Γεννήθηκα το 1960, Ιούλιο. Όλη μου η ζωή κύλησε ανάμεσα στα Εξάρχεια, το Κολωνάκι και τη Σόλωνος. Τέσσερα σπίτια, τέσσερις γωνιές αυτής της πόλης που έγινε o τόπος μου. Στα Εξάρχεια, με τα χαμηλά νεοκλασικά και την ενέργεια του παρόντος και στο Κολωνάκι, με τις μεγαλοαστικές πολυκατοικίες και τη λάμψη που άφηνε πίσω της η χρυσή εποχή. Εδώ επαιξα, εδώ τσακώθηκα, εδώ συμφιλιώθηκα, εδώ σπούδασα, ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα, εδώ γεννήθηκε και μεγάλωσε ο γιος μου ο Ερμής. Τώρα που μετακόμισα, βλέπω τις γειτονιές μου να αλλάζουν, να μεγαλώνουν και να ξαναγεννιούνται.
Ήμουν εκεί όταν το Κολωνάκι στραφτάλιζε, με τα κοσμικά εστιατόρια και τους ανθρώπους που γέμιζαν τα καφέ και τα ρεστό με πλανητικές «Αξελικές» συζητήσεις. Θυμάμαι το υπόγειο «Minute», το σημείο συνάντησης των διανοουμένων της εποχής. Εκεί όπου οι συζητήσεις για τον Καστοριάδη και τον Λακάν πήγαιναν ασορτί με κάπνισμα άφιλτρων, αλκοόλια, σοβαρότητα και φιλαρέσκεια.
Αργότερα, αυτό το λαμπερό παιχνίδι μεταφέρθηκε στον «Βρούτο», εκεί όπου ο Νίκος Κούνδουρος και ο πατριός μου, Βασίλης Πουλαντζάς, πειραματίζονταν σαν μαθητευόμενοι αλχημιστές. Εκεί, εν μέσω ενός χαώδους μείγματος καλλιτεχνικών εμμονών και αστραφτερών προσωπικοτήτων, αναμειγνύονταν σχέδια για ταινίες, για βιβλία, για εκθέσεις, σενάρια που κατακερματίζονταν, μέχρι να καταλήξουν ξανά σε χαρτοπετσέτες, θραύσματα μιας εφήμερης τρέλας που κανένας δεν θα θυμόταν αύριο.
Το «Decadence» ήταν, φυσικά, ένα κεντρικό σημείο σε αυτή την παρέλαση του επαναστατικά φθαρτού. Εκεί, ανάμεσα στις ποιητικές βραδιές αφιερωμένες στον Μίλτο Σαχτούρη και τις εικαστικές εκθέσεις που αναζητούσαν την ψυχή της τέχνης σε κάθε χαραμάδα του χρόνου, η Αθήνα προσπαθούσε να μιλήσει για τις πληγές της και να αναγεννηθεί. Θυμάμαι την παρουσίαση του βιβλίου μου, της «Βίλα Κομπρέ», το 2005-μια φάση κρυστάλλινη, και θραυσματική, μια αλληλουχία γεγονότων που παλλόταν σαν απόμακρος απόηχος μιας εποχής που ξεθώριαζε αμείλικτα προς το περιούσιο σκοτάδι.
Ακόμα όμως και τώρα, όταν γυρίζω σε αυτές τις γειτονιές, νιώθω ότι τίποτα δεν έχει χαθεί. Στα μικρά βιβλιοπωλεία που ξεφυτρώνουν στις γωνιές των δρόμων, στους καλλιτέχνες που ψάχνουν να βρουν μια νέα, απρόσιτη αλήθεια, η πόλη ζει και αναπνέει. Το «Φίλιον», το πρώην «Ντόλτσε», στέκει ακόμη, σαν ένας επιζών του χτες, σαν μια φιγούρα παλιού δανδή που επιμένει να διηγείται τις ίδιες ιστορίες, γιατί είναι οι μόνες που ξέρει.
Κι εγώ, περιπλανιέμαι στις παλιές μου γειτονιές, ένας πουροφλανέρ, που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην τωρινή πραγματικότητα και σε εκείνα στο εικονοστάσι του παρελθόντος. Περπατώ και ξαναζώ στιγμές που έχουν χαθεί, όλα είναι εκεί, ακόμα και αν κρύβονται πίσω από τα προσεγμένα νεοαναγεννησιακά πρόσωπα της πόλης.
Τα ίχνη που άφησα πίσω, η ηχώ μιας εποχής που ποτέ δεν υπήρξε απόλυτα πραγματική, όλα είναι εκεί, αρκεί να έχεις τα μάτια να τα δεις. Σαν τον «Ένοικο» που μας φιλοξενούσε κάποτε, αναζητώ ακόμη ένα μέρος να ακουμπήσω τη σκέψη μου, να μοιραστώ τις ιστορίες μου με τον κόσμο που αλλάζει και μένει ο ίδιος, με την πόλη που φεύγει και επιστρέφει ξανά, αέναα.
*Ο Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο του «Υπήρξα τόσοι άλλοι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Διαβάστε ακόμα:
«Η εικόνα της το φθινόπωρο μοιάζει με καρτ ποστάλ»: Η Σαντορίνη του ηθοποιού, Ορφέα Παπαδόπουλου
24 ώρες στο Παρίσι με τον Γιάννη Σεργάκη