγητό, ποτό και φιλοξενία.
Αυτό που λατρεύω, μεταξύ άλλων, στην Πάρο είναι οι παραλίες της, πολλές και με διαφορετική προσωπικότητα. Ο τουρισμός αρκετές έχει επηρεάσει και έχουν χάσει μέρος από την παρθένα ομορφιά τους. Κρατώ με γλύκα την ανάμνηση τους. Επόμενος σταθμός αφού περάσεις τις παραλίες Λολαντώνη, Γλυφά, Φάραγγα είναι η Αλυκή, το τρίτο φυσικό λιμάνι του νησιού. Με ελάχιστα σπίτια τις περασμένες δεκαετίες, λίγα παραδοσιακά ταβερνάκια και ένα πέτρινο οινοποιείο, η Αλυκή με το πέρασμα των χρόνων άλλαξε φυσιογνωμία. Το γραφικό λιμανάκι της διατηρεί την γοητεία του και προσφέρεται για ψαρομεζέδες στο «Μουράγιο» με φρέσκα ψάρια φερμένα από το δικό τους καΐκι αλλά και στο Μπαλκόνι του Ακη με το μόλο μέσα στη θάλασσα. Στην Αλυκή θα πάω όταν πεθυμήσω μια βόλτα με το καΐκι Μιχαήλ Ζέππος του φίλου μου του Δημήτρη Τριαντάφυλλου. Φοβερός καπετάνιος και φιλόξενος. Βάζει πλώρη για Αντίπαρο, Δεσποτικό αλλά και για τα μαγευτικά Παντερονήσια με τον λευκό βυθό και τα τιρκουάζ νερά. Τύφλα να έχουν οι Μαλβίδες. Οι βουτιές στα καθαρά νερά μένουν αλησμόνητες. Και αφού χορτάσω κολύμπι και βουτιές, ο Δημήτρης, στρώνει τραπέζι, με δροσερές σαλάτες και χταποδάκι μαγειρεμένο με κοφτό μακαρονάκι. Όπως παλιά.
Στην Αλυκή θα πάω όμως για να επισκεφτώ ένα ξεχωριστό Μουσείο του Μπενέτου Σκιαδά με την κυκλαδίτικη λαογραφία. Έχει δημιουργήσει με τα χέρια του μοναδικές μινιατούρες. Μοντέλα πλοίων όλων των εποχών που με υπομονή, μαστοριά και ακρίβεια φιλοτέχνησε.
Για να περάσεις απέναντι στην Αντίπαρο θα έρθεις στην Πούντα και θα πάρεις το φέρυ που σε μεταφέρει σε πέντε λεπτά. Πριν έρθει η εξέλιξη στο νησί, ανελάμβανε να σε περάσει απέναντι ο βαρκάρης. Το σήμα που έδινες ήταν το άνοιγμα του μπλε πορτόφυλλου από το εκκλησάκι στην προβλήτα. Σαν παραμύθι. Πάντα κάνω χάζι στο στενό Πάρου-Αντιπάρου, τους λάτρεις του kite που ίπτανται πάνω από το νερό με τα πολύχρωμα πανιά τους. Ωραίο θέαμα.
Η διαδρομή μέχρι την Παροικιά προσφέρει ιδέες για μπάνιο στην Αγία Ειρήνη με τις φοινικιές που θυμίζουν εξωτικό τοπίο. Το κολύμπι ανοίγει την όρεξη. Η ταβέρνα του Λάρυ πάνω στο κύμα είναι ότι πρέπει για να τσιμπολογήσεις λαίμαργα από σπιτικά κεφτεδάκια, μέχρι λαχταριστά τηγανητά μπαρμπούνια και δροσερές σαλάτες.
Κράτησα για το τέλος της βόλτας στο νησί, την αρχοντική Παροικιά, την πρωτεύουσα της Πάρου, με το λιμάνι της που σε φέρνουν τα πλοία. Η κρυφή γοητεία της παλιάς αριστοκρατίας της Παροικιάς ξεδιπλώνεται μόλις σεργιανήσεις στα σοκάκια της. Αρχοντόσπιτα με κρυφούς κήπους με πορτοκαλιές και λεμονιές, μαρμάρινες κρήνες που χρονολογούνται από το 1777, βόλτα, μπαλκονάκια με μαρμάρινα φουρούσια και εκκλησίες με παλιές τοιχογραφίες. Η αγορά της κρατάει κάτι από την αυθεντική εποχή της. Θα περάσω από το παντοπωλείο του Διπλού που δεν το έχουν αγγίξει τα χρόνια. Θα χαζέψω το κουρείο που δεν λειτουργεί πλέον όμως η οικογένεια το κράτησε ανέπαφο. Ένα ταξίδι στο χρόνο. Θα ρίξω κρυφές ματιές, από τις ανοιχτές πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών όταν το αεράκι σηκώνει την δαντελωτή κουρτίνα. Άπιαστη αίσθηση της διαχρονικότητας. Θα ακολουθήσω την μυρωδιά του γιασεμιού που θα με βγάλει σε μικρούς κήπους.
Είναι όμορφο να αφήνεσαι στη ατέρμονη γοητεία που εκπέμπει η Παροικιά. Θα ανηφορήσεις μέχρι τον Άγιο Κωνσταντίνο και το Ενετικό Κάστρο και από εκεί το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα θα σου κλέψει την καρδιά. Το τριήμερο φεστιβάλ Πάρου για την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής και του πολιτισμού που διοργανώνεται τον Ιούλιο δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουν οι επισκέπτες την τοπική ιστορία. Οι βόλτες στον παραλιακό δρόμο με την αύρα του θαλασσινού αέρα είναι απολαυστικές. Μπαράκια, εστιατόρια, καφενεία, ταβέρνες, πιτσαρίες συνθέτουν ένα γευστικό παζλ για κάθε γούστο και βαλάντιο. Το νησί φημίζεται για την παράδοση του στην αρτοποιητική τέχνη, άλλωστε οι διάσπαρτοι ανεμόμυλοι μαρτυρούν την σοφία του κυκλαδίτικου πολιτισμού. Στην πλατεία της Παροικιάς θα κάνεις στάση στο φούρνο του Νίκου Ραγκούση που έχει ιστορία πολλών χρόνων. Ψωμί, παξιμάδια, κουλούρια πατούν στην παράδοση. Μην φύγεις αν δεν δοκιμάσεις τον παριανό ζαχαρομπακλαβά.
Απαραίτητη είναι η επίσκεψη μου στην εκκλησία Εκατονταπυλιανή. Ασκεί μοναδική γοητεία. Ένα εκπληκτικό μνημείο από τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Εκεί δίπλα είναι και το Αρχαιολογικό Μουσείο που αξίζει να επισκεφτείς και να θαυμάσεις τα παριανά εκθέματα.
Στην παραλία, πίσω από το εκκλησάκι του Αι Νικόλα, νωρίς το πρωί πηγαίνω για να βρω τους αγρότες που φέρνουν τα καλούδια από τον παριανό μπαξέ τους. Αγοράζω ντομάτες που δεν έχουν ελκυστική όψη είναι όμως όλο γλύκα καθώς και άλλα ζαρζαβατικά.
Το απόγευμα όταν ο ήλιος βουτά στην θάλασσα και φλέγεται ο ουρανός αξίζει να κάνεις βόλτα στην Μαρίνα με τα σκάφη και από εκεί στα Λιβάδια για μπάνιο και φαγητό. Αν θέλεις να κρατήσεις το νήμα της παράδοσης τότε η ψαροταβέρνα του «Αποστόλη» θα σε ανταμείψει. Χταποδάκι στα κάρβουνα, ψητές σαρδέλες αλλά και τηγανητά μπαρμπούνια που ευωδιάζουν θάλασσα. Τόσο απλά.
Την παράσταση κλέβουν τα παριανά προϊόντα άλλωστε το νησί φημίζεται για το κρασί του και τα οινοποιεία του. Οι αμπελώνες της Πάρου είναι ονομαστοί από την αρχαιότητα με τις περίφημες ποικιλίες την λευκή Μονεμβασιά και την ερυθρή Μανδηλαριά (ΠΟΠ ). Επιβάλλεται μια επίσκεψη στο οινοποιείο Ε. Θ. Μωραΐτη κοντά στην παραλία των Αγίων Αναργύρων, που μέσα από την ξενάγηση του Σάββα Μωραΐτη-τέταρτη γενιά- θα γνωρίσεις την πλούσια οινική ιστορία της Πάρου. Επισκέψιμο είναι και το οινοποιείο Αστέρας του Κωνσταντίνου Ρούσου ενώ τις πρωινές ώρες μπορείς να δεις το οινοποιείο του Γιώργου Μωραΐτη το «Moraitico» μέσα σε αμπελώνα στο έμπα της Νάουσας, του Μάκη Κωστίκα το οινοποιείο Alissafi-Κτήμα Αδάμ στις Καμάρες, του Νίκου Λουρίδη στην Μάρπησσα αλλά και του Αγροτικού Συνεταιρισμού Πάρου στην Παροικία.
Το θυμαρίσιο μέλι το παριανό είναι το κυκλαδίτικο χρυσάφι και αξίζει να πάρεις γεύση από το βραβευμένο μέλι Εκ Πακτίας των μελισσοκόμων Άγγελου Πιτσικαλή και Ελισάβετ Μπογιατζή που θα βρεις στο ντελικατέσεν του Αρσένη. Εξαιρετικό και βραβευμένο είναι το Μέλι Πάρου του νέου μελισσοκόμου Αργύρη Λουκή που πωλείται στο «Μελίσσι».
Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Μάρπησσα βρίσκεται το τυροκομείο «Πάριον» της Κατερίνας Μόσχου μιας νέας γυναίκας που αποφάσισε μετά από τις σπουδές της να επιστρέψει στο νησί της. Η Κατερίνα μεγάλωσε τα καλοκαιρία της στο τυροκομείο της γιαγιάς της και τώρα η ίδια τυροκομά με το ντόπιο γάλα. Θα γευθείς από κεφαλοτύρι, μυζήθρα, ανθότυρο αλλά και γιαούρτι παραδοσιακό. Την πλούσια γεύση των παριανών τυριών θα απολαύσεις και από την παράγωγή του τυροκομείου του Αγροτικού Συνεταιρισμού της Πάρου. Τα σταρένια παξιμάδια από τον φούρνο του Τσουνάκη στην Νάουσα είναι φημισμένα όπως και τα κανελοζάχαρα, παραδοσιακά κουλούρια, που φτιάχνει ο Παναγιώτης Χαμηλοθώρης.
Δείτε ακόμα:
Πάρος: Τα πιο όμορφα και αυθεντικά χωριά της