«Το πιο χρήσιμο εργαλείο στο βουνό είναι τελικά η ομπρέλα», μας λέει ο Γιώργος Τόττας, ο ξεναγός μας από το γρεβενιώτικο πρακτορείο Trekking Hellas στον φυσικό «λαβύρινθο» που λέγεται Βάλια Κάλντα. Πράγματι, τώρα, μέσα φθινοπώρου, όπου και να σταθείς σε τούτη την υπερπαραγωγή της χλωρίδας και της πανίδας, κάποια σταγόνα θα σε βρει, αν όχι κανονικό ψιλόβροχο. Που μπορεί να δυναμώσει ανά πάσα στιγμή, οπότε φύλαγε τα ρούχα σου να’ χεις (βρεγμένα) τα μισά.
«Την είπαν Βάλια Κάλντα, που σημαίνει ζεστή κοιλάδα. Γιατί σε σχέση με τα γύρω υψόμετρα έχει άπνοια, σχεδόν καθόλου αέρα, και είναι πιο ζεστά. Όλες οι κορφές τριγύρω είναι πάνω από 2000 μέτρα», εξηγεί ο οδηγός μας στον εθνικό μας δρυμό στη βόρεια Πίνδο. Με άλλα λόγια, 69.000 στρέμματα γης προστατευμένα από οροσειρές. Της οποίας γης το υψηλότερο σημείο μετρά περί τα 1.700 μέτρα.
Μπήκαμε στον δρυμό, που χαρακτηρίστηκε εθνικός από το 1968, από την είσοδο στον δρόμο από την Κρανιά προς την Μηλιά, δύο χωριά που ανήκουν σε διαφορετικούς νομούς –Γρεβενών και Ιωαννίνων, αντίστοιχα. Η ανάβαση είναι ομαλότερη από εδώ, όπως μας ενημερώνει ο Γιώργος, ενώ υπάρχουν άλλοι τρεις είσοδοι, συμπεριλαμβανομένης κι εκείνης από την Μηλιά, λίγο πιο πάνω. Ομαλότερη, τρόπος του λέγειν. Θέλεις οπωσδήποτε 4Χ4 για να είσαι σίγουρος για την ασφάλεια του οχήματος. Ο πετρώδης χωματόδρομος δεν αποκλείεται να κάνει ζημιά σε χαμηλά ΙΧ, χώρια που μπορεί να μετατραπεί σε παγίδα από λάσπη σε περιόδους πυκνών βροχοπτώσεων.
Μπαίνοντας, λοιπόν, από την πύλη αυτή, το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι η κυριαρχία του μαυρόπευκου. Τα ψηλά, «κολωνάτα» δέντρα με τον σκουρογκρίζο κορμό, που φύονται κατά κανόνα στον ευρωπαϊκό νότο και τον αφρικανικό βορρά, και μπορεί να ξεπερνούν σε ύψος και τα 40 μέτρα, ορθώνονται σαν φυσικός φράχτης στις δυο πλευρές του δρόμου και τον σκιάζουν. Είναι μεσημέρι, με κατά τόπους συννεφιές, και θες οπωσδήποτε προβολείς. Η λωρίδα του ουρανού πάνω σου, όση περίπου κι εκείνη του χωματόδρομου σε πλάτος, παρέχει το μόνο φυσικό φως προς το παρόν.
Κι όμως, με μια προσεχτικότερη ματιά στην ατελείωτη χλωρίδα φανερώνεται η πολυποικιλία της. Πλατύφυλλα και κωνοφόρα μπλέκονται μεταξύ τους σε μια πανδαισία χρωμάτων που την εποχή αυτή σφύζει από διακυμάνσεις. Έλατο και σφενδάμη, οξιά και δρυς, μαύρο πεύκο και, όσο αυξάνεται το υψόμετρο, ρόμπολο. Πράσινο, καφετί, πορτοκαλί, κόκκινο. 2.000 και πλέον είδη μορφοποιούν έναν ανάγλυφο πίνακα γεννημένο από χώμα και νερό. «Είναι σαν το δέντρο να φωνάζει δύο χρώματα!», αναφωνεί ο Γιώργος μιλώντας για το αγέρωχο ρόμπολο, ή αλλιώς ασπρόπευκο. «Θα προσέξετε πως ο κορμός του δεν είναι σχηματισμένος σε φέτες, αλλά σε φολίδες. Είναι είδος πεύκου που δεν αναπτύσσεται ποτέ σε συστάδα. Ένα βρίσκεις εδώ, ένα πιο εκεί, διάσπαρτα», τονίζει, συμπληρώνοντας πως το προτιμούν εταιρείες καλλυντικών για δείγματα και εκχύλισμα.
Κάτι άσπρο, κάτασπρο, φαίνεται πιο πάνω, στο έδαφος, στο πλάι του δρόμου. Είναι μικρό, αλλά τόσο λευκό που βγήκε θαρρείς να διαμαρτυρηθεί για την ακατάσχετη πολυχρωμία. Ένα μανιτάρι. Έχει άπειρα εδώ, και τα άσπρα «φέγγουν» και ξεχωρίζουν σαν το γάλα. Ο νομός Γρεβενών είναι, άλλωστε, ο πιο ξακουστός στην Ελλάδα για τα μανιτάρια του. Σταματάμε και βγαίνουμε. Ο Νικόλας, ο φωτογράφος, ψάχνει για γωνίες λήψεις. Ο υποφαινόμενος παρατηρεί μια σαλαμάνδρα -μαύρη σαύρα με πορτοκαλί βούλες, αμφίβιο «τετρακίνητο» που απαντάται σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα- να βολτάρει ανάμεσα στα πεσμένα κιτρινοπορτοκαλί φύλλα. Και ο Γιώργος συνεχίζει να μας μυεί στη χλωρίδα του τόπου:
«Υπάρχουν έλατα μόνο σε αυτή την πλευρά του νομού Γρεβενών. Πριν από μια 20ετία δεν υπήρχαν τόσα πολλά. Σε 300 χρόνια προβλέπεται να επικρατήσουν γιατί είναι σκιόφυλλα και ανταγωνίζονται το μαυρόπευκο στην αναζήτηση του φωτός». Σηκώνει το βλέμμα του πιο ψηλά και ακολουθούμε την κατεύθυνση. «Ό,τι δέντρο βλέπετε με τραπεζοειδές τελείωμα πάνω είναι αιωνόβιο. Είναι τα δέντρα που δεν έχουν μύτη. Ο χρόνος ζωής τους είναι από 500 μέχρι 1000 χρόνια. Ό,τι έχει μύτη και έχει καεί, είναι από κεραυνό. Μετά το χτύπημά του, το δέντρο σταματάει να αναπτύσσεται και τα κλαδιά αρχίζουν να γέρνουν προς τα κάτω, ούτως ώστε το χιόνι που πέφτει να μπορεί να φεύγει εύκολα. Και φυσικά, πεθαίνουν όρθια».
Συνεχίζοντας την ανάβαση με το αμάξι, θα διασχίσουμε πιο πάνω ένα ρέμα με λιγοστό τρεχούμενο νερό και τη φυσική του ομορφιά μακελεμένη από τα συντρίμμια ενός μικρού, ανολοκλήρωτου φράγματος που πιθανότατα παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του περσινού χειμώνα. Και πιο πέρα, σε ένα μεγάλο πλάτωμα που προαναγγέλλει το Αρκουδόρεμα, ένα προχειροφτιαγμένο μαντρί, περιτριγυρισμένο από μισοκατεστραμμένα οχήματα. Ο Γιώργος τα κοιτά όλα αυτά με παράπονο και μας επισημαίνει τον δεκάλογο των απαγορεύσεων στη Βάλια Κάλντα. Μεταξύ άλλων, το κυνήγι και το ψάρεμα, η ρίψη απορριμμάτων φυσικά, η κατασκήνωση, η βόσκηση, το άναμμα φωτιάς.
«Ήμουν πάντα της άποψης να οργανωθούν τα πράγματα εδώ, να μπει εισιτήριο, να υπάρχει φύλαξη», λέει. «Παλιά υπήρχαν τα δασαρχεία, που δεν υφίστανται πια. Χάρη σε αυτά έγιναν και οι δρόμοι. Τώρα την ευθύνη την έχει το Εθνικό Πάρκο. Τότε το δασαρχείο ήταν αρμόδιο για την προστασία, τη μελέτη, τη φύλαξη του δρυμού, τους δρόμους της πυρόσβεσης. Τώρα δεν υπάρχει υπηρεσία. Αν συμβεί οτιδήποτε, μόνο η πυροσβεστική έρχεται. Ξεκίνησε μια φωτιά φέτος το καλοκαίρι, σε μια πλαγιά χαμηλής βλάστησης ευτυχώς, και έκαψε 500 στρέμματα. Το παράλογο, όμως, είναι πως πέρυσι απαγορευόταν να έρθουμε τον Αύγουστο για να μην κάψουμε το δάσος. Οριζόντια η σύσταση, δεν έμπαινε κανένας. Φέτος που καιγόταν ο δρυμός, η είσοδος ήταν ελεύθερη».
Σταματάμε λίγο πιο κάτω. Ο Γιώργος θέλει κάτι να μας δείξει. Μια λιμνούλα που σχηματίζεται στα 20 μέτρα από τον δρόμο, καλυμμένη από πρασινάδα και σχεδόν αόρατη στο μάτι. «Για να δούμε», μας λέει. Σκύβουμε και περιμένουμε. Πράγματι, κάποια στιγμή, βλέπουμε κάτι σκούρο να κινείται φιδίσια μέσα στο κρυστάλλινο νερό. Να τος. Ένας τρίτωνας. Αμφίβιο σαμιαμιδάκι μαύρο πίσσα, με μια πορτοκαλιά λωρίδα στην κοιλιά. Από τους κύριους κατοίκους των αλπικών λιμνών που σχηματίζονται στα βουνά της Ηπείρου, ανάμεσά τους και των δίδυμων δρακολιμνών της Φλέγγας. Το δρακάκι- έτσι το αποκαλούν- βγαίνει και ξαναμπαίνει στο νερό εναλλάξ. Ακίνητοι εμείς. Θα φύγουμε σύντομα, δε θέλουμε άλλο να αναστατώνουμε το απογευματινό του κολύμπι.
Στο μεταξύ, προσέχουμε μην πατήσουμε τους μικροσκοπικούς φρύνους που έχουν βγει τη δική τους βόλτα μετά τη βροχή. Χαμός από δαύτους παντού. Δεν είναι μόνο βοτανικός ο παράδεισος που αντικρύζεις εδώ, είναι και ζωικός. Κάπου 30 είδη ερπετών ζουν στην περιοχή, 180 και πλέον είδη πτηνών, χώρια τα θηλαστικά – βίδρες, αγριόχοιροι, λύκοι, αλεπούδες, νυφίτσες, ζαρκάδια, σκαντζόχοιροι, τυφλοπόντικες, σκίουροι, λαγοί. Και η καφέ αρκούδα, φυσικά, της οποίας η Βάλια Κάλντα αποτελεί μόνιμη κατοικία.
Συνεχίζοντας με το αμάξι, θα παρκάρουμε τελικά λίγα μέτρα πιο πέρα, στην είσοδο του μονοπατιού που οδηγεί στο Αρκουδόρεμα. Θα περπατήσουμε χαλαρά, να πάρουμε τον αέρα μας, αλλά και να χαζέψουμε τα κόκκινα πεύκα που υψώνονται στις δυο πλευρές. Κιτρινοκόκκινα στον κορμό, για την ακρίβεια. Pinus sylvestris, κατά το επιστημονικότερον (εξ ου και η κλασική κολόνια). «Στην Ευρώπη, αν και επισήμως η νοτιότερη ζώνη που συναντάμε με κόκκινα πεύκα είναι οι νομοί Ροδόπης και Δράμας, ανεπισήμως είναι εδώ», μας λέει ο Γιώργος, δείχνοντάς μας τη μόνη συστάδα της δασικής πεύκης που απαντάται στην Πίνδο. «Τώρα το πώς έφθασε εδώ, κανείς δεν ξέρει. Άλλοι λένε πως μπορεί να συνέβη κατά την οδική μεταφορά ξυλείας από τη βορειοδυτική Ελλάδα. Άλλοι το αποδίδουν σε σπόρους που μεταφέρθηκαν από πουλιά».
«Αυτός είναι ο κύριος παραπόταμος του Αώου», εξηγεί ο Γιώργος μόλις φθάνουμε στο Αρκουδόρεμα, στην καρδιά της «Ζεστής Κοιλάδας». Είμαστε χαμηλά εδώ, μόλις στα 1.200 μέτρα υψόμετρο. «Μαζεύει νερά από τις γύρω κορφές, συναντιέται στη Βοβούσα με τον Διστρατιώτη, που πηγάζει από τον Σμόλικα, και σχηματίζουν τον Αώο. Φεύγει από εδώ και το εξάγουμε στην Αδριατική, στην Αλβανία. Είναι το μόνο ποτάμι στην Ελλάδα που χύνεται προς βορράν και βγαίνει σε άλλη χώρα». Ξεραίνεται ποτέ; «Ποτέ», απαντάει. «Τώρα, φθινόπωρο, είναι σε χαμηλή στάθμη. Την άνοιξη, η κοίτη φθάνει πέρα πέρα». Γι’ αυτό και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Αναμφίβολα, το Αρκουδόρεμα συνιστά ένα μοναδικό πλέγμα δασικών διαδρομών, με πιο όμορφη ίσως το μονοπάτι που ανεβαίνει, μέσω του Αρκουδόλακκου, στις δίδυμες δρακολίμνες της Φλέγγας. Οι εποχές του χρόνου, όμως, που συνίστανται οι διαδρομές αυτές στους hikers, επίδοξους ή πεπειραμένους, είναι συγκεκριμένες.
Επιστρέφουμε από τον ίδιο δρόμο που ανεβήκαμε. Το τείχος της βλάστησης επανέρχεται, και πάντα κάτι καινούργιο έχει να σου προσφέρει, κι ας έχει συνηθίσει πια το μάτι σου. Κι άλλα άσπρα μανιτάρια μπροστά. Σταματάμε. Ο Γιώργος και ο Νικόλας βγαίνουν με τα σουγιαδάκια τους να μαζέψουν. Εγώ, αφηρημένος μέσα στο αμάξι, καρφώνω το βλέμμα μου σε ένα θαμνοειδές παραπέρα, με κόκκινα ανθάκια. Κινέζικο το λένε οι τοπικοί, ίσως επειδή θυμίζει γκότζι.
Αφήνουμε την Βάλια Κάλντα, αλλά όχι και τη φύση. Στον δρόμο προς τη Μηλιά, ο Γιώργος σταθμεύει, βγαίνουμε, ανεβαίνουμε κάτι σκαλάκια στην άκρη του δρόμου και μπαίνοντας στη βλάστηση αντικρύζουμε έναν μικρό τριπλό καταρράκτη. Είναι ο καταρράκτης του Μπουλουβάρου, και ειπώθηκε έτσι γιατί είναι ακριβώς δίπλα στη δασική λεωφόρο (βουλεβάρτο). «Πιτσιρίκια ερχόμασταν για μπάνιο εδώ», θυμάται ο ξεναγός μας, πληροφορώντας μας πως το σημείο που βρισκόμαστε είναι ακριβώς στα όρια του νομού Γρεβενών με την Ήπειρο. Υπερθέαμα.
Το οποίο θα ακολουθηθεί από άλλο, πιο πέρα στον δρόμο. Το δάσος Ζινέλι. Τοπωνύμιο βλάχικο, όπως αμέτρητα στο Ζαγόρι, που ο Γιώργος δεν ξέρει τι σημαίνει, μας εξηγεί, όμως, πως αρκετά τέτοια έχουν άγνωστη σημασιολογική καταγωγή. «Στα βλάχικα δεν υπάρχει γραφή, την προσαρμόζουν σε λατινογενείς γραφές. Δεν τη θέλανε ποτέ τη γραφή», τονίζει. «Σε μια διάλεξη που είχε κάνει μια ιστορικός για την ελληνική γλώσσα στην περιοχή είχε μιλήσει για απομεινάρια που έχουν προσαρμόσει οι Βλάχοι στη δική τους. Αυτό συνέβη τους οθωμανικούς χρόνους, γιατί όλες οι περιοχές είχαν τελωνεία και σύνορα για φόρους και έλεγχο. Κι εδώ, οι Βλάχοι που ήταν ιθαγενείς, κυρίως κτηνοτρόφοι στα ορεινά, αναγκάζονταν να μιλάνε λατινικά στα σύνορα για να μπορούν να περνάνε χωρίς πρόβλημα και να φέρνουν τα ζώα στα χειμαδιά. Κάτι που τους βοήθησε μετά να το εξελίξουν και στο εμπόριο».
Μεγαλοπρεπές και το Ζινέλι και συγγενές σε πρώτο βαθμό στην Βάλια Κάλντα, έστω κι αν βρίσκεται εκτός των ορίων της. Κυρίαρχο εδώ το μαυρόπευκο, με το ρόμπολο να χρωματίζει διάσπαρτο το σκηνικό, ενώ διακρίνεις εδώ κι εκεί και άτομα κόκκινης πεύκης. Μικρή η βόλτα μας εδώ, αναγνωριστική. Το οξυγόνο μας άλλωστε το έχουμε πάρει, με το παραπάνω. Άλλο μας απασχολεί τώρα: έχει πάει 3 το απόγευμα, και αρχίσαμε να πεινάμε. Λογικό. Είμαστε κάπου έξι ώρες στον δρόμο, από την αφετηρία μας στη Βοβούσα.
Μαθαίνουμε πως η πιο κοντινή ταβέρνα, και η μόνη ανοιχτή τέτοια ώρα στην περιοχή, είναι εκείνη της κυρίας Μαρίας στην είσοδο της Κρανιάς. Φύγαμε. Σαλάτα χωριάτικη-βουνό με ντόπια φέτα, πατάτα τηγανιτή κομμένη στο χέρι, ζουμερό παϊδάκι προβατίνας με λιπάκι μπόλικο που θα χρειαστεί για το αγιάζι. Α ναι. Και τα μανιτάρια που μαζέψαμε, γυρισμένα στο τηγάνι με λίγο λαδάκι και αλάτι. Άλλου τύπου υπερπαραγωγή αυτή, κι ας είναι απλής παρασκευής.
Διαβάστε ακόμα:
Κυνήγι μανιταριών στην Ελλάδα: 7 προορισμοί για να ζήσετε την εμπειρία
Βότανα και Άγρια Φύση στη Βάλια Κάλντα της Πίνδου
Οι αλπικές λίμνες της Ελλάδας: Μεγαλοπρεπή απομεινάρια των παγετώνων που ονομάζονται και δρακόλιμνες