Ένα ποιητικό, αντι-ταξιδιωτικό κείμενο της επιδραστικής συγγραφέως για την μουσκεμένη γενέτειρα του Μάνου Χατζιδάκι και τον τόπο στον οποίο έζησε για 25 ολόκληρα χρόνια.
Έφθασα εικοσιπεντεκάτι-φεύγα στην Ξάνθη και τώρα που μιλάμε, πενηντακάτι-φεύγα, ακόμα εδώ είμαι. Δικαιούμαι λοιπόν, με χρονοχρέωση ενός τετάρτου του αιώνα, να ομιλώ για αυτό το βόρειο σύνορο, για αυτό το χωνευτήρι πολιτισμών, για αυτή την πόλη με τα χίλια χρώματα, για την Μις Ελλάς του Καρναβαλιού, για τη σεπτή γενέτειρα του Μάνου Χατζιδάκι. Εδώ, πιάνει συχνά ομίχλη το χειμώνα, δεν βλέπεις την μύτη σου κυριολεκτικά, αλλά αυτή η σεπτή ομίχλη, άμα της γυρίσεις τη φόδρα και την κάνεις μεταφορά, κρύβει στα νέφη της μια σκληρότατη επαρχία, μια λουστριναρισμένη εξωστρέφεια που πατικώνει όπως όπως τον βόρειο νάρκισσο που ανθίζει στην υγρασία της.
Δεν φθάνουν τα σικ νεοκλασικά, τα καρναβάλια, οι (μέρα-παραμέρα) εκδηλώσεις στην μνήμη του Χατζιδάκι, οι καριόκες του Παπαπαρασκευά, οι συγκινητικές αφηγήσεις για τη βουλγαρική κατοχή στα ιστορικά γκαλά, τα ωραία Πομακοχώρια, το κάλεσμα του ιμάμη για προσευχή κάθε που δύει ο ήλιος. Λίγο να ξύσεις την ομίχλη, λίγο να ανοίξεις την νεφοκουρτίνα με το χέρι σου κι η πόλη σκληραίνει, γίνεται ένας γυάλινος παγωμένος σβώλος.
Από επαρχία είμαι κι εγώ. Σαφώς, πιο απλωμένη η γενέθλια Λάρισα, πιο «ανοιχτωσιά» που έλεγε κι η γιαγιά μου, αλλά επαρχία με τη φλούδα και τα κουκούτσια της. Νεοπλουτισμοί, σέχτες, μικροσυμφέροντα, αποκλεισμοί και άλλες τέτοιες παθογένειες κουβαλάνε πανωπροίκι οι Πρέβεζες και οι Λάρισες αυτού του κόσμου. Όμως, η Ξάνθη είναι όλα αυτά στο πολύ. Στο τόσο πολύ που δύσκολα ζεσταίνεται η βαθιά ψύχρα της. Σας μιλάω εκ πείρας, έπαθα και έμαθα και μαθήματα παραδίδω.
Τόση ομορφιά, τόσες γλώσσες, τόσες φυλές, τόσος χρήσιμος ιστορικός χρόνος που θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν άλλο «αστικό ψυχισμό», πάει στα αζήτητα. Μηδέν από μηδέν, μηδέν. Μια πάλαι ποτέ αστική τάξη που ζει με τα φαντάσματα των περασμένων μεγαλείων της. Παιδιά και εγγόνια καπνεργατών που ξεσκονίζουν τα κάδρα των ηρώων κάθε επέτειο. Μια δράκα που θεωρεί τον πολιτισμό εργολαβία της: τα συνηθισμένα πράγματα δηλαδή για κάθε μικροεπαρχιακό γαλαξία. Το ξεχωριστό αυτού του τόπου, η Δύση και η Ανατολή του, τα ολόξανθα παιδάκια των Πομάκων, τα κορίτσια με τις μουσουλμανικές μαντήλες και η νέα γενιά που τραγουδάει «Τ’ αστέρι του βοριά» σαν «Πάτερ Ημών» στα σκαλάκια του Δημαρχείου, είναι το τσεκούρι που μπορεί να σπάσει την παγωμένη θάλασσα.
«Περιτριγυρισμένος διαφέρω από τους γύρω μου, αναζητάν τα φώτα της πόλης – εγώ τον ήλιο», τραγουδούσε ο Παντελής -Νimbus D- μαζί με τον κολλητό του τον Νικόλα, παιδιά αυτής της κρύας ενδοχώρας κι οι δύο. Ο Παντελής δεν άντεξε το κρύο κι αποχαιρέτησε. Ο Νικόλας, ως Bloody Hawk πια, συνεχίζει να σπάει πάγους.
Διαβάστε ακόμα:
«Η ομορφιά είναι πιο έντονη το φθινόπωρο»: Η Νάξος της Τίνας Μανδηλαρά
«Ένα μαγικό νησί» -H Ελαφόνησος της Σοφίας Μανωλάκου
«Το νησί που αγάπησα πριν γίνει μόδα» – Η Πάρος της Ρέας Τουτουνζή